Data Loading...
Κατήχηση και Λειτουργική Flipbook PDF
Κατήχηση και Λειτουργική
129 Views
114 Downloads
FLIP PDF 899.89KB
πρεσβύτερος Αντώνιος Αρ. Μπεζαΐτης Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη Συνεργάτης Ιδρύματος Νεότητας και Οικογένειας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ
Αθήναι 2020
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ
πρεσβύτερος Αντώνιος Αρ. Μπεζαΐτης Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη Συνεργάτης Ιδρύματος Νεότητας και Οικογένειας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών Τηλ. κινητό: 6977387010 e-mail: [email protected] https://www.pantonios.gr/
1
Αφιερωμένο στους Κατηχητές και τις Κατηχήτριες του Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη που διακονούν στον πιο σημαντικό και νευραλγικό τομέα της Ενορίας
2
Πρόλογος
Η επέλαση της πανδημίας έως σήμερα δεν αποτέλεσε μόνο μια υγειονομική κατάσταση. Η ασθένεια και ο θάνατος ως καθημερινότητα και ως πραγματική απειλή για την υγεία και την ζωή ενός εκάστου, συνέθλιψε δεδομένα και προκάλεσε κλυδωνισμούς ακόμα και για θεσμούς στερεούς εδώ και αιώνες, όπως είναι η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και όχι μόνο . Η Κατήχηση και ο επανευαγγελισμός όλων, μικρών και μεγάλων, στις αλήθειες και στο ορθόδοξο χριστιανικό ήθος της Εκκλησίας μας είναι περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε αναγκαία σήμερα. Ζούμε σε μια εποχή αφ’ ενός μεν διαδόσεως αθεϊστικών και αντιχριστιανικών ιδεών και αφʹ ετέρου αδιαφορίας για την πνευματική μας ύπαρξη και για την αιωνία κατάσταση της ζωής μας. Ζούμε μέσα σε ένα σύννεφο που έχει δημιουργήσει αυτός ο φόβος από την πανδημία. Είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα τρόμο θανάτου, που αντί να μας στρέψη περισσότερο προς τον Θεό με ελπίδα και εμπιστοσύνη, όπως έκαναν σε παρόμοιες περιπτώσεις οι πρόγονοί μας, μας έχει εντελώς αποξενώσει και από τον Θεό και από τους συνανθρώπους μας, Μόνον η εκ νέου γνωριμία μας με τον Θεό θα μας δώσει και πάλι προοπτική ελπίδας και χαράς και θα μας ανοίξει τους ορίζοντες της ατελείωτης μακαριότητος και ευτυχίας. Το θέμα της κατηχήσεως είναι βασικής σημασίας για τη ζωή της Εκκλησίας μας, για τη ζωή των παιδιών μας για τη ζωή την δική μας. Δυστυχώς, λάθος επιλογές στην κατήχηση έχουν δημιουργήσει μία ψευδή και εσφαλμένη εικόνα της στους πολλούς για την αποκατάσταση της οποίας γίνονται πολλές και σοβαρές προσπάθειες εκ μέρους της ποιμαίνουσας Εκκλησίας. Η λατρεία και η κατήχηση είναι οι δύο δυνατότητες που έχουμε να ζήσουμε το γεγονός της Εκκλησίας στην καθημερινότητά μας και επιτέλους, να την μεταμορφώσουμε εν Χριστώ. Εύχομαι και προσεύχομαι το παρόν βιβλίο να συμβάλει στην προσωπική Κατήχηση όλων και στον καθένα μας ξεχωριστά. πρεσβ. Αντώνιος Αρ. Μπεζαΐτης
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τι είναι Θρησκεία 1. Ορισμός της Θρησκείας Θρησκεία είναι η στενή και ζωντανή σχέση, η εξάρτηση και επικοινωνία του ανθρώπου από το Θεό. Είναι βαθύς σεβασμός, ιερός φόβος προ του Υψίστου και Παντοδυνάμου, συναίσθηση συγγενείας και ισχυρά φορά προς αυτόν. Να το πω και πιο απλά: Θρησκεία είναι η φυσική και τέλεια, η ολόψυχη στροφή και αφοσίωση του ανθρώπου στο Θεό, ώστε να νοιώθει ο άνθρωπος και με αυτή τη στροφή του προς το Θεό να ομολογεί, πως χωρίς το Θεό δεν μπορεί να ζει, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένος, χαρούμενος και ειρηνικός. Ας το αναλύσουμε περισσότερο. Το λογικό του ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να βρει την αιτία του κόσμου, αναγκάζεται να αναγνωρίσει το Θεό ως δημιουργό του. Οι ενδόμυχοι πόθοι του ανθρώπου να απολαύσει αιώνια χαρά και ευτυχία αναζητούν την αστείρευτη πηγή της μακαριότητας και την ανευρίσκουν στον απειροτέλειο Θεό. Όταν η συνείδηση αναστατώνει με τους ελέγχους της το εσωτερικό του ανθρώπου. Συναισθάνεται τότε αυτός, ότι παρέβει όχι μόνο τον έμφυτο ηθικό νόμο, αλλά και τον θεόσδοτο νόμο ενός υπέρτατου νομοθέτου, και για αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον εξιλεώσει και εξευμενίσει. Έτσι αναγνωρίζει κάθε άνθρωπος, πολιτισμένος ή απολίτιστος, ότι εκτός από όσα βλέπει ή αντιλαμβάνεται γύρω του υπάρχει και ο αόρατος και πανταχού παρών Θεός. Η έννοια αυτή του Θεού, όσο αδιαφώτιστη και ατελής κι αν είναι στους ειδωλολάτρες και μη Χριστιανούς, όσο δε μεγαλειώδης και μυστηριώδης κι αν είναι στους Χριστιανούς, αποτελεί την καρδιά, η οποία ζωογονεί με το θερμό αίμα της πίστεως στο Θεό την ανθρωπότητα. Όπως δεν υπάρχει ζωντανό σώμα χωρίς καρδιά, έτσι δεν υπάρχει λαός (ή και μεμονωμένα άτομα) χωρίς την πίστη στο Θεό, χωρίς τον ένα και μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Σαν ζωντανό παράδειγμα, που δίνει να καταλάβουμε αυτό που λέμε τώρα, ας πάρουμε τον προφήτη Δαβίδ, που έστρεφε και το βλέμμα και την ψυχή του προς το Θεό και του έλεγε· «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα΄ 3). Σύμφωνα με αυτούς τους λόγους του Προφήτου, Θρησκεία είναι πόθος βαθύς που δεν παύει, δίψα της ανθρώπινης ψυχής για τον Πλάστη και Δημιουργό της.
4
Είναι εσωτερική, δυνατή λαχτάρα να επικοινωνεί για όλα τα ζητήματα της ζωής του ο άνθρωπος με το Θεό και Πατέρα και από αυτόν να ζητεί τη λύση και ικανοποίησή του. Ένα τέτοιο, σαν τον πόθο του προφήτου, έλεγε και ο άγιος Αυγουστίνος απευθυνόμενος στο Θεό· «Για σένα, ω Θεέ μου, μας έπλασες, και είναι ανήσυχη η καρδιά μας, έως ότου βρει την ανάπαυσή της σε Σένα». Με τα λόγια του αυτά ο ιερός Πατήρ έδειχνε φανερά και έντονα την βαθιά θρησκευτικότητα της ψυχής του. 2. Από πού πηγάζει και προέρχεται η Θρησκεία; Ποια δηλαδή είναι η φύτρα και ρίζα, η γεννήτρα να πούμε, του θρησκευτικού αυτού συναισθήματος και φαινομένου, που με μία λέξη το λέμε Θρησκεία; Αυτή είναι μια φυσική ερώτηση, που μπορεί να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Η απάντηση τώρα στην ερώτηση αυτή είναι τούτη: Το θρησκευτικό συναίσθημα και φαινόμενο είναι έμφυτο στον άνθρωπο. Έμφυτο θα πει φυτεμένο μέσα στην ψυχή του από άλλο ανώτερο και αιώνιο παράγοντα. Είναι δηλαδή φυσικό, βαθιά ριζωμένο μέσα του και ανεξάλειπτο. Κανείς δεν μπορεί να το ξεριζώσει και να το εξαλείψει και έτσι να ξε-θρησκέψει τον άνθρωπο. Λέγοντας αυτά τονίζουμε τούτο, ότι άμα άνθρωπος άμα θρησκεία. Το οποίο θα πει, πως μόλις παρουσιάστηκε στη γη ο άνθρωπος, αμέσως παρουσίασε και την θρησκευτικότητά του. Η πρώτη στροφή του στο Θεό, η πρώτη αναζήτησή του ο Θεός. Η πρώτη πράξη και εκδήλωσή του ήταν θρησκευτική. Ευθύς αμέσως αναζήτησε το Θεό, για να ικανοποιήσει τους πόθους του και να επαναπαυθεί σε αυτόν. Γι’ αυτό μπορούμε και πρέπει να πούμε, πως είναι θεοφύτευτο το θρησκευτικό συναίσθημα στον άνθρωπο. Ο Θεός δημιουργώντας τον άνθρωπο του φύτευσε και το αίσθημα αυτό και έδωσε στο συναίσθημα τούτο την πιο ισχυρή ορμή και δυνατή τάση, ώστε να παρουσιάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του πέρα ως πέρα και με όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του θρησκευτικός. Για να το καταλάβουμε τούτο καλύτερα λέμε· το να υπάρχει και κυριαρχεί στην ψυχή του ανθρώπου η ιδέα, η σκέψη και το όνομα Θεός, το να εκδηλώνει την ιδέα του αυτή με προσευχή, με λατρεία, με προσφορές στο Θεό, με τάματα σ’ αυτόν και θυσίες γι’ αυτόν, με υπακοή και πειθαρχία σ’ αυτό που πιστεύει πως είναι θέλημά του, με πολλές ιερές θρησκευτικές πράξεις, αυτά, όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν, πως εκ φύσεως ο άνθρωπος είναι θρησκευτικός, πως είναι πλασμένος να έχει θρησκεία και χωρίς αυτή να μην μπορεί να ζήσει, όπως πρέπει τη ζωή του. Για την έμφυτη αυτή θρησκευτικότητα του ανθρώπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει· «Τήν περί αὐτοῦ γνῶσιν ἐξ ἀρχῆς τοῖς ἀνθρώποις ἐνέδωκεν ὁ Θεός». Δηλαδή· από τότε που έπλασε ο Θεός τον
5
άνθρωπο, έβαλε μέσα του τον πόθο και την τάση να τον γνωρίσει και να συνδεθεί μαζί του. Πολύ σωστά, λοιπόν, ο άνθρωπος είναι και λέγεται «θρησκευτικό ον» και «ουράνιο φυτό». 3. Ποιο σκοπό έχει η Θρησκεία; Η θρησκεία έχει τούτο το μέγα και άγιο και σωτήριο για τον άνθρωπο σκοπό. Να επιτύχει ο μικρός και φθαρτός και αδύνατος, αλλά και αμαρτωλός άνθρωπος την πλήρη και τέλεια ένωσή του με το Θεό. Τούτο για να επιτύχει με την ένωσή του αυτή την προσωπική του ευδαιμονία και μακαριότητα. Μάλιστα δε τη θέωσή του, το να γίνει κατά χάρη θεός, όπως μας λέγει η χριστιανική μας θρησκεία. Τότε, ενώ κατά την ψυχή είναι αθάνατος ο άνθρωπος, γίνεται και αιωνίως μακάριος. Μακάριος εν τω Θεώ και διά του Θεού. Να το αναπτύξουμε το πράγμα για να το καταλάβουμε κάπως; Λέμε, λοιπόν. Ο άνθρωπος ούτε αυτοδημιούργητος ούτε ανεξάρτητος ούτε ανενδεής και επαρκής στον εαυτό του είναι. Ο άνθρωπος είναι πλάσμα, δημιούργημα, ον εξαρτημένο, που εξαρτάται από άλλο υπερτέλειο ον, το Ον που του έδωκε την ύπαρξη και ζωή, δηλαδή το Θεό. Έπειτα ο άνθρωπος είναι γεμάτος ανάγκες, υλικές και πνευματικές ανάγκες. Να ζήσει μόνος του και να προοδεύσει όπως ονειρεύεται και θέλει; Αδύνατο. Τούτο κάθε ημέρα της ζωής του το βεβαιώνουν οι πολλές και μεγάλες αδυναμίες και ανάγκες του. Του χρειάζεται βοήθεια απ’ έξω και μάλιστα από πάνω, από τον ουρανό. Έξωθεν και άνωθεν. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν μας, ότι ο άνθρωπος είναι όχι μόνο μικρός και αδύνατος μέσα στον πελώριο αυτό κόσμο, αλλά και αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και κακίες, και επομένως γεμάτος και πτώσεις και τύψεις συνειδήσεως, με απογοητεύσεις στην ψυχή και αποκαρδιώσεις, τότε θα νοιώσουμε καλά πόσο μεγάλη, τακτική και αδιάκοπη ανάγκη έχει του παντοδυνάμου και ελεήμονος Θεού του. Εδώ βρίσκεται και εκπληρώνεται ο φιλάνθρωπος σκοπός της θρησκείας. Συνδέει και εξαρτά στενώς τον άνθρωπο από το Θεό η θρησκεία, για να παίρνει ο άνθρωπος από το Θεό δυνάμεις, βοήθεια, αγαθά υλικά και πνευματικά, άφεση αμαρτιών, ειρήνη, έλεος, σωτηρία. Έτσι ο άνθρωπος και ο πιο κακός, και ο πιο δυστυχισμένος με το να ζει κοντά στο Θεό από το Θεό αντλεί και παίρνει την ευτυχία και τη χαρά του. Αυτός είναι ο σκοπός της θρησκείας. Από τούτο καταλαβαίνουμε ότι χωρίς θρησκεία ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάμει. 4. Η ποικιλία των θρησκειών Όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν υπάρχει μία θρησκεία για όλους τους ανθρώπους, αλλά πολλές και ποικίλες. Μια έπρεπε να υπάρχει, αφού ένας είναι ο αληθινός Θεός και ο ένας αυτός Θεός δημιούργησε όλους τους ανθρώπους και ο ίδιος Θεός το ίδιο θρησκευτικό συναίσθημα έβαλε
6
μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Φυσικό, λοιπόν, ήταν μία και η αυτή θρησκεία να υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Αλλ’ από τότε που παρέβει την εντολή του Θεού ο άνθρωπος και έπεσε στην αμαρτία, σκοτίσθηκε ο νους του και διεφθάρη η καρδιά του και το χειρότερο παραπλανήθηκε από τον αρχηγό του κακού διάβολο και απομακρύνθηκε από τον αληθινό Θεό. Το Θεό, που τον έπλασε και τον προίκισε με όλα του τα αγαθά, τον απαρνήθηκε, τον αποστράφηκε και στράφηκε στα κτίσματα του Θεού, και λάτρευσε όχι τον Κτίστη, αλλά την κτίση. Έτσι από τη μονοθεΐα έπεσε στην πολυθεΐα και την ειδωλολατρία. Αντί ενός αληθινού Θεού, λάτρευσε πολλούς ψεύτικους θεούς. Θα ρωτήσεις: Πού τους βρήκε και πώς τους επινόησε; Απλούστατα. Ο διεφθαρμένος πλέον άνθρωπος τους φαντάστηκε, τους σοφίστηκε με το σκοτισμένο νου του, τους έφτιαξε μόνος του ανάλογα με τις αντιλήψεις του, τους απέδωσε όλες τις αδυναμίες, όλα τα πάθη και τις κακίες του. Θεοποίησε και λάτρευσε τα άστρα του ουρανού και πολλά ζώα της γης. Επινόησε θεούς και θεές, τους έφτιαξε είδωλα και αυτά προσκυνούσε, σε αυτά θυσίαζε και τα παιδιά του ακόμη. Έζησε δε η ανθρωπότητα στην πολυθεΐα και ειδωλολατρία χιλιάδες χρόνια. Μέσα όμως σε αυτήν την παγκόσμια ειδωλολατρία υπήρξαν και άτομα και λαοί, που είχαν κρατήσει την πίστη τους στον αληθινό Θεό, σαν το Νώε, σαν τον Αβραάμ, σαν τον Ισαάκ και Ιακώβ, σαν τον Ιώβ, καθώς επίσης και λαοί, οι οποίοι προήλθαν από τους θεοσεβείς αυτούς ανθρώπους. Τέτοιος λαός ήταν ο Ιουδαϊκός, ο οποίος εκτός από την πατροπαράδοτη κληρονομιά ως προς την πίστη, έλαβε και αποκάλυψη από τον ίδιο το Θεό και είναι ο μόνος λαός στην αρχαία εποχή, που πίστευε και λάτρευε τον ένα, τον αληθινό Θεό, παρόλο που και αυτός δεν τον λάτρευε όπως ακριβώς έπρεπε, αφού και η αποκάλυψη που είχε λάβει δεν ήταν τέλεια, αλλά ατελής. Έτσι έχουμε μονοθεϊστικές θρησκείες, όπως είναι ο Ιουδαϊσμός και ο Μωαμεθανισμός, και πολυθεϊστικές ή ειδωλολατρικές, φυσικές θρησκείες που έχουν τη ρίζα τους στο έμφυτο θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου. Έχουμε και θρησκείες από αποκάλυψη, όπως είναι η Ιουδαϊκή και η Χριστιανική, η οποία είναι η μόνη αληθινή θρησκεία, διότι αυτή μόνη έχει την τέλεια και πλήρη αποκάλυψη του Θεού. 5. Η Χριστιανική Θρησκεία Ιδρυτής της Χριστιανικής Θρησκείας είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής είναι ότι διδάσκει και ζητεί από τους οπαδούς της την πίστη στον Ένα και μόνο αληθινό Θεό, την Αγία Τριάδα. Όλοι οι Χριστιανοί πιστεύουν και ομολογούν «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Με την πάροδο όμως των ετών παρουσιάσθηκαν μερικοί, που διαστρέβλωσαν και μετέβαλαν τις διδασκαλίες της
7
χριστιανικής πίστης. Σήμερα ο χριστιανικός κόσμος είναι διηρημένος σε τρεις κυρίως μεγάλες ομάδες. Πρώτη η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, η οποία κρατεί ανόθευτα όσα δίδαξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και οι άγιοι απόστολοι και οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και οι μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο Χρυσόστομος Ιωάννης κλπ.. Δεύτερον ο Ρωμαιοκαθολικισμός ή Παπισμός και τρίτον ο Προτεσταντισμός. Οι παπικοί και οι προτεστάντες νόθευσαν την αρχαία πίστη και είτε πρόσθεσαν είτε αφαίρεσαν από όσα δίδαξε ο Κύριος και οι απόστολοι. Εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε Ορθόδοξοι και γι’ αυτό θα εξετάσουμε ιδιαιτέρως τι η αγία Ορθόδοξη Πίστη μας διδάσκει. Α. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ Όταν λέμε «κατήχηση», εννοούμε την προσπάθεια της Εκκλησίας από τα πρώτα χρόνια να βοηθήσει τον πιστό να βρει το δρόμο της πίστης. Του προσφέρει με τρόπο συγκεκριμένο και ευκολονόητο τις αλήθειες του χριστιανισμού, όπως διαμορφώθηκαν με το πέρασμα των αιώνων από την ίδια την Εκκλησία. Ώστε κατήχηση είναι η έκθεση των χριστιανικών διδασκαλιών από την υπεύθυνη Εκκλησία στους ανθρώπους που ζητούν να μάθουν τη βαθύτερη ουσία του χριστιανισμού. Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι βαπτίζονταν σε μεγάλη ηλικία. Έτσι, στο διάστημα που μεσολαβούσε ως την ημέρα του μυστηρίου, δέχονταν από ειδικούς εκκλησιαστικούς διδασκάλους — τους κατηχητές — μια διδασκαλία των αληθειών της πίστης. Η τάξη αυτή των διδασκομένων την πίστη, ονομάστηκε τάξη των κατηχουμένων. Η Εκκλησία, για να εκπαιδεύσει καλύτερα τους κατηχητές, είχε ιδρύσει και διάφορες ειδικές σχολές, τις κατηχητικές. Οι διδάσκαλοι της Κατηχήσεως λέγονταν Κατηχητές και οι διδασκόμενοι λέγονταν Κατηχούμενοι. Η κατήχηση χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο δογματικό και το ηθικό. Στο δογματικό μέρος αναπτύσσονται τα «δόγματα», δηλαδή οι μυστηριακές αλήθειες του χριστιανισμού, που δεν εξηγούνται μόνο με το μυαλό μας. Στο δεύτερο, η ηθική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος κατακτά με αγώνα και πίστη την τελείωση της προσωπικότητάς του. Η κατηχητική φροντίδα της Εκκλησίας είναι άγρυπνη από τα πρώτα της βήματα ως τα σήμερα. Ο σημερινός χριστιανός έχει μια πολύτιμη κληρονομιά πνευματικών αληθειών, που βρίσκονται σπαρμένες στα συγγράμματα των Πατέρων και συγγραφέων της Εκκλησίας. Είναι χρέος όλων των ανθρώπων να σκύψουν σ’ αυτές τις αστέρευτες πηγές της αλήθειας. Το κέρδος τους θα ’ναι μεγάλο. 1) ΤΟ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
8
Κατήχηση λέγεται και το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δε λησμόνησε ποτέ το μεγάλο έργο που έχει αναλάβει χάρη του φωτισμού και της σωτηρίας των χριστιανών. Γιατί το έργο αυτό ήταν και είναι το θέλημα του Θεού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να μάθουν τη χριστιανική αλήθεια. Γι’ αυτό και μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού εξακολούθησε η Εκκλησία την Κατήχηση σαν μιά Ιδιαίτερη θρησκευτική υπηρεσία. Στην εποχή των διωγμών και των αιρέσεων η Εκκλησία προσπάθησε και πάλι με την Κατήχηση να σώσει τους Χριστιανούς από τις πλάνες των αιρετικών. Το κατηχητικό της έργο εξακολούθησε και αργότερα, και το εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Μεγάλη και σπουδαία είναι σήμερα η προσπάθεια της Εκκλησίας και πολλών ορθοδόξων χριστιανικών συλλόγων για την κατήχηση των νέων. Πολλά κατηχητικά σχολεία ιδρύθηκαν και λειτουργούν στις πόλεις και στα χωριά. Χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες σ’ ολόκληρη την Ελλάδα διδάσκονται από ηθικούς και μορφωμένους κατηχητές. Η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Ίδρυμα Νεότητας και Οικογένειας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών αλλά και οι ορθόδοξοι χριστιανικές οργανώσεις δείχνουν αξιέπαινο χριστιανικό ζήλο για να ιδρύουν και ξαπλώνουν, όσο το δυνατό, περισσότερα κατηχητικά σχολεία. Οι προσπάθειες αυτές με την ευλογία της Εκκλησίας και με τη συνεργασία των κατά τόπους Μητροπολιτών, προοδεύουν. 2) Ο ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ Ο Χριστός στην παραβολή του σπορέα μας διδάσκει ότι η πίστη μας, αν δεν είναι ριζωμένη μέσα μας, μπορεί να μας εμποδίσει από την αμαρτία. Ο σκοπός λοιπόν της Κατηχήσεως είναι να ριζώσει στις καρδιές μας τη Χριστιανική πίστη. Να μας διδάξει με μέθοδο ποιες είναι οι θρησκευτικές και ηθικές αλήθειες της θρησκείας μας. Από το σκοπό λοιπόν αυτό φαίνεται και η αξία, που έχει η Κατήχηση. Γιατί όσοι δεν ξέρουν τα καθήκοντά τους ή τα μαθαίνουν απρόθυμα τώρα πού είναι νέοι, κινδυνεύουν να γίνουν μιά μέρα πρόξενοι πολλών κακών στην κοινωνία. 3) ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ Έχουμε τονίσει πως η κατήχηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη συστηματική έκθεση των αληθειών του χριστιανισμού προς τους ανθρώπους. Οι αλήθειες αυτές διασώζονται στη ζωή της Εκκλησίας και κληρονομούνται από γενεά σε γενεά με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Δύο είναι οι πηγές, από τις οποίες αντλεί τις διδασκαλίες της η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία. Η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση. Α) Η Αγία Γραφή Όταν λέμε «Αγία Γραφή», εννοούμε το σύνολο των βιβλίων, τα οποία γράφτηκαν από ευσεβείς άνδρες υπό την έμπνευση και καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος,
9
γι’ αυτό δε λέγονται και είναι θεόπνευστα. Η Αγία Γραφή είναι το κατ’ εξοχήν θρησκευτικό βιβλίο της ανθρωπότητας, διότι περιέχει την υπό Του Θεού αποκαλυφθείσα στους ανθρώπους αλήθεια. Βεβαίως στη σύνταξη και διατύπωση των νοημάτων και των λόγων της Αγίας Γραφής συνεργάσθηκε με το θείο παράγοντα και ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο μεν θείος παράγοντας, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, εξασφαλίζει στην Αγία Γραφή το αλάθητο. Αφού η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, άρα είναι και αλάθητη. Κάθε τι που γράφεται σε αυτήν είναι πέρα ως πέρα αληθές και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έστω και αν εμείς δυσκολευόμαστε πολύ ή λίγο να το εννοήσουμε. Ο τρόπος όμως της διατύπωσης των θείων αληθειών, το γλωσσικό ιδίωμα, το ύφος είναι έργο του ανθρωπίνου παράγοντα ανάλογα με τη λογοτεχνική ικανότητα των συγγραφέων των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Η Αγία Γραφή εκφράζει την αλήθεια αυτή με τους εξής λόγους. «Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄ 21). Δηλαδή το Άγιο Πνεύμα φώτισε τους ανθρώπους συγγραφείς, οι οποίοι έθεσαν στην υπηρεσία Του τις νοητικές ικανότητες και τη γλώσσα τους. Αυτό τους φώτισε και τους προφύλαξε από κάθε πλάνη, ώστε να γράψουν μόνο όσα ο Θεός τους αποκάλυψε και τους οδήγησε να γράψουν. Όσα βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν προ Χριστού αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη και είναι σαράντα εννέα, περιέχουν δε τις υπό του Θεού αποκαλυφθείσες αλήθειες και τα υπό την καθοδήγηση και έμπνευση του Θεού γραφέντα γεγονότα προ της γεννήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όσα δε γράφτηκαν μετά Χριστόν, αποτελούν την Καινή Διαθήκη και είναι είκοσι επτά, περιέχουν δε τις αλήθειες, τις οποίες ο Κύριος αποκάλυψε στον κόσμο. Διαιρούνται δε τα βιβλία της Αγίας Γραφής, τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, ως προς το περιεχόμενο σε ιστορικά, διδακτικά και προφητικά ως εξής:
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
10
Πεντάτευχος
Α΄. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ Ιστορικά βιβλία
Διδακτικά βιβλία
Προφητικά βιβλία
Γένεσις
Ψαλμοί
Ωσηέ
Έξοδος
Ιώβ
Αμώς
Λευιτικόν
Παροιμίαι Σολομώντος
Μιχαίας
Αριθμοί
Εκκλησιαστής
Ιωήλ
Δευτερονόμιον
Άσμα ασμάτων
Οβδιού
Ιησούς του Ναυή
Σοφία Σολομώντος
Ιωνάς
Κριταί
Σοφία Σειράχ
Ναούμ
Ρουθ
Αββακούμ
Βασιλειών Α΄
Σοφονίας
Βασιλειών Β΄
Αγγαίος
Βασιλειών Γ΄
Ζαχαρίας
Βασιλειών Δ΄
Μαλαχίας
Παραλειπομένων Α΄
Ησαΐας
Παραλειπομένων Β΄
Ιερεμίας
Έσδρας Α΄
Βαρούχ
Έσδρας Β΄
Θρήνοι Ιερεμίου
Νεεμίας
Επιστολή Ιερεμίου
Τωβίτ
Ιεζεκιήλ
Ιουδίθ
Δανιήλ
Εσθήρ Μακκαβαίων Α΄ Μακκαβαίων Β΄ Μακκαβαίων Γ΄
Β΄ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ Ιστορικά βιβλία
Διδακτικά βιβλία
Προφητικά βιβλία
Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον
Επιστολή Παύλου προς Ρωμαίους
Αποκάλυψις Ιωάννου
Ευαγγέλιον κατά Μάρκον
Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους Α΄
Ευαγγέλιον κατά Λουκάν
Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους Β΄
Ευαγγέλιον κατά Ιωάννην
Επιστολή Παύλου προς Γαλάτας
11
Πράξεις των Αποστόλων
Επιστολή Παύλου προς Εφεσίους Επιστολή Παύλου προς Φιλιππησίους Επιστολή Παύλου προς Κολασσαείς Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς Α΄ Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς Β΄ Επιστολή Παύλου προς Τιμόθεον Α΄ Επιστολή Παύλου προς Τιμόθεον Β΄ Επιστολή Παύλου προς Τίτον Επιστολή Παύλου προς Φιλήμονα Επιστολή Παύλου προς Εβραίους Επιστολή Καθολική Ιακώβου Επιστολή Καθολική Πέτρου Α΄ Επιστολή Καθολική Πέτρου Β΄ Επιστολή Καθολική Ιωάννου Α΄ Επιστολή Καθολική Ιωάννου Β΄ Επιστολή Καθολική Ιωάννου Γ΄ Επιστολή Καθολική Ιούδα
Τα βιβλία της Αγίας Γραφής συγγράφηκαν από διαφόρους αγίους ανθρώπους κατά διάφορες εποχές, από τους χρόνους του Μωυσέως (περίπου 1500π.Χ.) έως του τελευταίου αποθανόντος αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου (περί το 100 μ.Χ.). Τα μεν περισσότερα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκαν στην εβραϊκή γλώσσα, μερικά στην Αραμαϊκή και λίγα στην ελληνική. Αλλά και αυτά που γράφτηκαν στην εβραϊκή και Αραμαϊκή μεταφράστηκαν κατά τον τρίτο π.Χ. αιώνα στη νεοελληνική χάριν των Ιουδαίων, οι οποίοι ζούσαν σε χώρες ελληνικές, όπου μιλιόταν η ελληνική γλώσσα και δεν γνώριζαν πλέον την εβραϊκή. Αυτή δε η μετάφραση είναι η περίφημη μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο΄) μεταφραστών. Τα δε βιβλία της Καινής Διαθήκης όλα γράφτηκαν στην ελληνική, γεγονός το οποίο αποτελεί εξαιρετική και μοναδική τιμή και ευλογία για το Ελληνικό Έθνος. Ο απόστολος Παύλος ορίζει ως εξής το σκοπό, για τον οποίο συγγράφηκαν τα βιβλία της Αγίας Γραφής. «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος» (Β΄ Τιμόθ. γ΄16-17). Λέει δηλαδή, ότι όλη η Αγία Γραφή έχει εμπνευσθεί από το Θεό
12
και έχει συγγραφεί υπό τον άμεσο φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύ ωφέλιμος στον άνθρωπο. Διδάσκει την αλήθεια, ελέγχει και φανερώνει τις πλάνες και τις παρεκτροπές των ανθρώπων, διορθώνει τους αμαρτάνοντες και παιδαγωγεί τον άνθρωπο, για να αποκτήσει τις αρετές που ζητεί από αυτόν ο Θεός. Μόνο δε με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και κατηρτισμένος σε κάθε καλό έργο. Β) Η Ιερή Παράδοση Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το δε τελευταίο από αυτά συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ.. Έως ότου λοιπόν γραφούν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και αποτελεσθεί ο Κανόνας (η συλλογή των βιβλίων) της Κ. Διαθήκης, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από στόμα σε στόμα προφορικά. Επιπλέον στα Ευαγγέλια και τ’ άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης δεν γράφτηκαν όλα όσα δίδαξε και είπε και έκανε ο Κύριος. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, υπάρχουν ακόμη «καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα΄25). Είναι , λέει, τόσο πολλά αυτά που έκανε και είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα-ένα λεπτομερώς, νομίζω ότι και αυτός ο κόσμος με όλες τις βιβλιοθήκες του δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Προφορικώς λοιπόν μόνο παραδόθηκαν από τους αγίους αποστόλους στους διαδόχους τους και από εκείνους στους δικούς τους διαδόχους και έφθασαν μέχρι σε μας αυτές οι διδασκαλίες. Σαφώς το γράφει αυτό ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς με τα εξής: «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου (προφορικώς) εἴτε δι’ ἐπιστολῆς (γραπτώς) ἡμῶν» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15). Αποτελούν δε οι άγραφες αυτές και προφορικώς παραδεδομένες αποστολικές διδασκαλίες μαζί με τα θεόπνευστα βιβλία, που συνέγραψαν οι μαθητές και απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερή Αποστολική Παράδοση, η οποία είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστεως. Αυτή η άγραφη καταρχάς Ιερή Αποστολική Παράδοση λίγο-λίγο στους κατόπιν αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας και διατυπώθηκε γραπτώς και περιλήφθηκε στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Σε τούτο συντέλεσε και το ότι με την πάροδο των ετών
13
άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες. Τότε λοιπόν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές Συνόδους. Με οδηγό τη γραπτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη γραπτή ή άγραφη της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό την έμπνευση δε και το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος εξέταζαν τις νεοφανείς αιρετικές διδασκαλίες και καταδείκνυαν το ψεύδος και την πλάνη που υπήρχαν σε αυτές και τις καταδίκαζαν, διατύπωναν δε βάσει της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως τα δόγματα και τους όρους της πίστεως. Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς όσα οι Άγιοι απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτώς είτε προφορικώς, καταδικαζόταν. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιερή Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον με τις εν Αγίω Πνεύματι αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στις Οικουμενικές Συνόδους έλαβαν μέρος μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, όπως ο Μέγας Αθανάσιος στην πρώτη στη Νίκαια το 325 μ.Χ., ο Θεολόγος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στη δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. κλπ.. Αλλά και όταν αυτοί για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν τα συγγράμματά τους και η διδασκαλία τους μέχρι σημείου, ώστε ολόκληρη η έκτη Οικουμενική Σύνοδος να υιοθετεί γνώμες και κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και να γράφει στον 102ο κανόνα της ότι διατυπώνει την απόφασή της «καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος». Τοιουτοτρόπως η Ιερή Παράδοση βάσει πάντοτε της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της λατρευτικής ζωής της ολοένα αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και συμπληρώθηκε τον όγδοο αιώνα με την έβδομη αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ.. Απαρτίσθηκε τοιουτοτρόπως βάσει της ζωής της Εκκλησίας κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως η ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με τη διδασκαλία της. 1) Περιεχόμενο της Ιερής Παραδόσεως Η Ιερή Παράδοση περιέχει ό,τι διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο, μερικά που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να αναφέρουμε μερικά προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το λέει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού και αυτό της
14
Παραδόσεως είναι. Η τέλεση του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριπλή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως και αυτά. Από την Παράδοση επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών. Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση. Για τα μνημόσυνα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (όχι δηλαδή τυχαία και άσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων». Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση, είναι η δεύτερη πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση τρόπον τινά της Ιερής Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι. «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε». Την Ιερή αυτή Παράδοση, έτσι όπως διαμορφώθηκε οριστικά και τελικά και έκλεισε με την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή της διδασκαλίας της γνήσια και ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι οι μεν Προτεστάντες έχουν απορρίψει τελείως την Ιερή Παράδοση και αρκούνται μόνο στην Αγία Γραφή. Επειδή δεν έχουν ως οδηγό της ερμηνείας της Αγίας Γραφής την Ιερή Παράδοση, έχουν περιπέσει σε πλήθος κακοδοξιών και είναι διηρημένοι σε εκατοντάδες κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο πρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση (όπως είναι το δόγμα τους ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το περίφημο filioque), ή δεν μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερή Παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων. Μόνο λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τις δύο αυτές θείες και ουράνιες πηγές της διδασκαλίας της, την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Η μεν Αγία
15
Γραφή είναι γνωστή σε όλους. Της δε Ιερής Παράδοσης συντομότατη και περιληπτική έκθεση είναι το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΤΜΗΜΑ Α΄ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟ 1) Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως
Απ’ αυτής ακόμη της αποστολικής εποχής υπήρχαν περιληπτικές, σύντομες και σαφείς εκθέσεις των δογμάτων της πίστεως. Κατά τον τέταρτο όμως αιώνα οι εκθέσεις αυτού του είδους αντικαταστάθηκαν από το ιερό Σύμβολο της πίστεως, το οποίο συνέταξαν οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, η πρώτη της Νίκαιας το 325 μ.Χ. και η δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ.. Από τότε το Σύμβολο της Πίστεως παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο. Είναι το ιερό σημείο, με το οποίο διακρίνονται και αναγνωρίζονται οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Γι’ αυτό απαραιτήτως απαγγέλλεται κατά το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, διότι μόνο εκείνος που έχει την ορθόδοξη πίστη μπορεί να βαπτισθεί ορθοδόξως και να γίνει μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αποτελείται από 12 άρθρα, δηλαδή από 12 απλές και σύντομες προτάσεις, στην αρχή των οποίων υπάρχει ή εξυπακούεται η λέξη πιστεύω. Από την πρώτη δε αυτή λέξη, με την οποία αρχίζει το Σύμβολο της πίστεως, λέγεται και «Πιστεύω». Απαγγέλλεται επίσης και κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ως μία επίσημη ομολογία της πίστεως του εκκλησιαζομένου λαού. Ιδού αυτό. Το Σύμβολο της Πίστεως 1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. 2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. 3. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
16
4. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. 5. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. 6. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. 7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. 8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν. 9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. 10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. 12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν. 1. «Πιστεύω εις ένα θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Το σύμβολο της πίστεως αρχίζει με την ομολογία, πως ο Θεός είναι ο Παντοδύναμος Πατέρας των ανθρώπων κι έχει με τη δύναμη και την πατρική του αγάπη δημιουργήσει όλα όσα βλέπομε κι όλα όσα δεν τα βλέπει το μάτι μας. Είναι η πηγή των πάντων. Από το Θεό ξεκινούν όλα και στο Θεό καταλήγουν. Α) Ιδιότητες του Θεού Πολλές ιδιότητες έχει ο Θεός που είναι ένα και το αυτό με τη φύση και την ουσία του, διότι ο Θεός δεν είναι σύνθετος από πολλά μέρη, αλλά απλός, και οι ιδιότητες που λέμε δεν είναι χωριστά η μία από την άλλη, αλλά αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο που δείχνει το άφθαστο μεγαλείο της ουσίας και της δόξας του Θεού. Τις διακρίνουμε όμως τις ιδιότητες του Θεού, όχι διότι, όπως είπαμε, αυτές διακρίνονται και άλλη είναι η μία, άλλη η άλλη, αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα εμείς οι άνθρωποι τις θείες ενέργειες, με τις οποίες μας ευεργετεί ο Ύψιστος. Πώς τις βρίσκουμε αυτές τις ιδιότητες του Θεού; Τις ανευρίσκουμε «ἐν τῇ τῶν πάντων ἀφαιρέσει καί ὑπεροχῇ καί ἐν τῇ τῶν πάντων αἰτίᾳ», όπως εκφράζονται για το ζήτημα αυτό οι άγιοι Πατέρες. Δηλαδή· αφαιρέστε κάθε ατέλεια από τα ανθρώπινα,
17
προσθέστε κάθε τελειότητα και στον ύψιστο βαθμό στα θεία και θα βρείτε τις ύψιστες ιδιότητες του Θεού. Έτσι λέμε, ότι: α) Ο Θεός είναι πανταχού παρών Αυτό θα πει, ότι παντού υπάρχει ο Θεός. Θα πει, ότι δεν υπάρχει μέρος της κτίσεως, από το οποίο να απουσιάζει ο Θεός. Επομένως, ότι όλα τα βλέπει και τα ελέγχει ο Θεός. Τα πάντα, ορατά και αόρατα, και αυτά που βλέπονται και εκείνα που δεν βλέπονται και όσα πιάνονται από τα μάτια και τα χέρια μας και τα αυτιά μας και όλες μας τις αισθήσεις. Όσα δεν περνούν και από τη σκέψη μας ακόμα υπάρχουν και κινούνται μέσα στην παρουσία του Θεού και έξω από όλα και μέσα σε όλα είναι παρών ο Θεός και τα ερευνά και τα περιβάλλει και τα βλέπει και τα ελέγχει. Όλα. Τα πλέον άγνωστα και απόκρυφα και μυστηριώδη. Δεν υπάρχει μέρος και πράγμα έξω από την παρουσία του Θεού. Το θεϊκό μάτι και αυτί και χέρι τα συλλαμβάνει όλα και τίποτε δεν του ξεφεύγει. Όπως λέει η Γραφή· «οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ» (Εβρ. δ’ 13). Τα βάθη των καρδιών μας και αυτά φανερά στο Θεό είναι, αφού εκείνος «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς». β) Ο Θεός είναι παντογνώστης Φυσικά, αφού είναι πανταχού παρών, γνωρίζει και τα πάντα, όπως παραπάνω είπαμε, είναι επομένως και παντογνώστης. Γνωρίζει τα πάντα όχι ως παρελθόντα ή ως μέλλοντα, αλλά πάντα ως παρόντα. Γιατί; Διότι ο Θεός είναι άχρονος και χρόνος για το Θεό δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, παρά μόνο παρόν. Δεν υπάρχει για το Θεός χθες και αύριο, παρά μόνο σήμερα. Έτσι τα γνωρίζει όλα ως παρόντα, σαν να γίνονται τώρα και αυτά που έγινα πριν αιώνες και αυτά που θα γίνουν στο απώτερο, το απροσδιόριστο μέλλον. Δηλαδή τα γνωρίζει ο Θεός όλα αχρόνως, τελείως και αμέσως. «Ἁπλῶς καθορᾷ τά τε ἐνεστῶτα, τά τε παρελθόντα καί τά μέλλοντα, πρίν γενέσως αὐτῶν» και προτού να γίνουν, «ἀθρόως τά πάντα καί ἕκαστον ἐν μέρει (όλα μαζεμένα και το καθένα χωριστά) μιᾷ προσβολῇ προβλέπει», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Με μια ματιά συγχρόνως, όλα μαζί τα συλλαμβάνει και τα βλέπει. γ) Ο Θεός είναι αιώνιος Άλλη αυτή η ιδιότητα του Θεού η αιωνιότητα, ή καλύτερα η αϊδιότητα. Δηλαδή ο Θεός δεν περιορίζεται από χρόνο, μέσα σε 100 ή 1000 ή εκατομμύρια χρόνια. Ο Θεός είναι έξω από το χρόνο και υπεράνω του χρόνου, κύριος και εξουσιαστής του χρόνου. Γι’ αυτό και άχρονος, χωρίς χρόνο, και αΐδιος, πάντα ο ίδιος και αμετάβλητος λέγεται, χωρίς να μεταβάλλεται και να αλλάζει. Πάντοτε ο ίδιος, αγέραστος και ατελεύτητος. Δεν έχει αρχή, δεν έχει και τέλος. Αυτό θα πει αιώνιος και κυρίως αΐδιος. Και το μεν αιώνιος σημαίνει εκείνον, που έχει αρχή
18
αλλά δεν έχει τέλος. Οι Άγγελοι και οι άνθρωποι είναι αιώνιοι, διότι έλαβαν αρχή, κάποτε, ενώ δεν υπήρχαν, έλαβαν ύπαρξη και δημιουργήθηκαν. Δεν έχουν όμως τέλος. Είναι ατελεύτητοι. Το αΐδιος θα πει πάντα ο ίδιος και ως προς το χρόνο, ούτε αρχή είχε ούτε τέλος έχει. Ως προς δε την ουσία, σημαίνει πως δεν αλλάζει ποτέ, παρά μένει πάντα ο ίδιος και αμετάβλητος. Τούτο εννοεί και ο ψαλμωδός, όταν λέγει στους ψαλμούς του· «κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτοὺς καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν» (Ψαλμ. ρα΄ 26-28). Και στον πθ’ ψαλμό (2-4). «πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ. μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ εἶπας· ἐπιστρέψατε υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί». Δηλαδή ο χρόνος εκμηδενίζεται εμπρός στο Θεό και δεν έχει καμία σημασία και επίδραση σε αυτόν. Όπως είναι έξω τόπου με την απανταχού παρουσία του ο Θεός, παρομοίως είναι και έξω χρόνου με την αιωνιότητά του. Γι’ αυτό και στην Αποκάλυψη λέγεται ο Θεός πως είναι «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος» (Αποκ. α΄ 4). Δηλαδή εκείνος που υπάρχει και εκείνος που ανέκαθεν υπήρχε και εκείνος που πάντοτε θα υπάρχει και θα έρχεται για να επιβλέπει και να κρίνει τον κόσμο. Μέσα στην ιδιότητα και την έννοια του αϊδίου υπάρχει και το αναλλοίωτος του Θεού. Με μία φράση το υποδηλώσαμε και πρωτύτερα. Τώρα το εξηγούμε σαφέστερα. δ) Ο Θεός είναι αναλλοίωτος Δεν αλλάζει ποτέ. Δε γίνεται, δεν είναι δηλαδή δυνατόν να γίνει από αθάνατος θνητός. Από αγαθός κακός. Από δίκαιος άδικος. Από εύσπλαχνος σκληρός, και απάνθρωπος από φιλάνθρωπος που είναι. Ούτε μπορούμε να εννοήσουμε σφάλμα στο Θεό και να πούμε, έσφαλε μεν ο Θεός, αλλά και μετανόησε. Επομένως άλλαξε γνώμη και διάθεση και τακτική. Μένει πάντοτε ο αυτός, ο ίδιος, και ως προς το χρόνο και ως προς την ουσία και αγιότητά του. Η Αγία Γραφή μιλά για το αναλλοίωτο του Θεού και μας το παρουσιάζει, όταν λέει με το στόμα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, ότι στο Θεό, τον Πατέρα των φώτων «οὐκ ἔνι παραλλαγή ἤ τροπῆς ἀποσκίασμα» (Ιακ. α΄ 17). Δεν υπάρχει ούτε μεταβολή στις σκέψεις και αποφάσεις του, ούτε τροποποίηση και αλλαγή στην κίνηση, σαν και αυτή που γίνεται με τη σκιά των πραγμάτων, που κινείται και αλλάζει και αυτή ανάλογα με τις κινήσεις του ήλιου και της σελήνης. Αναλλοίωτος μένει ο Θεός. Επίσης και στον ψαλμό 101 (στίχ. 26, 27), όπως αναφέρουμε και παραπάνω.
19
Θα πείτε ίσως. Είναι αναλλοίωτος ο Θεός και σε τίποτε δεν αλλάζει; Μα πώς τότε δεν είναι ο ίδιος στον κακό, όπως είναι στον καλό; Πώς τον κακό άνθρωπο τον οργίζεται και τον τιμωρεί, τον καλό όμως τον ευνοεί και τον ευλογεί; Να που είναι διαφορετικός στον ένα και διαφορετικός στον άλλο. Έπειτα πώς, όταν μετανοήσουμε εμείς οι αμαρτωλοί, μετανοεί και Εκείνος και δε μας τιμωρεί, όπως απαιτεί η δικαιοσύνη του; Πώς είπε πριν από τον κατακλυσμό πως μετανόησε, γιατί έφτιαξε τον άνθρωπο πάνω στη γη, αφού τόση εξαχρείωση παρουσίασε, και μετά τον κατακλυσμό πάλι είπε πως δε θα καταστρέψει τον κόσμο άλλη φορά με κατακλυσμό; (Γεν. στ΄ 6, 7, η΄ 21, θ΄ 11). Πάλι στην περίπτωση της Νινευή είπε στον προφήτη Ιωνά, πως θα καταστρέψει όλη την πόλη, έπειτα όμως, όταν οι Νινευίτες μετανόησαν, μετανόησε και ο Θεός και δεν τους κατάστρεψε; (Ιωνά γ΄ 10). Να λοιπόν που αλλάζει ο Θεός και μεταβάλλεται. Να που αλλάζει αισθήματα, αποφάσεις, γνώμες και πράξεις. Πού είναι, λοιπόν, το αμετάβλητο και αναλλοίωτο του Θεού; Η απάντηση που δίνουμε στην απορία αυτή είναι τούτη. Πράγματι ο Θεός ποτέ δεν αλλάζει, αλλά μένει αναλλοίωτος σε όλα του. Η αντίληψη αυτή, ότι ο Θεός αλλάζει, είναι γνώμη και αντίληψη ανθρώπινη. Εμείς οι ατελείς άνθρωποι, που διαρκώς αλλάζουμε γνώμες και αισθήματα, εκλαμβάνουμε και του Θεού τις ενέργειες ως μεταλλαγή. Όπως αποδίδουμε στον Θεό μάτια και χέρια και πόδια, ενώ εμείς έχουμε τέτοια, όχι όμως και ο Θεός, έτσι τα δικά μας παθήματα και τις δικές μας αλλαγές τις αποδίδουμε και στο Θεό. Ως προς το ζήτημα τούτο παρατηρεί και η Αγία Γραφή, ότι «οὐχ ἄνθρωπός ἐστι τοῦ μετανοῆσαι αὐτός (ο Θεός)», αλλά μένει σταθερός και αμετάβλητος σε αυτά που αποφάσισε και είπε πως θα πράξει, «μή δυνάμενος ἀρνήσασθαι ἑαυτόν» (Α΄ Βασιλ. ιε΄ 29 και Β΄ Τιμόθ. β΄ 13). ε) Ο Θεός είναι παντοδύναμος Δηλαδή άπειρη είναι η δύναμή του. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει μια κάποια δύναμη. Η δύναμή του όμως αυτή είναι μικρή, όσο μεγάλη και αν φαίνεται, είναι περιορισμένη. Του Θεού όμως η δύναμη είναι απεριόριστη και ο Θεός τα πάντα μπορεί, όσο δύσκολα και αδύνατα και αν φαίνονται. Αυτό θα πει παντοδύναμος. Θα πει και παντοκράτορας, δηλαδή κρατεί στα χέρια του και εξουσιάζει τα πάντα, τα επουράνια και τα επίγεια. Η άπειρη δύναμη του Θεού, δηλαδή η παντοδυναμία του, φαίνεται στη δημιουργία του κόσμου, τον οποίο δημιούργησε με μόνο το λόγο του. Φαίνεται, ακόμη πιο πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου, ο οποίος παρότι έπεσε στην εξουσία του σατανά με την αμαρτία του και καταδικάστηκε σε αιώνια κόλαση, Εκείνος τον έσωσε, καταργώντας το θάνατο, καταπατώντας το διάβολο με τη σταύρωση και την ανάσταση του ενανθρωπήσαντος Υιού του. Φαίνεται ακόμη και σε πολλά θαύματα που κάνει χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου και τα οποία με θαυμασμό και έκπληξη βλέπει και
20
παρακολουθεί ο άνθρωπος. Τότε αναφωνεί· «μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου» και λέει το του Ευαγγελίου· «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά ἐστί παρά τῷ Θεῷ» (Ματθ. ι΄ 27). Η Αγία Γραφή σε πολλά μέρη κάνει λόγο για τη παντοδυναμία του Θεού. Με μεγάλο θαυμασμό και βαθιά ευλάβεια λέει ο πολύαθλος Ιώβ προς το Θεό· «Οἶδα (γνωρίζω) ὅτι πάντα δύνασαι· ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν». Όλα σου είναι δυνατά, Θεέ μου, και τίποτε δεν σου είναι αδύνατο (Ιώβ μβ΄ 2). Ο αρχάγγελος Γαβριήλ λέει προς την Παρθένο την ημέρα του Ευαγγελισμού της προκειμένου να δώσει απάντηση στην απορία της πώς, ενώ αυτή είναι παρθένος, θα γεννήσει υιό. «Οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (κάθε πράγμα, όσο μεγάλο και δύσκολο και αν φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων, στο Θεό δύσκολο δεν είναι) (Λουκ. α΄ 37). Ο προφήτης Ησαΐας για να παραστήσει την παντοδυναμία του Θεού ρωτά· «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί; τίς ἔστησε τὰ ὄρη σταθμῷ καὶ τὰς νάπας ζυγῷ;» (Ης. μ’ 12). Δηλαδή· Ποιος με το χέρι του μέτρησε τα νερά τω ν ποταμών και των θαλασσών και όλων των ωκεανών; Ποιος μέτρησε με τη σπιθαμή του τον ουρανό και με τη χούφτα του το χώμα της γης; Ποιος έστησε με μέτρο τα βουνά της γης και με τη ζυγαριά τα απέραντα δάση της; Ποιος; Κανείς άνθρωπος. Μόνος ο Θεός σαν παντοδύναμος. Για να μας δείξει, τέλος, η Αγία Γραφή την απεριόριστη δύναμη του Θεού τον ονομάζει, όπως είπαμε, και Παντοκράτορα, όπως και εμείς στο Πιστεύω μας λέμε, ότι πιστεύουμε σε «πατέρα, παντοκράτορα», τον αποκαλεί φοβερό, ισχυρό, εξουσιαστή, πάσης δυνάμεως δυνάστη και με πολλά άλλα χαρακτηριστικά παριστάνει παντοδύναμο το Θεό. Δηλαδή στον άνθρωπο πολλά, όλα σχεδόν αδύνατα. Στο Θεό τίποτε, αλλά τα πάντα δυνατά. Θα ρωτήσει κανείς και εδώ· δεν υπάρχει κάτι που να είναι αδύνατο στο Θεό; Υπάρχει. Ποιο; Το ψεύδος και η αμαρτία. Ο Θεός δεν μπορεί να αμαρτήσει, όπως αμαρτάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός δεν μπορεί να πει το ψεύδος, όπως το λέει ο διάβολος και κατά παρακίνηση του διαβόλου και εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του και να πει πως δεν είναι αληθινός και άγιος Θεός και κύριος του παντός. Το λέει ρητώς η θεία Γραφή· «ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν» (Εβρ. στ΄ 18) και ο Θεός «πιστός μένει· ἀρνήσασθαι ἑαυτόν οὐ δύναται» (Β΄ Τιμ. β΄ 13)· δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του και να πει· δεν υπάρχω. Να πούμε όμως και τούτο· ναι μεν ο Θεός πάντα δύναται, αλλά κάνει όσα θέλει. Δεν μπορεί να κάνει το κακό, διότι δεν το θέλει το κακό. Θέλει μόνο το αγαθό. Γι’ αυτό πάντα μόνο το καλό κάνει, και όπως το λέει ο άγιος Δαμασκηνός· «Ὁ Θεός μέν ὅσα θέλει δύναται, οὐχ ὅσα δέ δύναται θέλει· δύναται γάρ ἀπολέσαι τόν κόσμον, οὐ θέλει δέ». Ο Θεός δηλαδή μπορεί να καταστρέψει τον κόσμο, αλλά δεν θέλει, και γι’ αυτό δεν τον καταστρέφει. στ) Ο Θεός είναι πάνσοφος
21
Η ιδιότητα αυτή του Θεού, η θεία πανσοφία είναι αχώριστη από τη θεία παγγνωσία και προέκταση αυτής, είναι, ας πούμε, «η ηθικοπρακτική πλευρά της θείας παγγνωσίας». Τι είναι τώρα η θεία πανσοφία; Είναι η ιδιότητα που έχει ο Θεός να βρίσκει και ορίζει τα άριστα και τέλεια μέσα προς επιτυχία των αρίστων σκοπών. Υπάρχει άνθρωπος σοφός, όπως ο Θεός; Κανείς. Ούτε άνθρωπος ούτε Άγγελος. Η Αγία Γραφή ονομάζει το Θεό «μόνον σοφόν» (Α΄ Τιμ. α΄ 17). Στην προς Κολασσαείς· «ἐν ᾧ (στο Θεό δηλαδή) πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» υπάρχουν (Κολασ. β΄ 3). Ο σοφός Σολομών λέει· ότι «ὁ Θεός τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τήν γῆν, ἡτοίμασε δέ οὐρανούς φρονήσει» (Παροιμ. γ΄ 19). Ο Δαβίδ γεμάτος θαυμασμό προς τα έργα του Θεού ανακράζει· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. ργ΄ 24). Τέλος ο απόστολος Παύλος αναφωνεί· «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ. ια΄ 33, 34). Με άλλα λόγια· Τι μέγα και ασύλληπτο που είναι τι βάθος της σοφίας και της γνώσεως του Θεού, με την οποία οδηγούνται όλα στον άριστο σκοπό τους! Τι πλούτος που είναι η γνώση του Θεού! Πόσο ανεξερεύνητοι είναι για μας τους ανθρώπους οι κρίσεις και αποφάσεις του Θεού! Ποιος ποτέ γνώρισε τι σκέπτεται ο Θεός; Ποιος ποτέ μπήκε στο νου και τη σκέψη του Θεού, για να γνωρίσει τις αποφάσεις του; Ποιος έγινε σύμβουλος και καθοδηγός του; Κανείς. Διότι όλοι είναι άσοφοι και μωροί και μόνος ο Θεός είναι σοφός και συνετός. Είναι αλήθεια, ότι η πανσοφία του Θεού φαίνεται στα έργα της δημιουργίας του, τα μεγάλα και τα μικρά, και στα πιο μικρά, τα ελάχιστα ακόμη. Κυρίως όμως φαίνεται στον τρόπο, με τον οποίο έσωσε τον αμαρτωλό άνθρωπο. Συνδύασε τη δικαιοσύνη και την αγάπη του στη σταυρική θυσία του Θεανθρώπου Υιού του και έτσι έσωσε τον κόσμο. Άριστο μέσο προς άριστο σκοπό. Γι’ αυτό και ο απόστολος ονομάζει «πολυποίκιλη» τη σοφία του Θεού· «ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Εφες. γ΄ 10). Με τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο έσωσε ο Θεός τον αμαρτωλό άνθρωπο γνωρίζεται και στους Αγγέλους ακόμη η σοφία του Θεού, που είναι πολυποίκιλος και εφευρετική. Εμφανίζεται με πολλές μορφές και με πολλά μέσα. Στους σκοπούς, τα μέσα και τα σχέδια της θείας σοφίας «ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακῦψαι» (Α΄ Πέτρ. α΄ 12). Έκπληκτοι στέκουν οι Άγγελοι του Θεού και θαυμάζοντας τα μέσα και τα σχέδια του Θεού, με τα οποία οδηγεί στη μετάνοια και σωτηρία τους ανθρώπους, επιθυμούν να τα βλέπουν, να τα παρακολουθούν, να εγκύπτουν σε αυτά, για να διδάσκονται και εννοούν ποια, πόσο βαθιά και εφευρετική είναι η σοφία του Θεού. Αυτή είναι η πανσοφία του Θεού και αυτό θα πει ο Θεός είναι Πάνσοφος.
22
ζ) Ο Θεός είναι άγιος Άγιος και Πανάγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος. Τι θα πει, ο Θεός είναι άγιος; Θα πει, ότι ο Θεός είναι ελεύθερος και καθαρός από κάθε ηθική ατέλεια. Ότι είναι ξένος προς κάθε αμαρτία. Ότι μισεί και αποστρέφεται το κακό, το πονηρό και φαύλο και αγαπά μόνο το αγαθό και δίκαιο. Από αυτά βγαίνει ότι ο Θεός και θέλει και πράττει πάντοτε το αγαθό. Σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής εξαίρεται η αγιότητα του Θεού και λέγεται ο Θεός άγιος και πηγή αγιότητας. Ο προφήτης Ησαΐας είδε τους Αγγέλους να τριγυρίζουν το θρόνο του Θεού και να του ψάλλουν· «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαββαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ησ. στ΄ 3). Ο ίδιος ο Θεός ονομάζει τον εαυτό του άγιο και καλεί και τους ανθρώπους να γίνουν άγιοι, κατά το παράδειγμα το δικό του· «Ἅγιοι γίνεσθε, λέει, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγώ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευΐτ. ιθ΄ 2). Ο απόστολος Πέτρος την ίδια πρόσκληση απευθύνει σε εμάς τους Χριστιανούς και μας λέει· «κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» (Α΄ Πέτρ. α΄ 15). Πρέπει δε να πούμε, ότι λέγονται μεν και οι Άγγελοι άγιοι, υπάρχουν δε και άνθρωποι άγιοι, και γίνονται άγιοι με την χάρη του αγίου Θεού. Αλλ’ η αγιότητα, Αγγέλων και ανθρώπων, είναι μια ωχρά σκιά μπροστά στην αγιότητα του Θεού. Αυτή είναι πλήρης, απόλυτη και ασύγκριτη, γι’ αυτό και η αγιότητα του Θεού είναι και πηγή αγιότητας και για τα πλάσματα του Θεού. Επομένως κανείς, κανείς άγιος όπως είναι ο Θεός. Το λέει ρητώς η Γραφή· «οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου.» (Α΄ Βασιλ. β΄ 2). Από μικροί συνηθίσαμε στην προσευχή μας να αποκαλούμε το Θεό άγιο· «Άγιος ο Θεός, λέμε, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος· ελέησον ημάς». Στην εκκλησία ψάλλουμε· «Ἅγιος Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν· ὑψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν καί προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αυτόῦ, ὅτι ἅγιός ἐστιν». η) Ο Θεός είναι δίκαιος Από την αγιότητα πηγάζει και η δικαιοσύνη του Θεού. Στοιχείο απαραίτητο της αγιότητας η δικαιοσύνη. Ο Θεός είναι δίκαιος, διότι είναι άγιος. Μεγάλο κακό είναι το άδικο, η αδικία. Αφού δε ο Θεός μισεί και αποστρέφεται το κακό και ποτέ δεν το ανέχεται, γι’ αυτό είναι και δίκαιος και δεν ανέχεται την αδικία. Για αυτό λέει και η θεία Γραφή· «δίκαιος Κύριος, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.» (Ψαλμ. ι΄ 7). Ακόμη, ότι ο Θεός είναι «κριτής δίκαιος καί ἰσχυρός» και «δίκαιος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ», δίκαιος σε όλες του τις κρίσεις, σε όλες του τις αποφάσεις, δίκαιος σε όλα του τα έργα. Γι’ αυτό και «κρινεῖ (θα κρίνει) τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καί λαούς ἐν εὐθύτητι» (Ψαλμ. ζ΄ 11, ι΄ 8). Έχει δε δύο όψεις και πλευρές η δικαιοσύνη του Θεού. Η πρώτη, ότι ο Θεός είναι δίκαιος νομοθέτης. Δεν θέτει στους ώμους των ανθρώπων φορτία βαριά και δυσβάστακτα. Δίνει νόμους στους ανθρώπους και
23
οι νόμοι του είναι σοφοί και δίκαιοι. Δεν ζητεί υπέρογκα πράγματα. Ζητεί δυνατά και ελαφρά και ωφέλιμα. Δίκαιος Θεός, δίκαιοι νόμοι. Είναι έπειτα και δίκαιος κριτής. Η δεύτερη πλευρά της δικαιοσύνης του. Παρακολουθεί, εποπτεύει, εξελέγχει τις πράξεις και τα έργα των ανθρώπων. Κρίνει δίκαια όλα αυτά, δίκαια και αντικειμενικά και αμερόληπτα. Δεν χαρίζεται σε κανένα. Κρίνει τον άνθρωπο κατά τα έργα του. Τιμωρεί τον κακό και άδικο. Αμείβει όμως και προστατεύει τον καλό και δίκαιο. Στον κόσμο τούτο πολλές φορές ενεργεί η δικαιοσύνη του Θεού, και δίκαια κρίνει και δίκαια αποφασίζει και αποδίδει δικαιοσύνη, είτε με καταδίκη του κακού είτε με ανταμοιβή του αγαθού. Στην άλλη ζωή όμως θα θριαμβεύσει πέρα ως πέρα η δικαιοσύνη του Θεού, θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του αξίζει. «Κατά τά ἔργα», όπως είπαμε, και «κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ». Στον αγαθό και ενάρετο τη χαρά της αιωνίου ζωής. Στον κακό την αιώνια κόλαση. Έτσι θα αποκαταστήσει την ηθική τάξη και αρμονία στον κόσμο. θ) Ο Θεός είναι αγαθός, πανάγαθος Ο Θεός είναι αγαθός και μάλιστα πανάγαθος. Τούτο ακριβώς διότι είναι αγάπη. Η αγάπη ως εξωτερίκευση και πρακτική εκδήλωση προς τα δημιουργήματά του είναι η αγαθότητα του Θεού. Ο Θεός είναι αγαθός διότι αγαπά, είναι όλος αγάπη, όπως και στην περί αγάπη του Θεού παράγραφο είπαμε. Επειδή είναι αγαθός ο Θεός, εκδηλώνει και σκορπίζει σε όλο τον κόσμο, σε όλα τα δημιουργήματά του τα αγαθά του και ακριβώς αγαθότητα αυτό θα πει, ότι ο Θεός έχει όλα τα αγαθά —υλικά και πνευματικά— δικά του και στη διάθεση και εξουσία του. Ακόμη αγαθότητα είναι η ιδιότητα και αρετή του Θεού τα αγαθά του να μην τα κρατά για τον εαυτό του. Αισθάνεται χαρά, ευφροσύνη, αγαλλίαση ο Θεός να δίνει, να ευεργετεί και να δίνει, να δίνει, χωρίς να τσιγκουνεύεται, να μοιράζει πλούσια τα αγαθά του σε όλα μεν τα δημιουργήματά του, ιδιαιτέρως όμως στους ανθρώπους, σε όλους τους ανθρώπους. Στους πιστούς και αγαθούς. Αλλά και στους αδίκους και αμαρτωλούς. Δεν έχει προτιμήσεις και δεν κάνει διακρίσεις. Όπως το είπε ο Κύριος στο Ευαγγέλιό του. Είπε, ότι ο Θεός είναι τόσο ευσπλαχνικός προς όλους, ώστε «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.» (Ματθ. ε΄ 45). Χορηγεί η αγαθότητα του Θεού πλούσια τα αγαθά του στον κόσμο, για να κάνει ευτυχισμένα όλα τα πλάσματά του, ιδιαιτέρως τους ανθρώπους. Να τους καθιστά ευτυχισμένους και στην παρούσα επίγεια ζωή. Ασυγκρίτως όμως στη μέλλουσα αιώνια ζωή, όπου τους καλεί να γίνουν μέτοχοι της δικής του θείας μακαριότητας και ζωής. Προς τούτο τους χορηγεί πλούσια τα πνευματικά του αγαθά, την πίστη, την προσευχή, την αλήθεια και γνώση του αγίου του Ευαγγελίου, τη χάρη των αγίων του μυστηρίων. Η Αγία Γραφή σε πολλά μέρη της διακηρύττει την αγαθότητα και ευσπλαχνία του Θεού. Λέει στους ψαλμούς· «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ
24
πολυέλεος·» (Ψαλμ. ρβ΄ 8). Για αυτό απευθύνεται στο Θεό ο προφήτης και λέει· «ἀνοίγεις σὺ τὰς χεῖράς σου καὶ ἐμπιπλᾷς (γεμίζεις και χορταίνεις) πᾶν ζῷον εὐδοκίας.» (Ψαλμ. ρμδ΄ 16). Δίνεις όλα τα αγαθά σου με το παραπάνω, με απλοχεριά. Ανοίγεις το ευσπλαχνικό χέρι σου και τα σκορπίζεις σε όλα τα ζωντανά τα πλούσια αγαθά σου. Γιατί; Για να έχουν άφθονα τα μέσα της συντήρησής τους. Γι’ αυτό «πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον. δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν» (Ψαλμ. ργ΄ 27, 28). Και «χρηστός (ευεργετικός) ὁ Κύριος τοῖς σύμπασι καί οἱ οἰκτιρμοί αὐτοῦ ἐπί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ», διότι «ὁ Θεός (είναι) ὁ διδούς ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» (Πράξ. ιζ΄ 25), όλα τα αγαθά του σε όλη τη δημιουργία. Σε όλη και σε όλους, ιδιαιτέρως στους πτωχούς, τους πένητες· «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ (η καλοσύνη του) μένει εἰς τόν αἰῶνα». Όπως κάνει ο Θεός, κάνουν και του Θεού οι αγαθοί άνθρωποι. Οι λόγοι αυτοί του ψαλμωδού αναφέρονται και στους αγαθούς και πονετικούς ανθρώπους. Η αγαθότητα αυτή του Θεού, που τόσο πλούσια εκδηλώνεται σε όλα τα κτίσματά του, ιδιαιτέρως διατρανώνεται στον άνθρωπο, για να τον προστατεύει σε όλες τις ανάγκες και τις θλίψεις της ζωής του, όλως ιδιαιτέρως δε στο να τον σώσει από την αμαρτία, το ηθικό τούτο κακό, και πανευτυχή να τον οδηγήσει στον Παράδεισο. Γι’ αυτό ο Θεός, καθώς ο ίδιος ο Κύριος το λέει· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ιωάν. γ΄ 16). Η εξιλαστήρια αυτή θυσία του Υιού του είναι η πιο τρανή και συγκινητική εκδήλωση και απόδειξη της αγάπης, της αγαθότητας, της ευσπλαχνίας του Θεού προς τον άνθρωπο. ι) Ο Θεός είναι πιστός και αληθινός Αυτά θα πουν: Ο Θεός την αλήθεια πάντοτε κατέχει, την αλήθεια ή καλύτερα, αυτός είναι η αλήθεια και την αλήθεια αγαπά και την αλήθεια προς όλους λέει. «Ὁ λόγος ὁ σός ἀλήθειά ἐστί», δεν είπε ο Κύριος στον Πατέρα του κατά την αρχιερατική του προσευχή; Πιστός, πιστότητα πάλι θα πει, ότι ο Θεός μένει πάντα πιστός στο λόγο του και καθετί, που λέει και υπόσχεται, το κάνει, το πραγματοποιεί με μεγάλη τάξη και ακρίβεια τέλεια. Εκείνος αλήθεια και ο λόγος του είναι αλήθεια και κάθε υπόσχεσή του βγαίνει αληθινή, διότι την εκτελεί. Οι άνθρωποι συνήθως ψεύδονται και αθετούν τους λόγους και τις υποσχέσεις τους. Ο Θεός όμως πάντοτε «πιστός μένει». Λέει η Γραφή· «γενέσθω δέ ὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δ’ ἄνθρωπος ψεύστης». Ονομάζεται «ὁ ἀψευδής Θεός», ο «Θεός τῆς ἀληθείας», ότι ο λόγος του «εἶναι ἀλήθεια» και ότι «ἡμεῖς (οι άνθρωποι) ἐάν ἀπιστοῦμεν (αθετούμε το λόγο μας και παραβαίνουμε τις υποσχέσεις μας), ἐκεῖνος πιστός μένει». Ακριβώς και γι’ αυτόν το λόγο εμείς οι άνθρωποι πρέπει να έχουμε όλη μας την εμπιστοσύνη στους λόγους και τις υποσχέσεις του
25
Θεού. Απόλυτα να πιστεύουμε, ότι καθετί που μας υπόσχεται (τον άρτο τον επιούσιο, τη συγχώρεση των αμαρτιών μας, εφόσον μετανοούμε, την ουράνιο βασιλεία του, εφόσον την ποθούμε και εκτελούμε με προθυμία το άγιο θέλημά του) θα μας τα δώσει. Αν μας φαίνεται κάποτε πως αργεί να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, να αναμένουμε με υπομονή και ελπίδα, διότι οπωσδήποτε θα τις εκπληρώσει, πάντοτε όμως στον κατάλληλο καιρό, για να έχουμε ωφέλεια και όχι βλάβη. Ότι όπως ο Θεός ο Πατέρας μας είναι πιστός στο λόγο του και σε όλα του αληθινός, παρομοίως και εμείς τα παιδιά του σε όλα μας να είμαστε πιστοί και δίκαιοι και αληθινοί. Β. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και όπως λέει και το Σύμβολο της Πίστεως, ο Θεός είναι ο ποιητής «ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Περί μεν των ορατών, για όσα δηλαδή βλέπονται, κάναμε λόγο στο παραπάνω άρθρο. Πρέπει τώρα να πούμε ότι ο Θεός είναι δημιουργός και των αοράτων. Εκείνων δηλαδή τα οποία δεν φαίνονται. Ποια δε είναι αυτά; Είναι πρωτίστως και κυρίως οι άγγελοι, τόσο οι καλοί, οι άγιοι άγγελοι, όσο και οι κακοί, οι πονηροί δαίμονες. Τι είναι οι άγιοι άγγελοι; Οι άγγελοι είναι άυλα πνευματικά και αθάνατα όντα. Δεν έχουν σώμα υλικό, όπως το δικό μας ανθρώπινο σώμα, αλλά είναι πνευματικές υπάρξεις, γι’ αυτό και δεν φαίνονται, όπως δεν φαίνεται και η ψυχή μας, που είναι και αυτή πνεύμα. Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν από το Θεό προτού να δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος. Αυτό εξάγεται από τους λόγους του Θεού, που είπε στον Ιώβ· «ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου» (Ιώβ λη’ 7). Όταν δηλαδή δημιούργησα τα αναρίθμητα άστρα, οι άγγελοι, τους οποίους είχα δημιουργήσει πρότερα, είδαν με απέραντο θαυμασμό τη δημιουργία του υλικού κόσμου και με δοξολόγησαν και με μεγάλυναν. Ότι δε είναι και οι άγγελοι δημιουργήματα του Θεού, το λέει ρητώς η Αγία Γραφή. Διά του Χριστού, λέει, «ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ. α’ 16). Θρόνοι δε και κυριότητες και αρχές και εξουσίες είναι ονόματα που έχουν τα αγγελικά τάγματα. Ως άυλα πνευματικά όντα οι άγγελοι μετακινούνται και μεταβαίνουν εύκολα από τον ένα τόπο στον άλλο, δεν είναι όμως πανταχού παρόντες, όπως ο Θεός, διότι είναι και αυτοί δημιουργήματα του Θεού με περιορισμένες ικανότητες. Η δύναμή τους είναι πολύ, ασυγκρίτως μεγαλύτερη από τη δύναμη του ανθρώπου, υπολείπεται όμως απείρως από την παντοδυναμία του Θεού. Είναι και η γνώση τους μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη από τη γνώση των ανθρώπων, δεν μπορεί όμως να συγκριθεί με την παγγνωσία του Θεού. Η θέλησή τους
26
δοκιμάσθηκε, όταν επαναστάτησε κατά του Θεού ο εωσφόρος, και διά της θείας χάριτος στερεώθηκε πλέον και κλίνει πάντοτε προς το καλό. Γι’ αυτό δε λέγονται και άγιοι άγγελοι. Μερικές φορές, όταν ο Θεός έκρινε, έχουν αποσταλεί σε ανθρώπους αγίους για να τους φανερώσουν το θέλημα του Θεού. Τότε πήραν μορφή νέου ανδρός, φέροντας ενίοτε πτέρυγες, και μίλησαν με ανθρώπινη φωνή, διότι διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να ανακοινώσουν στους ανθρώπους το θείο θέλημα. 1. Ποιο είναι το έργο των αγγέλων; Το λέει το όνομά τους. Άγγελος σημαίνει αγγελιαφόρος, εκείνος που φέρει μια αγγελία και μάλιστα καλή, χαρμόσυνη αγγελία. Λοιπόν, τα ουράνια πνεύματα λέγονται Άγγελοι, διότι αγγέλλουν, μεταφέρουν στους ανθρώπους καλές ειδήσεις και προστάγματα και παραγγελίες του Θεού, για το καλό, για τη σωτηρία των ανθρώπων, Γι’ αυτό και στην προς Εβραίους επιστολή ονομάζονται «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Εβρ. α’ 14). Γι’ αυτό και παρουσιάζονται με μορφή και φωνή ανθρώπου και μάλιστα ευσταλούς νεανίου προς καθοδήγηση και εξυπηρέτηση των ανθρώπων, ο Ραφαήλ στον Τωβία, ο Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή, ο Γαβριήλ στον Ζαχαρία και την υπεραγία Θεοτόκο κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού της, ο άγνωστος Άγγελος στους ποιμένες της Βηθλεέμ, το «πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου» κατά τη νύκτα της Γεννήσεως του Σωτήρος, «αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β’ 12-14). Ομοίως και κατά την Ανάσταση στις Μυροφόρες, και Άγγελοι πάλι κατά την Ανάληψη στο όρος των Ελαιών, για να γνωρίσουν στους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, ότι πάλι, με την ίδια δόξα της αναλήψεώς του, θα έλθει ο Κύριος Ιησούς κριτής τότε ζώντων και νεκρών. Σε πολλά άλλα ιερά πρόσωπα Άγγελοι παρουσιάζονται προστάτες και υπερασπιστές τους, είναι δε και της αγίας μας Εκκλησίας σταθερό δίδαγμα, που βγαίνει από την ίδια την Αγία Γραφή, ότι κάθε πιστός έχει και τον Άγγελο φύλακά του και όχι μόνο κάθε άνθρωπος και μάλιστα Χριστιανός, αλλά και κάθε πόλη και χώρα. Γι’ αυτό και καθημερινή είναι η δέηση της Εκκλησίας μας προς το Θεό να δίνει στον καθένα μας «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών». Δεν πρέπει να παραλείψουμε και εκείνο που είπε ο Κύριος στα ιερά Ευαγγέλια, ότι «χαρὰ γίνεται (στον ουρανό) ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε’ 10). Ακόμη ότι «οἱ ἄγγελοι αὐτῶν (των μικρών, των μικρών παιδιών, αλλά και των απλοϊκών ανθρώπων) ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη’ 18). Επομένως από την Αγία Γραφή προέρχεται η αλήθεια περί προσωπικού του καθενός μας φύλακα Αγγέλου. Αυτά μεν ως προς το έργο των Αγγέλων προς
27
εμάς τους επί γης ανθρώπους. Αλλ’ ως προς τον Θεό ποια η αποστολή και το έργο των Αγγέλων; Είναι έργο ασυγκρίτως ανώτερο και τελειότερο από εκείνο που κάνουν σε εμάς. Είναι η ακατάπαυστη δοξολογία και αίνεση και προσκύνηση του θείου μεγαλείου, της δόξας και μακαριότητας του Θεού, πράγμα, το οποίο καθιστά και τους ίδιους τους Αγγέλους μακάριους και ένδοξους. Όσο δηλαδή περισσότερο βλέπουν και κατανοούν και υμνούν και δοξάζουν οι Άγγελοι το μεγαλείο του Θεού, τόσο και αγιότεροι, πνευματικότεροι και μακαριότεροι αποβαίνουν και αυτοί, ώστε το ύψιστο τούτο έργο του αποβαίνει και στη δική τους τελείωση και δόξα και λαμπρότητα. Γ΄ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 1. Ο άνθρωπος γενικώς ως δημιούργημα Στο έργο της θείας δημιουργίας και στο μέσο αυτού ως κρίκος, που συνδέει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, στέκει ο άνθρωπος. Αυτός αποτελεί την κατακλείδα και το επιστέγασμα των θείων δημιουργημάτων και την κορωνίδα της επιγείου δημιουργίας. Έτσι ο άνθρωπος με το σώμα του, που είναι γήινο και υλικό, συνδέεται με το φυσικό κόσμο και ως δημιούργημα ανήκει σε αυτόν. Με την ψυχή του όμως και το πνεύμα του, το ευγενέστερο τούτο στοιχείο του, που ως αξία δεν συγκρίνεται με το σώμα, συνδέεται προς τον πνευματικό κόσμο και ανήκει κυρίως σε αυτόν. Έτσι υπερέχει πολύ, τα μέγιστα υπερέχει ο άνθρωπος από τον άλλο γήινο και υλικό κόσμο. Την υπεροχή του αυτή την αποδεικνύει και ο πολύ ιδιαίτερος και εξαιρετικός τρόπος της δημιουργίας του, ενώ δηλαδή όλα τα άλλα δημιουργήματα τα έκανε ο Θεός με ένα δημιουργικό του πρόσταγμα – ένα λόγο έλεγε ο Θεός, τον λόγο «γενηθήτω», και αμέσως γίνονταν – για τον άνθρωπο χρησιμοποιεί άλλο τρόπο. Ο ίδιος ο Θεός προσωπικώς επεμβαίνει και πλάθει το σώμα από χώμα, έπειτα δε εμφυσά στο σώμα αυτό το γήινο πνοή ζωής, την ψυχή δηλαδή και καταρτίζεται ο άνθρωπος σε έμψυχο ον. Έπειτα δε και από την πλευρά του Αδάμ πλάθει την Εύα, την πρώτη γυναίκα, για να είναι της ίδιας φύσεως προς τον άνδρα και η γυναίκα. Η Γραφή λέει: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γενέσ. β’ 7). Έτσι με πολλή ευγνωμοσύνη προς τον Θεό έψαλλε κατόπιν ο προφήτης Δαβίδ· «αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καί ἔπλασάν με» (Ψαλμ. ριη’ 73). Ψάλλει πάντοτε και η Αγία μας Εκκλησία· γῆθέν μου (από τη γη, από το χώμα) τό σῶμα διέπλασας, δέδωκάς δέ μοι ψυχήν τῇ θείᾳ σου καί ζωοποιῷ ἐμπνεύσει». Οι εκφράσεις, βέβαια, αυτές της Αγίας Γραφής είναι συμβολικές και εικονικές. Θέλουν να δείξουν το στενό σύνδεσμο του ανθρώπου και προς την γη και προς τον ουρανό, το Θεό. Προς τη γη με το σώμα του, που είναι χωματένιο και προς το Θεό με την ψυχή, που αυτή είναι πνευματική και αθάνατη. Έχει, λοιπόν, υπέροχη θέση και
28
αξία μέσα στη δημιουργία ο άνθρωπος. Υπέροχη θέση έχει ο άνθρωπος μέσα στο ζωικό της γης βασίλειο. Φαίνεται η υπέροχη αυτή αξία και θέση του στον τρόπο και τα συστατικά με τα οποία πλάσθηκε, και για την ασύγκριτη αξία της πνευματικής και αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό καλεί τον καθένα μας ο ιερός Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος, και μας λέει· «Γνῶθι σεαυτοῦ τήν φύσιν, ὅτι θνητόν μέν τό σῶμα, ἀθάνατος δέ ἡ ψυχή· ἐπιμελοῦ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου». Αυτή η υπεροχή και αξία του ανθρώπου γενικώς φαίνεται και εξαίρεται και από το λόγο του προφήτη προς τον Θεό· «ἠλάττωσας αὐτὸν (τον άνθρωπο δηλαδή) βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους (λίγο κατώτερα από τους αγγέλους τον έκανες τον άνθρωπο, Θεέ μου), δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου» (Ψαλμ. η’ 6, 7). Λοιπόν, μεγάλη η αξία του ανθρώπου ως δημιουργήματος του Θεού και εξαιρετική η θέση του, ηγεμονική και κυρίαρχη λόγω της υπέροχης αυτής αξίας του μέσα στα έργα της δημιουργίας του Θεού. 2. Τα συστατικά του ανθρώπου Δύο είναι τα συστατικά, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, το σώμα και η ψυχή. Το σώμα γήινο, υλικό και φθαρτό, γι’ αυτό και θνητό. Η ψυχή πνευματική και αθάνατη και η ζωή της ποτέ δεν διακόπτεται. Η ψυχή δίνει ζωή στο σώμα, αλλά και δρα με το σώμα και με το σώμα φέρει σε πέρας τα έργα της. Το σώμα το κατώτερο, η ψυχή το ασυγκρίτως από το σώμα ανώτερο. Τούτο βεβαιώνει και ο λόγος του Κυρίου, που εξαίρει την ασύγκριτη προς το σώμα και προς όλα τα υλικά πράγματα αξία της ψυχής. «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάρκ. η’ 36, 37). Παρά ταύτα όμως το σώμα παρότι υλικό και φθαρτό προσλαμβάνει υπέροχη αξία στο Χριστιανισμό, αφού γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και φυλάσσεται σε ανάσταση και ζωή αιώνια, όταν κατά την εξανάσταση θα ενωθεί πάλι με την αθάνατη ψυχή του. Για αυτό λέει ο απόστολος· «οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ;» (Α’ Κορινθ. στ’ 19). Επομένως είναι φανερή και του σώματος η αξία, αφού τόση τιμή προσλαμβάνει, ώστε κατοικητήριο του αγίου Θεού να γίνεται. Αλλά και πόση προσοχή χρειάζεται να διατηρείται αγνό και άμωμο, αφού θα κρατεί μέσα του τον άγιο Θεό. Άγιος ο ένοικός του, άγιο και αυτό. Επιπλέον πρέπει να είναι και να μένει αγνό και άγιο, αφού παραδίδεται μεν τώρα διά του θανάτου στη φθορά, αλλά θα αναστηθεί, όπως είπαμε, σε νέα, άφθαρτη και αιώνια ζωή. Αθάνατη, λοιπόν, και θεοειδής η ψυχή, και γι’ αυτό ασύγκριτη προς τα υλικά η αξία της. Αλλά μέγιστη και του σώματος η αξία, αφού και αυτό από το Πνεύμα του Θεού εξαγιάζεται και ναός του Αγίου Πνεύματος γίνεται, και Σώμα και Αίμα Χριστού δέχεται και σε ανάσταση και αιώνια ζωή φυλάσσεται, σύμφωνα
29
και με την ομολογία της Πίστης μας· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Δ΄ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ Ο Θεός είναι τριαδικός Απ’ όσα είπαμε έως τώρα φαίνεται καθαρά, ότι ο Θεός, ως άπειρος και υπερτέλειος και αναλλοίωτος που είναι, είναι ένας, ένας και μόνος Θεός, διότι είναι αδύνατο να υπάρχουν δύο ή περισσότερα άπειρα και υπερτέλεια. Το ενιαίο, λοιπόν, της Θεότητας είναι βάση και αρχή όλων των περί Θεού αληθειών και διδαγμάτων. Κατά τη διδασκαλία όμως της Αγίας Γραφής και την πίστη της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ένας Θεός είναι τριαδικός, Αγία Τριάδα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τούτο δεν σημαίνει ότι είναι τρεις Θεοί, αλλά ένας Θεός. Ένας Θεός με τρεις υποστάσεις. Ένας Θεός σε τρία πρόσωπα διακρινόμενος και κάθε πρόσωπο, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ο όλος Θεός και όχι μέρος της μιας Θεότητας. Όλος Θεός ο Πατήρ, όλος Θεός ο Υιός, όλος Θεός το Άγιο Πνεύμα. «Μονάς κατά τήν ἑνιαίαν καί ἀδιαίρετον οὐσίαν αὐτοῦ. Τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις τάς διακρινομένας ἀλλήλων… ἀχωρίστως ὅμως συνηνωμένας καί ἀδιαιρέτους οὔσας καί μίαν καί τάς τρεῖς ἐχούσας οὐσίαν τε καί ἐνέργειαν». Ο Θεός είναι Μονάδα, ένας κατά την ενιαία και αδιαίρετη ουσία του. Ο Θεός είναι Τριάδα, η Αγία Τριάδα, ως προς τα πρόσωπα και τις υποστάσεις, που διακρίνονται η μία από την άλλη, το ένα πρόσωπο από το άλλο. Αλλά πάλι και τα τρία πρόσωπα της Θεότητας είναι αχώριστα ενωμένα μεταξύ τους και αδιαίρετα και έχουν και τα τρία την ίδια, μία και την αυτή ουσία και φύση και ενέργεια. Την ίδια γνώμη έχουν και την ίδια απόφαση παίρνουν και στην ίδια ενέργεια και πράξη προβαίνουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Όπως ψάλλει και η αγία μας Εκκλησία: «Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν». Είναι λοιπόν Μονάδα σε Τριάδα και Τριάδα σε Μονάδα. Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Άγιο Πνεύμα. Παντοδύναμος ο Πατήρ, παντοδύναμος ο Υιός, παντοδύναμο και το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με αυτά έχουμε και λέμε τακτικά και τη σύντομη και τόσο περιεκτική προσευχή· «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», ή και διαφορετικά· «Ἅγιος ὁ Θεός ὁ Πατήρ ὁ ἄναρχος, Ἅγιος Ἰσχυρός ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, Ἅγιος Ἀθάνατος τό Παράκλητον Πνεῦμα. Τριάς Ἅγία, δόξα Σοι». Προσκυνούμε «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμούσιον καί ἀχώριστον». Το δόγμα τούτο της Αγίας Τριάδας είναι «το κεφάλαιο της πίστεως», κατά το θεολόγο Γρηγόριο. Έχουν μεν και τα τρία πρόσωπα τις ίδιες ιδιότητες και όλο τον ακένωτο πλούτο και θησαυρό της Θεότητας, όπως είπαμε προηγουμένως. Αλλά κάθε πρόσωπο έχει και το ιδιάζον ως διακριτικό σε Αυτό γνώρισμα υποστατικό ιδίωμα. Δηλαδή, ο Πατήρ είναι αγέννητος. Ο Υιός γεννητός. Το Άγιο
30
Πνεύμα εκπορευτό. Τούτο θα πει, ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό από την ουσία του αϊδίως, αχρόνως και ανερμηνεύτως. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται διά του Υιού στον κόσμο. Όλα τα έργα του Θεού, τα έργα της δημιουργίας, τα έργα της αναπλάσεως και αναδημιουργίας και σωτηρίας του ανθρώπου ενεργούνται και από τα τρία πρόσωπα της Θεότητας. Ο Πατήρ αποφασίζει, ο Υιός πραγματοποιεί και το Πνεύμα τελειοποιεί όλα τα έργα. Έτσι «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τά πάντα ποιεῖ». Έτσι η ενότητα της Αγίας Τριάδας εννοείται και «εἷς Θεός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κηρύττεται», «ὁ ἐπί πάντων καί διά πάντων καί ἐν πᾶσιν»· «ἐπί πάντων μέν ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχή καί πηγή (των έργων)· «διά πάντων» δέ διά τοῦ Λόγου· «ἐν πᾶσι» δέ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ». Το ιερό και άγιο τούτο περί Τριαδικού Θεού δόγμα σε καμία άλλη μονοθεϊστική θρησκεία δεν υπάρχει παρά μόνο στο Χριστιανισμό, στον οποίο, όπως είπαμε, είναι το θεμέλιο και η βάση και η πηγή όλων των απορρήτων της αγιότατης Πίστης αληθειών και δογμάτων. Βέβαια η αλήθεια του Τριαδικού Θεού υπονοείται στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα στα χωρία που αναφέρονται στη δημιουργία του ανθρώπου, την πτώση και τη σύγχυση των γλωσσών στην περίπτωση του πύργου της Βαβέλ. Εκεί παρουσιάζεται ο Θεός μιλώντας στον πληθυντικό και σαν να έχει διάλογο με άλλα πρόσωπα. Λέει π. χ. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν…». — «Ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν». — «Δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν». Αυτά τα χωρία, καθώς και άλλα, ο τρισάγιος ύμνος του προφήτη Ησαΐα, όπου τρεις φορές επαναλαμβάνεται το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαββαώθ», υπονοούν βέβαια το τριαδικό της Θεότητας. Ήταν όμως αδύνατο να το συλλάβει τούτο η ανθρώπινη διάνοια και σκέψη, αν το μεγάλο φως της θείας Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης δεν ερχόταν να διαλευκάνει το μεγάλο θέμα και να μιλήσει σαφώς περί Αγίας Τριάδας. Έτσι ο Κύριος, όταν μετά την Ανάστασή του αποστέλλει τους Αποστόλους στο κήρυγμα, τους δίνει την παραγγελία να βαπτίζουν όσους πιστεύουν «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19). Ο απόστολος Παύλος εύχεται να είναι μαζί με τους Χριστιανούς «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 13). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει, ότι «τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἃγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι» (Α΄ Ιωάν. ε΄ 7). Πολλές άλλες μαρτυρίες περί της τριαδικής Θεότητας, δηλαδή περί της Αγίας Τριάδας, υπάρχουν στα θεόπνευστα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία ο ευλαβής αναγνώστης τα βρίσκει, όταν τη μελετά με προσοχή, και τα εννοεί με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όταν με πίστη τον ζητεί.
31
2. «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν Του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο». Με το δεύτερο άρθρο ομολογούμε την πίστη μας στο Χριστό, που είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, που γεννήθηκε πριν γίνουν οι αιώνες. Είναι φως από το φως του Θεού. Είναι « ομοούσιος » με τον Πατέρα Του, δηλαδή έχουν μιά ουσία. Δεν πλάστηκε όπως δημιουργήθηκαν τα άλλα πλάσματα της Δημιουργίας, αλλά γεννήθηκε από τον Πατέρα Του, σα φως από το φως Του. Με το Χριστό, το Λόγο Του, ο Θεός Πατέρας και Δημιουργός δημιούργησε τα πάντα. Με το Λόγο είπε κι έγιναν, διάταξε και πλάστηκαν, όπως λέει ο ποιητής και προφήτης Δαβίδ. 1. Ο Χριστός Θεάνθρωπος Το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού, θείο και υπερφυές πρόσωπο, είναι μοναδικό στην ιστορία του κόσμου. Ούτε είδε ούτε πρόκειται να δει δεύτερο, όμοιο προς το Χριστό, πρόσωπο η ανθρωπότητα. Τούτο διότι στο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού συνενώθηκαν οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, χωρίς να υποστεί η κάθε μία σύγχυση με την άλλη και χωρίς να μετατραπεί η θεία σε ανθρώπινη και η ανθρώπινη σε θεία φύση. Έτσι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, ο ίδιος όμως και Υιός του ανθρώπου, Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, αληθής Θεάνθρωπος. Ως Θεός γεννήθηκε «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», επ’ εσχάτων των χρόνων «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ’ ήχου). «Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως σαρκωθείς· φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς· ουκ εις δυάδα προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β’ ήχου). Πάλι στο Δοξαστικό του πλ. δ’ ήχου: «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν· διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών». Η Αγία Γραφή συχνά παρουσιάζει τον Χριστό να ενεργεί ως Θεός με απόλυτη εξουσία, σοφία και χάρη στη θεία διδασκαλία και τα θαύματά του, συχνά δε τον παρουσιάζει και με τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης, τα αδιάβλητα λεγόμενα πάθη, ως π.χ. να πεινά, να διψά, να κουράζεται, να κοιμάται, να πάσχει, να πεθαίνει. Είναι, λοιπόν, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, «Ο Θεός Λόγος σαρκωθείς». 2. Η θεότητα του Χριστού
32
Θεμέλιο και στερεά βάση, επάνω στα οποία στηρίζεται η Χριστιανική Θρησκεία και όλο το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα Χριστού, είναι η θεότητα του Κυρίου. Ο Αρχηγός της σωτηρίας μας Κύριος Ιησούς Χριστός δεν υπήρξε απλώς ο τέλειος άνθρωπος, αναμάρτητος και άγιος και ασυγκρίτως υπεροχώτερος ηθικώς και πνευματικώς προς εκείνους, τους οποίους ήλθε να σώσει. Ο Ιησούς ήταν «ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ων εν τοις κόλποις του Πατρός», Θεός αληθινός και τέλειος, ομοούσιος και ομόδοξος, σύνθρονος και συναΐδιος προς τον Πατέρα. Είναι ο Κύριος «απαύγασμα (λαμπρά ακτινοβολία) της δόξης του Πατρός». Κανένα πρόσωπο ούτε επίγειο ούτε επουράνιο μπορεί να συγκριθεί προς την εξουσία, τη χάρη και την τελειότητα του Κυρίου Ιησού. Όλος ο κόσμος είναι δημιούργημα δικό του. Όπως δε διακηρύττει ο θείος Ευαγγελιστής, «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν» (Ιωάν. α’ 3, Εβρ. α’ 3). Οι Άγγελοι στον ουρανό και όλες οι ουράνιες δυνάμεις είναι δούλοι του και έχουν έργο να εκτελούν τα άγια θελήματά του, να τον προσκυνούν και ακατάπαυστα να τον δοξολογούν. Τούτο φαίνεται από την εντολή που δίνει ο Πατήρ προς τους Αγγέλους και λέει· «και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού». Αυτά λέγει προς του Αγγέλους ο Πατήρ. Διά να δείξει δε την ασύγκριτη υπεροχή του Υιού του ως προς τους Αγγέλους λέει προς τον Υιό του· «ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος (μένει στερεός και ασάλευτος, χωρίς καμιά σκοτεινή δύναμη να μπορεί ποτέ να τον κλονίσει)· ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου», η βασιλική σου δηλαδή εξουσία είναι ράβδος και εξουσία ευθύτητος και δικαιοσύνης, προς την οποίαν καμία άλλη εξουσία δεν μπορεί να παραβληθεί (Εβρ. α’ 6, 8). Οι άνθρωποι επί της γης είναι δούλοι του και αυτοί, δούλοι του αμαρτωλοί, που έχουν ανάγκη της δικής του βοήθειας και αντίληψης, και όσο αφορά την πρόσκαιρη ζωή τους και ως προς την αιώνια ψυχική τους λύτρωση και σωτηρία. Υπεράνω πάντων, λοιπόν, στέκει ο Χριστός, ασύγκριτος και άφθαστος ως Κύριος και Θεός, έχοντας γεννηθεί και προέλθει από την ουσία του Πατέρα και δημιουργός των πάντων. Επομένως πρέπει να προσφέρεται σε αυτόν λατρευτική προσκύνηση από όλους και από τους Αγγέλους και από τους ανθρώπους. Ακριβώς η μία και η αυτή προσκύνηση που προσφέρεται στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. 3. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού Ο Κύριος δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, ο οποίος γεννήθηκε από την ουσία του Θεού Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Είναι και τέλειος άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος με εμάς τους ανθρώπους, με σώμα και ψυχή λογική, όπως εμείς ακριβώς, «κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα», αλλά «χωρίς ἁμαρτίας» (Εβρ. δ’ 15). Αυτή την ανθρώπινή του φύση και την συγκινητική συγκατάβαση προς εμάς τους ανθρώπους εκθέτει το 3ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστης μας:
33
«Τόν δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα». Αυτό το λέει ο Ευαγγελιστής για τον Κύριο, όπως και πριν είπαμε. Ότι «ὁ Λόγος σαρξ ἐγένετο» (Ιωάν. α’ 14), ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος. Αυτό θα πει «ὁ Λόγος σαρξ ἐγένετο». Ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του «τον Υιόν του ανθρώπου», με την έννοια ότι είναι ο τέλειος άνθρωπος, όπως έπλασε ο Θεός τον πρώτο άνθρωπο, χαριτωμένος εκπρόσωπος της ανθρώπινης φύσης. Ονομάζουν οι άλλοι τον Χριστό «υιό Δαβίδ» και εκείνος το αποδέχεται, ότι ως άνθρωπος κατάγεται από το γένος του Δαβίδ. Τον βλέπουμε ως άνθρωπος να μιλά, να κινείται και ενεργεί με όλα «τα αδιάβλητα πάθη» της ανθρώπινης φύσης, τα οποία κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει ως αμαρτωλά, όπως είναι το να πεινά, να διψά, να κουράζεται, να λυπείται, να δακρύζει, να πάσχει, να αποθνήσκει, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους εμάς τους ανθρώπους. Δηλαδή αληθινά, πραγματικά και όχι φανταστικά ενανθρώπησε ο Κύριος, προσέλαβε την ασθενή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, όπως την είχαν οι άνθρωπο που ήλθε να σώσει. Διότι, όπως λέει ο απόστολος, «ἐπεί οὖν τά παιδία (τα παιδιά του Θεού, όλοι οι άνθρωποι) κεκοινώνηκε σαρκός και αἴματος, καί αὐτός παραπλησίως (παρομοίως) μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον, καί ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». «Ἔπρεπε γάρ αὐτῷ, δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα… τόν ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διά παθημάτων τελειῶσαι» (Εβρ. β’ 10, 14-15). Τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος ο Κύριος, αληθής Θεάνθρωπος. 3. «Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένον και ενανθρωπήσαντα». 1. Η Παρθένος Μαρία αληθής Θεοτόκος Τα όσα είπαμε έως εδώ, ότι δηλαδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, μας οδηγούν σε ένα άλλο θέμα και δόγμα πολύ σοβαρό και αυτό και άξιο μεγάλης προσοχής. Το δόγμα αυτό είναι το ότι η αγία Παρθένος Μαρία, η Παναγία μας, είναι αληθινά Θεοτόκος, διότι γέννησε και έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο τον Θεό Λόγο. Το ότι η Παναγία είναι πραγματική Θεοτόκος το αρνήθηκε ο ασεβής αιρετικός Νεστόριος. Αυτός την ονόμαζε «Χριστοτόκον», ότι δηλαδή γέννησε απλώς τον άνθρωπο Χριστό και όχι τον Θεάνθρωπο Κύριο. Υπάρχουν όμως πάμπολλες μαρτυρίες που ανακηρύττουν την Παρθένο Μαρία αληθινή Θεοτόκο. Η Αγία Γραφή παρουσιάζει την
34
Ελισάβετ, την μητέρα του Τιμίου Προδρόμου, να φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και να ονομάζει την Παρθένο Μαρία μητέρα του Κυρίου της. «Πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α’ 43). Πώς να μου γίνει αυτή η μέγιστη τιμή να έλθει σε μένα η μητέρα του Κυρίου μου; Και στην προς Γαλάτας επιστολή του (δ’ 4) ο απόστολος Παύλος λέει, ότι ο Υιός του Θεού και Κύριος γεννήθηκε από γυναίκα· «εξαπέστειλεν ο Θεός τόν Υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός». Επομένως και η γυναίκα που γέννησε τον Υιό του Θεού και Θεό Λόγο είναι και πρέπει να λέγεται Θεοτόκος. Η χάρη αυτή και ονομασία είναι η φυσική συνέπεια της ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Οι Πατέρες το προσέχουν και τονίζουν πολύ την αλήθεια αυτή. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος λέει: «Ο Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ’ οικονομίαν Θεού, εκ σπέρματος μέν Δαβίδ (σαν άνθρωπος), Πνεύματος δέ Αγίου (σαν Θεός)» και γεννήθηκε «αληθώς εκ Παρθένου». Ο Άγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας τονίζει, ότι «ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός σώμα φορέσας ου δοκήσει (φόρεσε σώμα ανθρώπινο όχι φανταστικό, αλλά πραγματικό) εκ της Θεοτόκου Μαρίας, επί συντελεία των αιώνων εις αθέτησιν αμαρτίας επεδήμησε τω γένει των ανθρώπων». Ο Μ. Αθανάσιος συχνά ομιλεί περί «Παρθένου της Θεοτόκου», ο δε Γρηγόριος ο θεολόγος διακηρύττει, ότι «εί τις ου Θεοτόκον τήν αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστι της θεότητος» (χωρισμένος και ξένος από το Θεό, όποιος δεν παραδέχεται Θεοτόκο την Παρθένο). Οι Αγίες Οικουμενικές Σύνοδοι, η Γ’, η Δ’, η Ε’ και η Στ’ διακηρύττουν Θεοτόκο την Παρθένο και αναθεματίζουν όλους εκείνους που διδάσκουν τα αντίθετα. Αναθεματίζεται καθένας, ο οποίος «ουχ ομολογεί Θεόν είναι κατά αλήθειαν τόν Εμμανουήλ καί διά τούτο Θεοτόκον τήν αγίαν Παρθένον· γεγέννηκε γάρ σαρκικώς σάρκα γεγονότα τόν εκ Θεού Λόγον». Δηλαδή έχει το ανάθεμα όποιος δεν παραδέχεται Θεό αληθινό τον Εμμανουήλ, το Χριστό δηλαδή, επομένως δεν ομολογεί Θεοτόκο και την Παναγία Παρθένο, από την οποία έλαβε σάρκα ο Θεός Λόγος και έγινε άνθρωπος, η Γ΄. Και η Δ΄: «Διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά τήν ανθρωπότητα γεννηθέντα». Η Ε’ αναθεματίζει εκείνον, ο οποίος διδάσκει ότι «καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει τήν αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν… αλλά μή κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκον αυτήν ομολογεί». Τέλος, στον όρο της ΣΤ’ Οικουμενικής επαναλαμβάνεται η διακήρυξη της γέννησης του Κυρίου «επ’ εσχάτων των ημερών δι’ ημάς καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας της Παρθένου, της κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκου». «Ομολογούμεν τήν Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπίσαι καί εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τόν εξ αυτής ληφθέντα ναόν». Παραδεχόμαστε και ομολογούμε την Αγία Παρθένο Θεοτόκο, διότι από αυτήν έλαβε σάρκα και γεννήθηκε σαν άνθρωπος ο Υιός του
35
Θεού και από αυτήν την στιγμή που συνελήφθη μέσα στην κοιλιά της αγίας Παρθένου ένωσε με τον εαυτό του ο Θεός Λόγος το ναό, δηλαδή το σώμα, που έλαβε από την Αειπάρθενο Κόρη. 4. «Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.» Τα 4-7 άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως: Για να εισέλθουμε καλά στο νόημα του άρθρου αυτού λέμε, ότι γενική ήταν η φθορά και η πνευματική κατάρρευση που υπέστη ο άνθρωπος με το προπατορικό αμάρτημα. Ιδιαιτέρως όμως τρία υπήρξαν τα μεγάλα κακά που παραμόρφωσαν τον άνθρωπο, τον οποίο «κατ’ εικόνα Θεού» έπλασε ο Θεός. Πρώτο ο σκοτισμός του νου του, ώστε να μη βλέπει την αλήθεια, να μη εννοεί το πρέπον και το δίκαιο και να μη μπορεί να διακρίνει καλά το καλό από το κακό, όπως του ήταν εύκολο αυτό πριν από την πτώση του. Δεύτερο, κυριεύθηκε από την αμαρτία και τα τυραννικά σαρκικά πάθη της και η θέλησή του υποδουλώθηκε σε αυτά, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί και να τα κατανικήσει. Τρίτο, το φοβερότερο από όλα, κατέστη ένοχος ενώπιον του Θεού του αγίου και καταδικάσθηκε σε θάνατο αιώνιο. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ως Σωτήρας και Λυτρωτής του ανθρώπου ήλθε να προσφέρει γενική ανόρθωση και λύτρωση στον άνθρωπο, ιδιαιτέρως να τον εξιλεώσει για τις αμαρτίες του, και να τον ειρηνεύσει με το Θεό διά της σταυρικής του θυσίας· να τον φωτίσει και τον οδηγήσει σε όλη την αλήθεια με την αγία του διδασκαλία, και να τον ελευθερώσει από τα δεσμά της τυραννικής δουλείας της αμαρτίας με τη θεία του χάρη και εξουσία. Αυτό υπήρξε το απολυτρωτικό έργο και τα επί μέρους τρία σωτήρια έργα και δωρήματα του Σωτήρος Χριστού. Αυτά τα εργάσθηκε και τα έφερε εις πέρας ο Κύριος με το τριπλό αξίωμά του. Αυτό το αξίωμα του Κυρίου είναι ένα και το αυτό και ενιαίο. Παρουσιάζει όμως τρεις πλευρές για τις τρεις ιδιαίτερες ενέργειες του απολυτρωτικού του έργου και γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για τρία αξιώματα του Χριστού, το προφητικό Του αξίωμα, το αρχιερατικό Του αξίωμα και το βασιλικό Του αξίωμα. Αυτά ονόματα μόνο έχουν ιδιαίτερα. Στην ουσία είναι αδιαίρετα και αρρήκτως ενωμένα στο ένα και το αυτό πρόσωπο του θείου Λυτρωτή. Ας σημειωθεί ακόμα εδώ, ότι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που αφορούν το πρόσωπο του Μεσσία, παρουσιάζουν αυτόν ως προφήτη, ως ιερέα και ως βασιλιά. Δηλαδή με τα τρία του αξιώματα. Έτσι και ο απόστολος Παύλος, όταν μας λέει, ότι ο Κύριος Ιησούς «εγενήθη ημίν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε καί αγιασμός καί απολύτρωσις» (Α’ Κορινθ. α’ 30), μιλά βέβαια γενικώς για το απολυτρωτικό έργο του
36
Χριστού, παρουσιάζει όμως και τις επί μέρους πλευρές του. Το προφητικό με το «σοφία», το αρχιερατικό με το «δικαιοσύνη τε και αγιασμός» και το βασιλικό με το «απολύτρωσις». Στο κεφάλαιο λοιπόν αυτό εξετάζουμε το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου κάτω από τις τρεις αυτές μορφές. 1. Το Προφητικό έργο και αξίωμα του Χριστού Ο Κύριος ως προφήτης, δηλαδή ως διδάσκαλος των θείων αληθειών, παρουσιάσθηκε στους ανθρώπους, μόλις άρχισε το δημόσιο έργο του. Όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης κήρυτταν το λόγο του Θεού, για να οδηγήσουν τους ανθρώπους στον αληθινό Θεό και το άγιο θέλημά του, έτσι και ο Κύριος. Αλλ’ όχι όπως ένας από τους προφήτες της Παλαιάς, αλλ’ ως Προφήτης, ο Μέγας, ο μέγιστος και υπερτέλειος των προφητών, ο Μοναδικός, ο Αρχιπροφήτης, προφήτης και διδάσκαλος, ο ύψιστος διδάσκαλος της ανθρωπότητας, που όμοιος όπως εκείνος δεν είχε παρουσιασθεί πριν, ούτε και στο μέλλον θα παρουσιασθεί. Διότι οι μεν προφήτες κήρυτταν κατ’ εντολή του Θεού και το λόγο Θεού. Ο Κύριος όμως, ως «ο μόνος σοφός Θεός» και η πηγή της αλήθειας, κηρύττει όσα άκουσε από τον Πατέρα, που είναι και δικά του θεία ρήματα ζωής αιωνίου. Κάτι ακόμη· ο Κύριος κηρύττει «ως εξουσίαν έχων», ώστε οι λόγοι του να έχουν απόλυτο κύρος και πλήρη αποδοχή. Δηλαδή κηρύττει με τόση δύναμη και εξουσία και πειστικότητα, ώστε και οι εχθροί του ακόμη να ομολογούν, ότι «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος». Στο Χριστό απέβλεπαν οι λόγοι του προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με· ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με… κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν καί τυφλοίς ανάβλεψιν.» (Ησ. ξα’ 1). Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του, ότι είναι «η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή», ότι είναι «τό φώς του κόσμου» και ότι όποιος τον ακολουθεί «ου μή περιπατήση εν τή σκοτία, αλλ’ έξει τό φώς της ζωής» (Ιωάν. η’ 12). Διδάσκαλος και προφήτης με θείο και ουράνιο κύρος καλούσε τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, για να βρουν κοντά του την ανάπαυση των ψυχών τους. «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς· άρατε τόν ζυγόν μου εφ’ υμάς καί μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμι καί ταπεινός τη καρδία, καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’ 28, 29). Όταν δίδασκε ο Κύριος, παρουσίαζε τον εαυτό του πρότυπο ηθικής τελειότητας με την εφαρμογή στη ζωή του όλων όσα δίδασκε. Επιπλέον έκανε και πολλά, αναρίθμητα θαύματα, όσα ποτέ προφήτης δεν έκανε και με αυτά επικύρωνε τη θεία του διδασκαλία, επιβεβαίωνε και τη θεία καταγωγή και αποστολή του. Αυτά είχαν υπόψη και οι άγιοί Του απόστολοι και χαρακτηρίζουν το Διδάσκαλό τους ως «προφήτην δυνατόν εν έργω και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού» (Λουκ. κδ’ 19), ως «τον απόστολον της ομολογίας ημών», ο οποίος αξιώθηκε να λάβει πολύ μεγαλύτερη
37
δόξα από ότι έλαβε ο Μωυσής. Αυτό το προφητικό του αξίωμα συνεχίζει να το ασκεί ο Κύριος και στην Εκκλησία του πρωτίστως με τους επισκόπους και ιερωμένους, γενικώς δε με τους κήρυκες και διδασκάλους του Ευαγγελίου του, τους οποίους φωτίζει και καθοδηγεί με το Άγιό του Πνεύμα στο να διδάσκουν πλήρη και τέλεια τη δική του αλήθεια. 2. Το αρχιερατικό αξίωμα του Κυρίου Αυτό είναι το κέντρο και η καρδιά του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου. Είναι το πλέον συγκινητικό, συναρπαστικό και φιλάνθρωπο έργο του, το οποίο όσο το σκέφτεται και το μελετά ο άνθρωπος κυριεύεται από βαθύτατη πίστη, αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το θείο Σωτήρα και Λυτρωτή του. Το αρχιερατικό αξίωμα Του Κυρίου περιλαμβάνει όλα τα πολύμορφα, τα φοβερά και οδυνηρά παθήματα, τα οποία με την ενανθρώπησή Του υπέμεινε ο Κύριος από το σπήλαιο της Βηθλεέμ μέχρι του Γολγοθά. Το κέντρο των παθημάτων του είναι ο σταυρικός θάνατος, τον οποίο δέχθηκε αντί για μας και για χάρη μας, αντί των αμαρτιών όλου του ανθρώπινου γένους, αλλά και του κάθε ανθρώπου χωριστά. Για τον καθένας μας ιδιαιτέρως. Ο άνθρωπος αμάρτησε, με την αμαρτία του εκείνη πρόσβαλε το Θεό, έβρισε τη θεία Μεγαλειότητα. Η δικαιοσύνη, αλλά και η αγιότητα του Θεού απαιτούσαν τη τιμωρία του αμαρτωλού, και τιμωρία άλλη για το βαρύ ανόμημά του δεν υπήρχε από τον αιώνιο θάνατο. Καταδικάσθηκε ο άνθρωπος, καταδικάσθηκε σε θάνατο. Καταδικάσθηκε, όπως του το προείπε ο Θεός· «ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού (από τον απαγορευμένο καρπό), θανάτω αποθανείσθε». Πέθανε ο άνθρωπος. Πέθανε, ενώ ήταν πλασμένος να μην πεθάνει, αλλά να ζει. Χωρίσθηκε από το Θεό, ενώ η ζωή και η ευτυχία του εξαρτιόταν από το Θεό. Εξορίσθηκε από τον Παράδεισο, παραδόθηκε στη φθορά και τη δυστυχία, ρίχτηκε στην άβυσσο της απώλειας, έγινε ο πρώτος άσωτος ο πρωτόπλαστος και ο πρώτος θνητός και φθαρτός. Είναι γεγονός ότι ο υιός του, ο δίκαιος Άβελ, δοκίμασε πρώτος το θάνατο, αλλ’ ακριβώς διότι ο θάνατος αυτός κατακληρώθηκε πρώτα ως καταδίκη στον πατέρα του, τον Αδάμ. Έγινε ο άνθρωπος το πρόβατο το απολωλός. Η δικαιοσύνη και αγιότητα του Θεού αυτό επέβαλε και αυτό έκανε ο δίκαιος κριτής. Αλλ’ ο Θεός δεν είναι μόνο δίκαιος, είναι και αγαθός, πανάγαθος Θεός και Πατέρας γεμάτος αγάπη, ευσπλαχνία και στοργή προς το πλάσμα του. Η αγάπη του Θεού ζητούσε να σωθεί ο αμαρτωλός άνθρωπος, να σωθεί από την ενοχή και καταδίκη και από τις συνέπειες της καταδίκης, από τη φθορά και το θάνατο. Η αγάπη και ευσπλαχνία του Θεού ζητούσε να δώσει στον ένοχο άφεση αμαρτιών. Να τον αποκαταστήσει στην αγάπη και τη βασιλεία του Θεού. Αλλά ποιος να σώσει τον άνθρωπο; Ο ίδιος ο άνθρωπος ήταν αδύνατο να σώσει τον εαυτό του, αφού ήταν αμαρτωλός. Πολύ περισσότερο ήταν αδύνατο να σώσει και άλλους, να σώσει όλο το ανθρώπινο γένος. Χρειαζόταν θύμα
38
αναμάρτητο και άγιο, πρόσωπο άπειρης αξίας και χάρης να αναλάβει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Να τις αναλάβει και φορτωμένος, αίρων, όπως λέει η Γραφή, τις αμαρτίες τις δικές μας να υποστεί το θάνατο, στον οποίο ήταν καταδικασμένος ο άνθρωπος, να θυσιάσει τον εαυτό του τον άγιο υπέρ και αντί των αμαρτωλών ανθρώπων. Έτσι θα ικανοποιούσε τη θεία αγιότητα και δικαιοσύνη. Θα εξιλέωνε το Θεό και θα έσωζε από την καταδίκη τον ένοχο και αμαρτωλό. Το πρόσωπο αυτό, το εξιλαστήριο θύμα, το βρήκε η αγάπη και η σοφία του Θεού, το βρήκε στο πρόσωπο του Υιού του. Πράγματι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εκείνος υπήρξε το πρόσωπο και το θύμα για την απολύτρωσή μας. «Ούτω, λέει ο Κύριος, ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’ 16). Ο Υιός του Θεού, ο Κύριος Ιησούς, αφού πήρε σάρκα από την αγία Παρθένο και υπάρχοντας Θεός και άνθρωπος, αληθής Θεάνθρωπος, ήταν πρόσωπο άπειρης αξίας για τη θεότητα και για την αναμαρτησία και αγιότητά του. Το μόνο κατάλληλο και ικανό πρόσωπο για να σηκώσει τις αμαρτίες του κόσμου και να σώσει τον άνθρωπο. 3. Το βασιλικό αξίωμα του Κυρίου Τα δύο αυτά αξιώματα, το προφητικό και το αρχιερατικό, τα άσκησε ο Κύριος εδώ στη γη κατά τη δημόσια δράση του και ευρισκόμενος στην κατάσταση της ταπείνωσής του. Το βασιλικό του αξίωμα το άσκησε εν μέρει και πάνω στη γη σε ορισμένες περιπτώσεις, συνδυάζοντας αυτό πάντοτε με τα δύο άλλα του αξιώματα. Οι περιπτώσεις που παρουσιαζόταν και κατά τη δημόσια δράση του η βασιλική του εξουσία είναι, όταν κήρυττε με εξουσία τόση, ώστε να εκπλήσσονται τα πλήθη με τη διδαχή του. Όταν έθετε αποστομωτικά ερωτήματα στους εχθρούς του αρχιερείς και Φαρισαίους, ώστε να μην μπορούν αυτοί να αποκριθούν και να τρέμουν την παρουσία του. Όταν έκανε θαύματα, και μάλιστα αναστάσεις νεκρών και έβγαζε δαιμόνια από δαιμονισμένους κ.ο.κ. Αυτά είναι γεγονότα που μαρτυρούσαν πράγματι τη θεία του παντοδυναμία. Άλλη περίπτωση είναι η θριαμβευτική του είσοδος στα Ιεροσόλυμα κατά την Κυριακή των Βαΐων, οπότε ως βασιλιά τους τον ανυμνούσαν οι Ιουδαίοι, έστω και αν δεν μπορούσαν να εννοήσουν τον πνευματικό χαρακτήρα της βασιλείας Του. Ήταν ακόμη η εκδίωξη των εμπόρων, που πωλούσαν και αγόραζαν στο ναό, ώστε οι Φαρισαίοι να του θέσουν και το ερώτημα· «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;». Ήταν τέλος και η νίκη Του πάνω στο σταυρό κατά του κακού και η συντριβή του σατανά, καθώς επίσης και η αναγνώρισή του ως βασιλιά από τον ευγνώμονα ληστή, ο οποίος του απηύθυνε και τη θερμή ικεσία· «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. κγ’ 42). Αλλ’ η βασιλική του εξουσία εξέλαμψε με την κάθοδό του στον Άδη. Εκεί
39
συνέτριψε πύλας χαλκάς και διέλυσε το βασίλειο του Άδη και ανέστησε τους νεκρούς που κοιμόνταν εκεί από αιώνες. Έπειτα; Έπειτα αναστήθηκε από τους νεκρούς ως παντοδύναμος Θεός και Κύριος της ζωής και του θανάτου. Αναστήθηκε και διότι «ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι υπό της φθοράς τον Αρχηγόν της ζωής» και για να δώσει το θείο κύριος και τη θεία ισχύ προς σωτηρία των αμαρτωλών στη σταυρική του θυσία. Ακόμη και για να συναναστήσει με τον εαυτό του τον Αδάμ και όλο το ανθρώπινο γένος. Με την Ανάστασή Του κατήργησε το θάνατο και δώρισε ζωή και αφθαρσία στο γένος των ανθρώπων. Τότε ο ίδιος διακήρυξε το· «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). Από τότε και αφού αναλήφθηκε με δόξα στους ουρανούς, καθισμένος στα δεξιά του Θεού και Πατρός σε θρόνο βασιλικό κυβερνά την Εκκλησία του τη θριαμβεύουσα στους ουρανούς και τη στρατευόμενη πάνω στη γη, την οποία παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις των εχθρών και πολεμίων της την κρατά αήττητη βασιλεία του Θεού πάνω στη γη. Τελικά θα εκλάμψει η βασιλική του εξουσία κατά τη δεύτερη παρουσία Του, οπότε θα έλθει με δόξα και με συνοδεία χιλιάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων για να καθίσει σε θρόνο βασιλικό και να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς ως κραταιός βασιλιάς Ουρανού και γης. 2. «Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». 1. Η ανάσταση των νεκρών και η γενική κρίση Είπαμε, ότι ο Κύριος θα έλθει δεύτερη φορά για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Είπαμε ακόμα πριν από αυτό, ότι μόλις πεθάνει ο άνθρωπος γίνεται γι’ αυτόν μία μερική κρίση, κατά την οποία ο μεν πιστός και δίκαιος νοιώθει ότι από τη στιγμή εκείνη βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, στον Παράδεισο, κοντά στο Θεό και περιμένει με ευχάριστη αναμονή τη γενική κρίση και την τέλεια απόλαυση των αγαθών του Παραδείσου. Αντιθέτως ο άπιστος και αμαρτωλός βρίσκεται από τότε στα βάσανα του Άδη, όπως δείχνει και η παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου και με φρίκη και τρόμο περιμένει τη γενική κρίση για να ριφθεί εξ ολοκλήρου στην αιώνια κόλαση. Αλλά για να γίνει η γενική αυτή και τελειωτική κρίση, πρέπει να προηγηθεί η δεύτερη παρουσία Του Κυρίου και για να κρίνει ο Κριτής ζωντανούς και νεκρούς, δίκαιους και άδικους, πρέπει από τη δεύτερη ακόμα παρουσία να προηγηθεί η ανάσταση των νεκρών, δηλαδή ανάσταση των σωμάτων, οπότε θα ενωθεί κάθε ψυχή με το σώμα που είχε στην επίγεια ζωή της και το οποίο σώμα θα είναι μετά την ανάσταση αποπνευματισμένο και όχι υλικό και έτσι θα παρουσιαστούμε όλοι μπροστά στο βήμα του Χριστού. Η ανάσταση των νεκρών είναι από τα πιο σπουδαία δόγματα της αγίας μας Θρησκείας και το βεβαιώνει σε πολλά μέρη η Αγία Γραφή· “Έρχεται ώρα, λέει ο Κύριος, εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις
40
ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως” (Ιωάν. ε’ 28-29). Ο απόστολος Παύλος· “ιδού μυστήριον υμίν λέγω· πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι· σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα” (Α’ Κορινθ. ιε’ 51, 52). Εις την Α’ Θεσσαλ. Δ’ 14-17· “εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας· ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα”. Τονίσαμε πρωτύτερα, ότι το σώμα που θα αναστηθεί δεν θα είναι υλικό, όπως ήταν, όταν κατατέθηκε στον τάφο νεκρό. Θα είναι πνευματικό και άφθαρτο, όπως ήταν το σώμα Του Κυρίου μετά την ανάστασή Του. Αυτό ο θείος Παύλος το λέει· “Δει γαρ το φθαρτόν τούτο (σώμα) ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν”. Τώρα που πεθαίνει “σπείρεται εν φθορά” και κατά την ανάσταση “ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν (σώμα που το ζωοποιούσε η ψυχή), ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν (δηλαδή ζωικό), καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν… ἀλλ᾿ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικόν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν”, κατά την ανάσταση (Α’ Κορινθ. ιε’ 42-46). Δηλαδή δεν θα λάβουμε άλλα σώματα κατά την ανάστασή μας, αλλά τα ίδια που έχουμε τώρα κατ’ ουσία, με διαφορετικές όμως, πνευματικές, ιδιότητες. Όπως είπε ο Κύριος, θα αναστηθούν “οι τα αγαθά ποιήσαντες” πιστοί και άγιοι “εις ανάστασιν ζωής”. Γι’ αυτό, παρότι φοβερή για όλους θα είναι η δεύτερη παρουσία, αυτοί “εν χαρά και αγαλλιάσει” θα δεχθούν την παρουσία του Κυρίου, για να λάβουν τον δίκαιο μισθό της αρετής τους. Θα αναστηθούν και “οι τα φαύλα πράξαντες”, αλλ’ αυτοί “εις ανάστασιν κρίσεως” και κυρίως σε αυτούς θα είναι φοβερή η ημέρα της θείας παρουσίας. Με την τελική κρίση συνδέεται και η συντέλεια του κόσμου. Συντέλεια δεν θα πει πως θα καταστραφεί και θα αφανιστεί ο κόσμος, αλλά θα αλλάξει, θα πάρει νέο σχήμα, νέα σύσταση και μορφή, όπως ο ψαλμός λέει “ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς (τους ουρανούς) και αλλαγήσονται”. Τότε θα εκλείψει και θα εξαφανιστεί το κακό και η αμαρτία, θα καταργηθεί ο θάνατος, αφού λέει ότι “έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος”, όλη η φύση θα ελευθερωθεί από τη ματαιότητα στην οποία υποτάχθηκε λόγω της αμαρτίας και θα ανακαινισθεί.
41
3. «Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός». Μετά την Ανάστασή Του ο Σωτήρ δεν εγκατέλειψε τους μαθητές. Επί σαράντα μέρες εμφανιζόταν σ’ αυτούς, συζητώντας μαζί τους περί της βασιλείας τού Θεού και συνιστώντας να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, στο οποίο θα παρέδιδε τη σκυτάλη τού λυτρωτικού έργου Του, για να το καταξιώσει και να το κάνει προσωπικά οικείο στο λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας Του. Περί του περιεχομένου όμως των συζητήσεων αυτών δεν μας ομιλεί η Γραφή. Είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι σε μία τόσο καινούργια σχέση ο αναστάς Κύριος θα προετοίμαζε τους μαθητές για το δύσκολο αποστολικό έργο, στο οποίο σε λίγο θα ανοίγονταν με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος, ως θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας και στυλοβάτες της βασιλείας Του Θεού επί της γης. Ίσως τους δίδαξε και ορισμένες άλλες αλήθειες που δεν καταγράφτηκαν στη Γραφή, αλλά πέρασαν στη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός όμως δεν έμελλε να παραμείνει παντοτινά στη γη. Η ιστορική ζωή έχει καθορισμένα τα όριά της. Το πεπερασμένο και έγχρονο είναι προσωρινό, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Το ίδιο συνέβη και με τον Ιησού, ο οποίος έζησε, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, την ιστορική του στιγμή. Η ζωή του στη γη είχε και αρχή και τέλος χρονικό. Όταν τελείωσε την αποστολή Του, δεν υπήρχε πιά λόγος να παρατείνει την παρουσία του στον κόσμο. Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει πίσω. Να επιστρέψει εκεί όπου από την αρχή ήταν ως Λόγος τού Θεού, στους άφθιτους κόλπους τού Πατρός. Αυτό έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα από την Ανάστασή Του. Το ιερό βιβλίο των Πράξεων μας διέσωσε το τρυφερό γεγονός του αποχωρισμού. Οι μαθητές ήταν μαζεμένοι στο όρος των Ελαιών. Μαζί τους ήταν και ο Διδάσκαλος. Σε ιδιάζουσα δε κατάσταση διατελούντες, τον ρωτούσαν· «Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τώ Ισραήλ;». Εκείνος αντί άλλης απαντήσεως τους είπε, ότι δεν είναι δουλειά τους να γνωρίζουν τους χρόνους και τους καιρούς, τους οποίους έχει ορίσει ο Πατήρ για την εκπλήρωση τόσο σημαντικών γεγονότων· αλλά πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη δύναμη που επρόκειτο σύντομα να λάβουν από την κάθοδο σ’ αυτούς τού παναγίου Πνεύματος, ο φωτισμός τού οποίου θα τους ανεδείκνυε μάρτυρες τού λυτρωτικού έργου Του, τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως το τελευταίο σημείο της γης. Όταν είπε τα λόγια αυτά, οι μαθητές τον είδαν ν’ ανυψώνεται, ενώ νεφέλη τον σκέπασε από τα μάτια τους. Ενώ τον κοίταζαν να πορεύεται στον ουρανό, δύο άνδρες (άγγελοι) λευκοντυμένοι, τους είπαν· «άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας τον ουρανόν; Ο Ιησούς, τον οποίον βλέπετε ν αναλαμβάνεται από κοντά σας στον ουρανό, ο ίδιος θα επιστρέψει και πάλι στη γη κατά τον ίδιο τρόπο που τον βλέπετε τώρα να πορεύεται προς τον ουράνιο Πατέρα Του». Με την
42
Ανάληψή Του στον ουρανό ο Σωτήρ κάθισε «εκ δεξιών τού Πατρός». Το Σύμβολο της Πίστεως χρησιμοποιεί εδώ μία γλώσσα πολύ ανθρωπομορφική. Παρουσιάζει θρόνο στον οποίον κάθεται ο Πατήρ, έχοντας καθήμενο στα δεξιά του τον Υιόν. Μία εικόνα δηλωτική ισότιμης εξουσίας, σύμπνοιας και αγάπης, της οποίας η εικονική περιγραφή δεν ανταποκρίνεται μεν αυστηρά στα πράγματα, είναι όμως τόσο παραστατική για μας που με φτωχή γνώση μας δεν έχουμε άλλο τρόπο να προσεγγίσουμε το ανέγγιχτο, παρά με παραστάσεις αναλογικές, παρμένες από τον κύκλο της φυσικής εμπειρίας μας. 4. «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». 1. Η δευτέρα παρουσία του Κυρίου Όλοι μας οι Χριστιανοί, σύμφωνα με όσα και ο ίδιος ο Κύριος είπε, οι άγιοι απόστολοί του κήρυξαν και η αγία του Εκκλησία ανέκαθεν διδάσκει διά των αγίων Πατέρων και διδασκάλων της, περιμένουμε και δεύτερη παρουσία Του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στο σύμβολο της Πίστης μας λέμε για τον Κύριο· “και πάλι ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ού της βασιλείας ουκ έσται τέλος”. Θα έλθει, λοιπόν και πάλι ο Χριστός. Αυτή είναι η δεύτερη παρουσία Του. Πότε θα έλθει; Άγνωστο. Τον ρώτησαν οι απόστολοί Του· “ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται (τα φοβερά γεγονότα που θα προηγηθούν της δεύτερής σου παρουσίας) και τι το σημείον της σης παρουσίας και της συντελείας του αιώνος;”. Εκείνος απάντησε· “βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι”. Τους απαριθμεί έπειτα το τι θα γίνει πριν από τη δεύτερή Του παρουσία, όπως και προηγουμένως είπαμε, πόλεμοι και φόβοι και λοιμοί και σεισμοί και ψευδοπροφήτες πολλοί και κακία και πόνος και μίσος και αναστάτωση μεγάλη σε όλα τα έθνη της γης, ότι θα κηρυχθεί το Ευαγγέλιό Του σε όλο τον κόσμο, και “τότε ήξει το τέλος” (Ματθ. κδ’ 3-14). Προσθέτει δε σε άλλο μέρος, ότι “περί της ημέρας εκείνης και ώρας (της δεύτερής του δηλαδή παρουσίας) ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος” (Ματθ. κδ’ 36). Λοιπόν άγνωστη σε όλους και μόνο στο Θεό γνωστή η ημέρα της Δεύτερης παρουσίας Του Κυρίου, όπως ο ίδιος λέει. Από τους λόγους αυτούς Του Κυρίου βλέπει κανείς πόσο πλανώνται οι δυσσεβείς Χιλιαστές, οι οποίοι πολλές φορές όρισαν τη δεύτερη παρουσία του Χριστού και διαψεύσθηκαν, χωρίς να διορθωθούν και παύσουν να την προσδιορίζουν. Πότε θα έλθει και πάλι ο Κύριος κανείς δεν το ξέρει. Πώς όμως θα έλθει; Θα έλθει ως βασιλιάς ένδοξος και κραταιός “μετά δυνάμεως και δόξης πολλής”. Διότι δεν θα έλθει για να σώσει τότε τον κόσμο, αλλά για να κρίνει τον κόσμο, όλο τον κόσμο, όλους εμάς. “Τους
43
γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς ά έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν” (Β’ Κορινθ. ε’ 10). Γι’ αυτό “όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού. και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων. και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εφ ευωνύμων” (Ματθ. κε’ 31-33). Επομένως και ένδοξη και φοβερή θα είναι η δεύτερη παρουσία Του Κυρίου. Τόσο ένδοξη και φοβερή, που εμείς είναι αδύνατο να περιγράψουμε το μεγαλείο και τη δόξα της παρουσίας εκείνης. Αδύνατο όμως να πούμε και ποιος φόβος και τρόμος θα κυριεύσει όλους μεν τους ανθρώπους κατά τη δεύτερη παρουσία Του Χριστού, ιδιαιτέρως δε τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Αυτοί θα στέκουν τρέμοντας και οδυρόμενοι στα αριστερά του δίκαιου Κριτή. 5. «Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των προφητών». Το όγδοο άρθρο του Συμβόλου της αγίας μας Πίστης αναφέρεται στο τρίτο πρόσωπο της Θεότητας, για να συμπληρωθεί η αλήθεια γύρω από την Αγία Τριάδα. Το τρίτο, λοιπόν, πρόσωπο της Θεότητας είναι το Πνεύμα το Άγιο. Από τα χαρακτηριστικά «Άγιον, Κύριον, Ζωοποιόν», με τα οποία μας παρουσιάζει το Πνεύμα το Σύμβολο, φαίνεται καθαρά πως η πίστη μας στο Άγιο Πνεύμα είναι πίστη σε Θεό. Όπως δηλαδή πιστεύουμε, ότι ο Πατήρ είναι Θεός, όπως πιστεύουμε, ότι ο Υιός είναι Θεός, ομοίως πιστεύουμε και ομολογούμε, ότι και το Πνεύμα είναι Θεός. Άγιο λέμε τον Πατέρα, Άγιο και τον Υιό, Άγιο και το Πνεύμα. Κύριο αναγνωρίζουμε τον Πατέρα, Κύριο και τον Υιό, Κύριο και το Πνεύμα. Πηγή ζωής δεχόμαστε τον Πατέρα, Ζωοδότη τον Υιό, Ζωοποιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, όπως είναι Θεός ο Πατήρ, Θεός και ο Υιός, έτσι Θεός είναι και το Άγιο Πνεύμα. Λέμε και στην Εκκλησία μας· «Άγιος ο Θεός, ο άναρχος, Άγιος Ισχυρός ο Υιός ο συνάναρχος, Άγιος Αθάνατος το Πνεύμα το Άγιον». Την ίδια επομένως θέση έχει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, την ίδια ουσία, την ίδια εξουσία, την ίδια δόξα. Εκ μέρους μας την ίδια προσκύνηση και λατρεία. Το διακηρύττουμε κατά τη θεία Λειτουργία: «Προσκυνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα· Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Την τρίτη θέση στη Θεότητα κατέχει το Πνεύμα το Άγιο, αλλά στην ίδια γραμμή με τα άλλα θεία πρόσωπα. Πρώτος ο Πατήρ ως αρχή της θεότητας και αρχή πάντων των δημιουργημάτων. Δεύτερος ο Υιός, διότι εκείνος είναι «η δημιουργική και
44
συνεκτική των απάντων Θεού σοφία και δύναμις». Τρίτο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο τελειοί, δηλαδή τελειοποιεί και αγιάζει τα πάντα. Όπως το λέει ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Βασίλειος· «Αρχή γαρ των όντων μία, δι’ Υιού δημιουργούσα και τελειούσα εν Πνεύματι». Ρητώς και σαφώς ονομάζεται Θεός το Πνεύμα το Άγιο στην Αγία Γραφή μία φορά, στην περίπτωση που ψεύσθηκε στον Πέτρο ο Ανανίας ως προς την τιμή στην οποία πούλησε με τη σύζυγό του το κτήμα τους. Τότε ελέγχοντας το εκούσιο αμάρτημα του Ανανία ο απόστολος του είπε· «Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον… ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ» (Πραξ. ε’ 3,4). Αλλά και από όσα λέγονται ως προς τις ιδιότητες και ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, σαφώς διαφαίνεται ότι η θεία Γραφή διδάσκει, ότι το Πνεύμα είναι Θεός. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται, ότι κατά τη δημιουργία και πριν αρχίσει η διαμόρφωση του κόσμου «Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», για να μορφοποιήσει και τελειοποιήσει την δημιουργία. Δηλαδή αποδίδει θεία ιδιότητα και εξουσία στο Πνεύμα. Στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος λέει, ότι «το Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού». Άρα Θεός πρέπει να είναι για να ερευνά τα βάθη του Θεού, τα οποία κανένα κτίσμα, καμία ύπαρξη εκτός της Θεότητας, ούτε Άγγελος ούτε άνθρωπος μπορεί να ερευνήσει. Για να λέει ότι «ερευνά τα βάθη του Θεού», υπονοεί ότι αυτό, το Πνεύμα δηλαδή, είναι «ομοούσιον και ίσον τω Θεώ και Πατρί και ακριβώς οίδε (γνωρίζει) τα τε άλλα πάντα και αυτά τα κρύφια του Θεού», όπως λένε οι θεοφόροι Πατέρες. Διότι «μόνοι (ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) των πάντων ίσην έχουσι την περί αλλήλων γνώσιν» και επομένως «ίσοι εισίν». Ίσος ο Υιός προς τον Πατέρα. Ίσο και το Άγιο Πνεύμα προς τον Υιό και τον Πατέρα. Έπειτα ο ίδιος Απόστολος ονομάζει Κύριο το Πνεύμα· «ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν· ού δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορινθ. γ’ 17). Το Πνεύμα ονομάζεται «Πνεύμα Σοφίας», «Πνεύμα συνέσεως», «Πνεύμα αγιασμού», Πνεύμα που έχει «χαρίσματα» και τα διανέμει κατά βούληση. Πνεύμα που λαλεί διά των προφητών, «το λαλήσαν διά των προφητών», όπως λέμε στο Σύμβολο και όπως και ο απόστολος Πέτρος λέει, ότι «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι». Για να μη μακρύνουμε, αναφέρουμε τελευταία την ευλογία που δίνει ο θείος Παύλος στους Κορινθίους και θέτει το Πνεύμα στην ίδια σειρά με τον Πατέρα και τον Υιό ως πρόσωπο της Θεότητας. «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού, λέει, και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών» (Β’ Κορινθ. ιγ’ 13). Το Πνεύμα είναι ο Παράκλητος, τον οποίο υποσχέθηκε ο Κύριος να αποστείλει στους Μαθητές του μετά την ανάληψή του, για να μη αφήσει αυτούς ορφανούς· «εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας» (Ιωάν. ιδ’ 16). Πάλι· «όταν έλθη ο παράκλητος όν εγώ
45
πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας… οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (ιωάν. ιε’ 26, ιστ’ 13). Τους οδήγησε σε όλη την αλήθεια, όταν την ημέρα της Πεντηκοστής κατήλθε στους αγίους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου με μορφή πύρινων γλωσσών και τους ανέδειξε πάνσοφους διδασκάλους της οικουμένης. Αυτό το Πνεύμα οδηγεί και εμάς στην αλήθεια, μας παρηγορεί, μας ειρηνεύει, μας οδηγεί στην προσευχή· «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις», και «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η’ 16, 26). Το Πνεύμα το Άγιο συγκρότησε την Εκκλησία του Χριστού. Διότι ναι μεν την Εκκλησία την ίδρυσε ο Κύριος, όταν εξέλεξε τους δώδεκα πρώτους μαθητές Του. Αλλ’ αυτό ήταν ο πυρήνας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα σωτηρίας συνεστήθη υπό του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι «πάντα συνεργεί το Πνεύμα το Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Μένει στην Εκκλησία και την καθοδηγεί σε όλη την αλήθεια, τελεσιουργεί και αγιάζει τα θεία μυστήρια και μέσω αυτών αγιάζει τους πιστούς, καθοδηγεί στην ορθή πίστη για των αγίων Οικουμενικών Συνόδων, κατευθύνει τον κάθε ένα από εμάς στην οδό της σωτηρίας. Το Πνεύμα το Άγιο δεν γεννάται από τον Πατέρα, όπως ο Υιός, αλλ’ εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται διά του Υιού. Ο ίδιος ο Κύριος το είπε· «Όταν έλθη ο Παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. ιε’ 26). Παρά του Πατρός, λοιπόν, εκπορεύεται το Πνεύμα και όχι «και εκ του Υιού», όπως αιρετικά και πλανημένα δογμάτισαν οι κακόδοξοι Παπικοί και νόθευσαν και την ορθή διδασκαλία της αγίας Εκκλησίας περί Αγίου Πνεύματος. Μη θεωρούμε μικρή και ασήμαντη την αίρεση αυτή των Παπικών. Είναι μεγάλη και φοβερή, αφού αντίκειται σαφώς προς αυτόν το λόγο Του Κυρίου. 6. «Εις μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». 1. Τι είναι η Εκκλησία; Αυτό είναι θέμα και ερώτημα μεγάλο και σοβαρό, στο οποίο οι Χριστιανοί καλούνται κάθε στιγμή να δώσουν απάντηση, έστω και στον εαυτό τους, αλλά οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι να απαντήσουν. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο με πολλή προσοχή πρέπει όλοι μας να μελετήσουμε το θέμα αυτό, για να το κατανοήσουμε. Η Εκκλησία, η Εκκλησία μας. Τι είναι, λοιπόν, η Εκκλησία; Δηλαδή η Χριστιανική Εκκλησία; Λέμε λοιπόν αυτό: Η Χριστιανική Εκκλησία είναι το σύνολο των ανθρώπων, που πιστεύουν στο Χριστό και λατρεύουν Ορθόδοξα τον Χριστό, ως Θεάνθρωπο Λυτρωτή και Σωτήρα τους. Εκείνοι που όλοι μαζί, με
46
μια ψυχή και με μια φωνή, αναγνωρίζουν και ομολογούν, ότι Θεός και Κύριός του, Αρχηγός και Κεφαλή τους, Μεσίτης και Αρχιερέας προς τον Ουράνιο Πατέρα είναι ο Ιησούς Χριστός· αυτοί που έχουν την ίδια πίστη και ομολογία, την αληθή, την Ορθόδοξη δηλαδή και κοινωνούν από τα ίδια άγια Μυστήρια προς αγιασμό και σωτηρία τους· αυτοί που έχουν στο σύνολό τους ηγέτιδα τάξη τον ιερό Κλήρο, με τους επισκόπους επικεφαλής τους για να τους κυβερνούν ως εκπρόσωποι του Χριστού πάνω στη γη και ιερουργούν τα άγια Μυστήρια. Αυτοί αποτελούν την Εκκλησία του Χριστού. Δηλαδή εσύ, Χριστιανέ μου, και εγώ και όλοι μας οι πιστοί, τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων Χριστιανών, που πιστεύουμε και λέμε τα ίδια για τον Χριστό και λατρεύουμε με τον ίδιο τρόπο και σκοπό τον Χριστό, μαζί Κλήρος και Λαός, είμαστε η Εκκλησία του Χριστού και αποτελούμε μία και την αυτή Εκκλησία, σε οποιοδήποτε μέρος της γης και αν βρισκόμαστε. Επομένως η Εκκλησία είναι η κοινωνία των πιστών, συγκροτημένη από το Άγιο Πνεύμα, ενωμένη και αδιαίρετη στην ίδια πίστη και λατρεία και υπακοή στο Χριστό. Η Εκκλησία αυτή είναι και λέγεται θεοσύστατος και θεοσυντήρητος πνευματικός οργανισμός, βασιλεία του Θεού και βασιλεία των ουρανών επί της γης, στύλος και εδραίωμα της αλήθειας, ταμιούχος της θείας χάρης και κιβωτός της σωτηρίας των αμαρτωλών ανθρώπων. Να το αναπτύξουμε και να το αναλύσουμε πιο πολύ. Η Εκκλησία είναι το πνευματικό, το μυστικό και θείο σώμα, το Σώμα του Χριστού. Στο θείο και άγιο αυτό Σώμα κεφαλή μεν είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όπως λέει ο απόστολος Παύλος· “Ο Χριστός (εστι) κεφαλή της Εκκλησίας και αυτός εστι σωτήρ του σώματος” (Εφεσ. ε’ 23). Εμείς δε οι πιστοί είμαστε το σώμα του Χριστού, επομένως Χριστός και Χριστιανοί είμαστε ένα σώμα. Ο Χριστός η κεφαλή και εμείς οι Χριστιανοί τα μέλη του σώματος. Όλοι μαζί είμαστε το ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, είμαστε όλοι μαζί μέλη της Εκκλησίας, συγκροτημένα σε ένα σώμα. Ο καθένας μας χωριστά μέλος του σώματος, αλλά και μέλος του άλλου Χριστιανού, ο καθένας μας μέλος όλων των άλλων Χριστιανών, αφού όλοι ενωμένοι αποτελούν το ένα σώμα. Τούτο πάλι ο απόστολος το λέει· “Αδελφοί, υμείς εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους” (Α’ Κορινθ. ιβ’ 27), και “οι πολλοί έν σώμα εσμεν εν Χριστώ, ο δε καθ’ είς αλλήλων μέλη” (Ρωμ. ιβ’ 5). Μυστήριο είναι αυτό, μυστήριο μεγάλο και υπερφυές, το οποίο όσο πιο πολύ πνευματικός άνθρωπος είναι κανείς, τόσο και πιο καλά το καταλαβαίνει. Είναι όμως και εξόχως τιμητικό και σωτήριο για μας, αφού λέει ο απόστολος, πως ο Χριστός είναι ο σωτήρας του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Σε ποιο υπέροχο ύψος μας ανεβάζει ο Κύριός μας και ποια ασφαλή σωτηρία μας χορηγεί! Έπειτα η Εκκλησία είναι βασιλεία του Θεού πάνω στη γη και βασιλεία των ουρανών. Αυτό το είπαμε και παραπάνω. Έτσι την χαρακτήρισε ο Κύριος στο πρώτο του κήρυγμα, όταν λέγει· “μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών”
47
(Ματθ. Δ’ 17). Βασιλεία ουρανών, όταν έλεγε, εννοούσε την Εκκλησία του που τότε επρόκειτο να ιδρύσει. Η βασιλεία αυτή των ουρανών, η Εκκλησία, αποτελείται όχι μόνο από τους σήμερα ζωντανούς, αλλ’ από τους πιστούς όλων των αιώνων και όλων των γενεών, και από τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης, και από εκείνους που πίστευσαν στον Άδη, όταν μετά την ταφή του κατήλθε εκεί ο Χριστός. Διαιρείται σε δύο μέρη η Εκκλησία· στη στρατευόμενη Εκκλησία πάνω στη γη και στην θριαμβεύουσα Εκκλησία στους ουρανούς. Στην πρώτη ανήκουν όλοι όσοι αγωνίζονται ακόμη πάνω στη γη τον καλό αγώνα της πίστης και ευσέβειας και της κατά Χριστόν ζωής με σκοπό να λάβουν το στεφάνι της θείας δόξας και τιμής ως στεφάνι δικαιοσύνης. Την ουράνια την αποτελούν οι τετελειωμένοι Άγιοι, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, οι αγωνιστές, οι νικητές και θριαμβευτές. Αυτοί χαίρονται τώρα και αγάλλονται στον Ουρανό μαζί με το Σωτήρα Χριστό. Η Εκκλησία, λοιπόν, έχει στρατιώτες, αθλητές και αγωνιστές —στρατευόμενη Εκκλησία. Έχει ακόμα νικητές και θριαμβευτές —θριαμβεύουσα Εκκλησία. Ακόμη η Εκκλησία είναι και “κιβωτός σωτηρίας”, όπως την χαρακτηρίζουν οι Πατέρες, κατά τον τύπο της κιβωτού του Νώε. Όπως μέσα στην κιβωτό του Νώε σώθηκαν από τον κατακλυσμό μόνο όσοι βρίσκονταν ασφαλισμένοι μέσα σε αυτή, παρομοίως και από τον κατακλυσμό της αμαρτίας και του θανάτου σώζονται μόνο όσοι βρίσκονται μέσα στην κιβωτό της Εκκλησίας ασφαλισμένοι εκεί μέσα με τη χάρη και προστασία του Σωτήρας Χριστού. Η Εκκλησία ακόμη είναι -αυτό το πιο σπουδαίο- “Ο Χριστός ο μεθ’ ημών ων και παρατεινόμενος εις τους αιώνας”, κατά τη γνώμη του αγίου Αυγουστίνου. Τώρα, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, όποιος βρίσκεται στην Εκκλησία, βρίσκεται και μαζί με το Χριστό. Όποιος μένει έξω από την Εκκλησία, αυτός δεν έχει σχέση με το Χριστό, επομένως δεν έχει και σωτηρία. Να πούμε και αυτό ακόμα, που το λένε οι Πατέρες: Όποιος έχει μητέρα την Εκκλησία, έχει πατέρα το Θεό, όποιος δεν έχει μητέρα την Εκκλησία, ούτε το Θεό έχει πατέρα. Τέλος, είπαμε, η Εκκλησία αποτελείται από τον Κλήρο και το Λαό. Ο Κλήρος είναι ειδική τάξη, που ορίσθηκε, καθιερώθηκε και καταστάθηκε από το Θεό. Αυτή φέρει την ιεροσύνη του Χριστού και έχει αδιάκοπη την διαδοχή από τους Αγίους Αποστόλους. Η τάξη αυτή των ιερωμένων είναι για να διδάσκει, να αγιάζει, να διοικεί τον λαό. Ο Λαός που είναι μεγάλο τμήμα και μέρος, το μεγαλύτερο, του σώματος της Εκκλησίας, δέχεται τις ευχές και ευλογίες του κλήρου. Αλλά και συμμετέχει στα πνευματικά έργα της Εκκλησίας και κυρίως στο διδακτικό, το κοινωνικό και το διοικητικό. Έτσι βοηθά τον ιερό κλήρο στα βαριά έργα και καθήκοντά του. 2. Ίδρυση και σύσταση της Εκκλησίας
48
Ποιος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας; Ποιος άλλος; Ο Αρχηγός και Κύριός της, ο Ιησούς Χριστός. Ο Χριστός ίδρυσε και συνέστησε την Εκκλησία, όταν μάζεψε γύρω του τους δώδεκα μαθητές και Αποστόλους του. Αυτός ο κύκλος των Δώδεκα υπήρξε ο πρωταρχικός πυρήνας της Εκκλησίας. Γι’ αυτό λέγεται, ότι η Εκκλησία θεμελιώθηκε “επί τω θεμελίω των Αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού” (Εφεσ. β’ 20). Η Εκκλησία επιπλέον συστάθηκε και αγιάσθηκε από τη λογχευθείσα πλευρά του Κυρίου, όπως η Εύα από την πλευρά του Αδάμ. Το ύδωρ και το αίμα που απέρρευσαν από την αγία του πλευρά, τα άγια αυτά στοιχεία την συνέστησαν. Το ύδωρ, που έδειχνε το βάπτισμα, και το αίμα, που ήταν το Αίμα της Θείας Κοινωνίας. Με τα δύο αυτά κυρίως μυστήρια συνεστήθει η Εκκλησία ως θείος οργανισμός και πνευματικό καθίδρυμα σωτηρίας, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος. “Ουχ απλώς δε ουδέ ως έτυχεν αύται εξήλθον αι πηγαί, αλλ’ επειδή εξ αμφοτέρων τούτων η Εκκλησία συνέστηκεν. Ίσασιν οι μυσταγωγούμενοι δι’ ύδατος μεν αναγεννώμενοι, δι’ αίματος δε και σαρκός τρεφόμενοι. Εντεύθεν αρχήν λαμβάνει τα μυστήρια, ίνα, όταν προσίης τω φρικτώ ποτηρίω ως απ’ αυτής πίνων της πλευράς, ούτω προσίης”. Ουσιαστικώς όμως και κυρίως την ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία και γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας καλείται, με την επέλευση του Παναγίου Πνεύματος. Τότε, λέμε, ιδρύθηκε η Εκκλησία. Το Πνεύμα το Άγιο την συγκρότησε. Το Πνεύμα το Άγιο της έδωσε πνοή και ζωή. Το Πνεύμα το Άγιο την κίνησε προς το σωτήριο έργο της. Πώς ; Με ποιο μέσο και τρόπο; Με το να αναδείξει τους μαθητές αποστόλους Του Χριστού και πάνσοφους διδασκάλους της Οικουμένης τους αλιείς της Τιβεριάδας. Από τότε το Πνεύμα το Άγιο μένει στην Εκκλησία και “βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί,… όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας”. Φωτίζει τους κήρυκες. Καθιερώνει, στηρίζει και χαριτώνει τους θείους της λειτουργούς. Τελειοποιεί, τελεσιουργεί τα μυστήρια. Αγιάζει τους ιστούς, και καθιστά πράγματι την Εκκλησία και “Σώμα Χριστού” και “Κιβωτό σωτηρίας” και “Βασιλεία Θεού” αιώνια και βασιλεία αήττητη προς τους εχθρούς της, της οποίας “πύλαι άδου ου κατισχύσουσι” (Ματθ. Ιστ’ 18), όπως είπε ο ίδιος ο Χριστός. Για την αήττητη αυτή βασιλεία και δόξα της Εκκλησίας μιλούν και λένε και οι Πατέρες της Εκκλησίας: “Θρόνον Χριστού εννοεί την Εκκλησίαν, επαναπαύεται γαρ αυτῇ. Έσται, ουν, φησίν, η Εκκλησία Χριστού καταστράπτουσα και φωτίζουσα την υπ’ ουρανόν, και μένουσα διηνεκώς ως ο ήλιος και η σελήνη” (Μέγας Αθανάσιος). Ο ιερός Χρυσόστομος· “Μη απέχου Εκκλησίας (μη απομακρύνεσαι από την Εκκλησία)· ουδέν γαρ Εκκλησίας ισχυρότερον… Του ουρανού υψηλοτέρα εστί· της γης πλατυτέρα έστιν. Ουδέποτε γηρά, αεί δε ακμάζει. Διά τούτο το στερρόν αυτής και ασάλευτον δηλούσα η Γραφή όρος αυτήν καλεί”. Γι’ αυτό μας χρειάζεται
49
πίστη ασάλευτη στην Εκκλησία μας, πίστη ζωντανή και πλήρης αφοσίωση σ’ αυτήν, για να έχουμε και τη σωτηρία εξασφαλισμένη και τη νίκη κατά των εχθρών της και εχθρών μας πάντοτε με το μέρος μας, δική μας νίκη, δική μας βασιλεία. Όπως είδαμε, με το “Πιστεύω” αρχίζουμε την θεία διδαχή μας για την Εκκλησία. “Πιστεύω… εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν”. Πρώτα την πίστη θέτουμε και εδώ ως βάση και στήριγμα και μέσο και έπειτα προχωρούμε στα άλλα θέματα της Εκκλησίας μας. Είπαμε προηγουμένως, ότι εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούμε την Εκκλησία. Αλλ’ αφού την αποτελούμε εμείς, τι χρειάζεται να βάζουμε στην αρχή το “Πιστεύω…” και να λέμε “Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν”; Εμείς είμαστε ορατά πρόσωπα. Μας βλέπει κανείς, μας ακούει, μας αισθάνεται. Δηλαδή μας γνωρίζει. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, πίστη, διότι η πίστη αναφέρεται στα αόρατα και μη βλεπόμενα πρόσωπα και πράγματα. Τι να απαντήσουμε εδώ; Σωστή η παρατήρηση. Αλλ’ αν εμείς αποτελούμε το ορατό μέρος της Εκκλησίας και γι’ αυτό λέγεται και ορατή η Εκκλησία, ο Αρχηγός και Κεφαλή της, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που την κρατά ζωντανή και δραστήρια και την κυβερνά, το Άγιο Πνεύμα, που τελεί τα μυστήριά της και την αγιάζει, όλοι όσοι έχουν φύγει και οι άγιοι που βρίσκονται στους ουρανούς, όλοι αυτοί είναι αόρατοι τώρα για μας που είμαστε πάνω στη γη και φαίνονται. Γι’ αυτούς χρειάζεται η πίστη μας. Πιστεύουμε, ότι την Εκκλησία την ίδρυσε ο Χριστός και Εκείνος είναι η Κεφαλή της. Πιστεύουμε, ότι το Άγιο Πνεύμα την αγιάζει. Πιστεύουμε στην εν ουρανοίς θριαμβεύουσα Εκκλησία. Αυτό είναι το αόρατο μέρος της Εκκλησίας και εδώ έχει θέση το “Πιστεύω”. Ορατή και αόρατη η Εκκλησία ζητά την πίστη μας, για να μας χορηγεί τις δωρεές και ευλογίες της. 3. Τα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας μας Αυτά τα περιλαμβάνει το Σύμβολο της Πίστεως και είναι το Μία, το Αγία, το Καθολική, το Αποστολική. Η Εκκλησία λοιπόν είναι: α) Μία. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιδρυτής της, Κύριος Ιησούς Χριστός, όχι πολλές, αλλά μία Εκκλησία ίδρυσε και σε αυτήν συμπεριέλαβε και συμπεριλαμβάνει όλους τους ανθρώπους κάθε γενιάς και κάθε εποχής, κάθε φυλής και γλώσσας, όταν αυτοί ομολογούν την μία και την αυτήν πίστη και προσφέρουν τη μία και την αυτή προσκύνηση και λατρεία στο άγιο πρόσωπό Του και Του Πατρός και Του Αγίου Πνεύματος, της μίας Παναγίας και Ζωαρχικής Τριάδας. Ένας ο Κύριος και ιδρυτής και Νυμφίος της Εκκλησίας, μία και η Εκκλησία, μία η νύμφη του Χριστού, μία η λογική και πνευματική, η ιερή και αγία ποίμνη. Ενωμένοι οι Χριστιανοί όλων των αιώνων και των γενεών σε μία πίστη και λατρεία, ενωμένοι και σε μία ιεραρχία και διοίκηση, η οποία έχει την αρχή της στους Αποστόλους, αποτελούν τη μία Εκκλησία. Μόνο όσοι δεν αποδέχονται την πίστη της Εκκλησίας και δεν υποτάσσονται στη διοίκησή της, αυτοί
50
είναι αιρετικοί ή σχισματικοί και αποβάλλονται, εκδιώκονται από την Εκκλησία ως κακόδοξοι και πλανεμένοι. Αποβάλλονται με την ποινή της καθαίρεσης οι κληρικοί, με τον αφορισμό οι λαϊκοί. Με αναθεματισμό ακόμη. Η αίρεση είναι νόσος βαρύτατης μορφής και γάγγραινα θανατηφόρος και εφόσον ο αιρετικός δεν μετανοεί και δεν αποκηρύττει τις πλάνες του, δεν μπορεί να μένει στη μία πίστη, την πίστη της Εκκλησίας· έχει δική του πίστη και διδασκαλία, αντίθετη μάλιστα προς την πίστη της Εκκλησίας και αποτελεί κίνδυνο και για τους άλλους πιστούς. Ο απόστολος τον χαρακτηρίζει διεστραμμένο και επικίνδυνο για τον πιστό, γι’ αυτό λέει· “αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ών αυτοκατάκριτος”(Τίτ. γ’ 10-11). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει· “του εις αίρεσιν εμπεσείν το την εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν”. Δηλαδή αίρεση και σχίσμα μεγάλα κακά και τα δύο και το καθένα δεν είναι μικρότερο από το άλλο. Πρέπει ακόμα να ξέρουμε, πως αιρετικός δεν είναι μόνο αυτός που αρνείται τα πρώτα και βασικά δόγματα της Πίστης, την Αγία Τριάδα, τη Θεότητα του Χριστού, την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύματος και άλλα, όπως κάνουν οι δυσσεβείς Χιλιαστές. Αιρετικός είναι και αυτός που σκοντάφτει και αλλαξοπιστεί και σε δευτερεύοντα, ας πούμε, θέματα. Όπως σε πολλά τέτοια οι Παπικοί και Προτεστάντες. Αιρετικοί είναι και αυτοί. Λοιπόν, έξω από την Εκκλησία οι αιρετικοί και σχισματικοί, έξω από τη θεία μάνδρα, έξω από την αγία λογική ποίμνη. Η Εκκλησία είναι μία και όχι δύο, όχι πολλές, διότι ένας είναι ο Κύριος, μία η Κεφαλή, ένα το Πνεύμα, που την ζωογονεί και εμπνέει και η Εκκλησία μία και η αυτή. β) Αγία. Αγία είναι η Εκκλησία, άγιο και άμωμο καθίδρυμα σωτηρίας, διότι άγιος και άμωμος είναι ο Ιδρυτής και Αρχηγός της, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Είναι Αγία, διότι αποτελείται από αγίους, όπως ονομάζονταν οι Χριστιανοί την πρώτη αποστολική εποχή· και ονομάζονταν άγιοι και διότι αυτόν τον προορισμό είχαν και επεδίωκαν, όπως και κάθε εποχής Χριστιανοί σκοπό της ζωής τους και της ένταξής τους στην Εκκλησία είχαν να γίνουν άγιοι και αγιάζονται πράγματι μέσα στην Εκκλησία. Ακόμη είναι Αγία, διότι Άγιο είναι και την αγιότητα της χορηγεί το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο μένει σε αυτήν και τελεσιουργεί τα ιερά της μυστήρια, για να αγιάζει τους πιστούς της. Έπειτα και ο σκοπός της Εκκλησίας, όπως και του κάθε πιστού σκοπός, είναι άγιος, και η χάρη που μεταδίδει είναι αγία, αφού το Άγιο Πνεύμα απορρέει και η διδασκαλία είναι και όλα τα μέσα που χρησιμοποιεί προς αγιασμό των μελών της άγια είναι και αυτά. Ο θείος απόστολος, για να παραστήσει την αγιότητα της Εκκλησίας που πηγάζει από τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της, τον Χριστό, λέει· “Ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τω λουτρώ του
51
ύδατος εν ρήματι (και αυτό είναι το άγιο βάπτισμα), ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα ή αγία και άμωμος” (εφεσ. ε’ 25-27). Οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν την Εκκλησία “θεοπρεπέστατη” και “αγιοφόρο” και ο άγιος Ειρηναίος λέει, ότι “όπου η Εκκλησία εκεί και το Πνεύμα το Θεού (που αγιάζει τους πιστούς) και όπου το Πνεύμα του Θεού εκεί και η Εκκλησία και πάσα χάρις”. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραβάλλοντας την Εκκλησία με την κιβωτό του Νώε, αλλά με τη διαφορά, ότι η κιβωτός εκείνη δεν μετέβαλε την κτηνώδη και θηριώδη φύση των ζώων που παρέλαβε, όπως τη μεταβάλλει η αγία του Χριστού Εκκλησία, λέει: Η κιβωτός εκείνη λύκο παρέλαβε και λύκο έδωσε, κόρακα έλαβε, κόρακα έδωσε, φίδι δέχθηκε, φίδι απόλυσε. Η Εκκλησία όμως παραλαμβάνει ανθρώπους, που μοιάζουν ως προς τα πάθη της ψυχής με τα άγρια ένστικτα των θηρίων, και τους μεταβάλλει, τους αναγεννά, τους εξαγιάζει. Έτσι παίρνει λύκο θηριώδη και αποδίδει πρόβατο ειρηνικό. Παίρνει φίδι δόλιο και αποδίδει άνθρωπο αγαθό. Παίρνει μνησίκακο άνθρωπο και φθονερό σαν την καμήλα και αποδίδει άκακο και μακρόθυμο και ανεπίφθονο, αναγεννημένο άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο είναι και λέγεται αγία η Εκκλησία. γ) Καθολική είναι η Εκκλησία. Τι θα πει η Εκκλησία είναι καθολική; Όταν ο Κύριος μετά την ανάστασή του απέστειλε τους μαθητές του στο κήρυγμα, τους είπε· “πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει” (Μάρκ. ιστ’ 15). Από το λόγο και την παραγγελία αυτή του Κυρίου προς τους αποστόλους του παίρνουμε μία ιδέα του τι θα πει καθολικότητα και καθολική. Λέμε λοιπόν, ότι καθολική θα πει διδασκαλία και Εκκλησία που έχει σε όλο τον κόσμο οπαδούς και λάτρεις. Η εξήγηση όμως αυτή έχει μάλλον εξωτερική και εδαφική σημασία και είναι το ίδιο με το παγκόσμια. Δηλαδή Εκκλησία εξαπλωμένη σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους ανθρώπους της γης. Τότε μεν στην αποστολική εποχή δεν είχε τόση έκταση η Εκκλησία, για να έχει σε όλα τα έθνη και σε όλα τα μέρη πιστούς. Γρήγορα όμως επεκτάθηκε στον τότε γνωστό κόσμο, αφού οι απόστολοι διασκορπίστηκαν παντού, σε όλες τις ηπείρους, Ασία, Αφρική και Ευρώπη και “εις πάσαν την γην εξήλθε ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της Οικουμένης τα ρήματα αυτών”. Ο Παύλος μόνος από την Αντιόχεια, τη Μικρά Ασία, τη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα ως τη Ρώμη και την Ισπανία κήρυξε το Ευαγγέλιο και ίδρυσε Εκκλησίες. Αλλά και σήμερα ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί αυτό, το ότι η Εκκλησία είναι καθολική, με τη σημασία ότι είναι παγκόσμια. Από όλους τους κατοίκους της γης, μόνο το ένα τρίτο περίπου είναι Χριστιανοί. Αυτοί όλοι δεν είναι Ορθόδοξοι, δεν κρατούν την ορθόδοξη πίστη. Αλλού, λοιπόν, σε άλλη έννοια πρέπει να αναζητήσουμε και να βρούμε το καθολική. Όχι στην εξωτερική έκταση αλλά στην ταυτότητα και πλήρη ενότητα
52
της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ώστε πάντοτε, παντού και από όλους το ίδιο να πιστεύεται, το ίδιο να ομολογείται, το ίδιο να λατρεύεται και να ακολουθείται. Έτσι σε όποιο μέρος της γης βρεθεί κανείς και ανάμεσα σ οποιαδήποτε φυλή των ανθρώπων να ακούει τα ίδια δόγματα να κηρύττονται και να διδάσκονται, τα ίδια ιερά μυστήρια και με τον ίδιο τρόπο να τελούνται και τα ίδια καλά και άγια έργα να φρονούν και να πράττουν όλοι. Έπειτα από αυτά, δίνουμε τη σωστή και τέλεια εξήγηση του “καθολική”. Λοιπόν, το καθολική έχει κυρίως εσωτερική έννοια, που σημαίνει την ενότητα και το σύμφωνο στην πίστη, συμφωνία και ταυτότητα στη διδαχή και τη λατρεία, στη διοίκηση και την επικοινωνία, ώστε όλοι οι Χριστιανοί σε όλα τα μέρη και τις φυλές της γης το ίδιο “Πιστεύω” να έχουν, την ίδια διδασκαλία να ακούν και να ακολουθούν. Επομένως το καθολική θα πει Ορθόδοξη. Πιστεύουμε, λοιπόν, σε μία, αγία, καθολική, δηλαδή Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή είναι η βαθύτερη και τελειότερη, η καθαυτό έννοια και σημασία του καθολική. δ) Αποστολική. Αποστολική λέγεται η Εκκλησία, διότι ιδρύθηκε μεν από τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά κηρύχθηκε από τους Αποστόλους σε όλο τον κόσμο και όπως είπαμε και προηγουμένως, θεμελιώθηκε “επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού” (Εφεσ. β’ 20). Ακόμα δε λέγεται αποστολική, διότι την αποστολική πίστη και ομολογία κρατά και κηρύττει προς όλους και διότι οι ποιμένες και λειτουργοί, επίσκοποι και πρεσβύτεροι, όλοι οι κληρικοί και ιερωμένοι της κρατούν την αποστολική διαδοχή και διοίκηση. Έτσι η Εκκλησία είναι στόμα Χριστού και στόμα αποστόλων και κηρύττει πάντοτε ό,τι από το στόμα του Χριστού και των αποστόλων του βγήκε και κρατά την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή. Δηλαδή ο ένας επίσκοπος, που εγκαταστάθηκε επίσκοπος από τους ίδιους τους αγίους αποστόλους, παραδίδει την επισκοπική χάρη και διακονία σε άλλο, αυτόν τον άλλο κοινωνικώς τον διαδέχεται και ούτω καθεξής μέχρι σήμερα, ώστε όλοι να αποτελούν μία αδιάσπαστη συνέχεια και μία να έχουν διαδοχή από τους αποστόλους ως τα σήμερα και ως το τέλος του κόσμου. Στη Σύνοδο της Καρθαγένης ο Άγιος Κυπριανός, τονίζοντας την αποστολικότητα της Εκκλησίας από την πλευρά της αποστολικής διαδοχής, είπε· “Τους αποστόλους διεδέχθημεν μετά της αυτής εξουσίας κυβερνώντες την Εκκλησίαν”. Ο Άγιος Κλήμης επίσκοπος Ρώμης λέει, ότι οι απόστολοι “κατά χώρας και πόλεις κηρύσσοντες καθίστανον τας απαρχάς αυτών, δοκιμάσαντες τω Πνεύματι εις επισκόπους και διακόνους των μελλόντων πιστεύειν (δοκίμαζαν με το φωτισμό και χάρη των αγίων αποστόλων, ποιοι είναι κατάλληλοι να γίνουν επίσκοποι και διάκονοι, για να κυβερνούν και διδάσκουν αυτούς που επρόκειτο να πιστεύσουν)”. Παρατηρεί, ότι οι απόστολοι έλαβαν πρόνοια, “όπως εάν κοιμηθώσι (όταν
53
πεθάνουν αυτοί), διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες (να τους διαδεχθούν) εις την λειτουργίαν αυτών”. 10. «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Στο δέκατο άρθρο διατυπώνεται η ομολογία στην πίστη της λυτρωτικής αξίας του βαπτίσματος. Το βάπτισμα, το πρώτο από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, σβήνει τις αμαρτίες του ανθρώπου και τον αξιώνει να λάβει μέρος, καθαρός και ξαναγεννημένος, στη ζωή της Εκκλησίας. 11. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». 12. «Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Με τα δύο αυτά τελευταία άρθρα του συμβόλου της πίστεως, ομολογούμε την πίστη μας στη ζωή, που είναι πιο πέρα από τον τάφο και την προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών. Είναι μιά παλιά διδασκαλία της Εκκλησίας, η διδασκαλία για τη μέλλουσα ζωή. Ο απόστολος Παύλος διατυπώνει με πολύ ωραίο τρόπο την προσδοκία τής αιωνιότητας. «Δεν έχουμε εδώ πολιτεία — πατρίδα που να μένη σταθερή και παντοτινή, μα αποζητούμε τη μελλοντική και αιώνια πολιτεία - πατρίδα». Η Ανάσταση του Χριστού δυναμώνει την πίστη μας σε μιά μελλοντική αιώνια ζωή, μέσα σ’ ένα καινούριο κόσμο, χωρίς ίσκιους και ατέλειες, που πάνω του θα λάμπει η δικαιοσύνη και η αγάπη του Θεού και Πατέρα. Η αρχή αυτού του κόσμου θα γίνει με τη φοβερή και ένδοξη Δευτέρα Παρουσία, που θα ’ρθη ξαφνικά σ’ έναν μυστικό χρόνο, που κανένας δεν μπορεί να τον υπολογίσει. ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Τα μυστήρια κατέχουν κεντρική θέση στη Χριστιανική λατρεία. «Και άλλως δε μυστήριον καλείται», γράφει ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την Ευχαριστία, «ότι ουχ απερ ορώμεν πιστεύομεν, αλλ’ έτερα ορώμεν, και έτερα πιστεύομεν... Ακούω σώμα Χριστού, ετέρως εγώ νοώ το ειρημένον, ετέρως ο άπιστος». Αυτός ο διπλός χαρακτήρας, ο ταυτόχρονα εξωτερικός και εσωτερικός, είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό του μυστηρίου: τα μυστήρια, όπως και η Εκκλησία, είναι ταυτόχρονα ορατά και αόρατα. Σε κάθε μυστήριο υπάρχει ο συνδυασμός ενός εξωτερικού, ορατού σημείου με μια εσωτερική, πνευματική χάρη. Στο βάπτισμα ο χριστιανός υφίσταται μια ορατή κατάδυση στο νερό, ενώ ταυτόχρονα καθαρίζεται εσωτερικά από τις αμαρτίες του. Στην Ευχαριστία λαμβάνει αυτό, που από ορατή άποψη είναι άρτος και οίνος, ενώ στην πραγματικότητα μεταλαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Στα περισσότερα
54
μυστήρια η Εκκλησία παίρνει υλικά πράγματα νερό, ψωμί, κρασί, λάδι και τα μετατρέπει σε οχήματα του αγίου Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό τα μυστήρια μας μεταφέρουν στο γεγονός της Σάρκωσης, όταν ο Χριστός ανέλαβε υλική σάρκα και την κατέστησε όχημα του αγίου Πνεύματος. Αφετέρου δε προεικάζουν την αποκατάσταση και την τελική λύτρωση της ύλης κατά την Εσχάτη Ημέρα. Η Ορθοδοξία απορρίπτει κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο να καταστήσει τα μυστήρια λιγότερο υλικά. Το ανθρώπινο πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί υπό ολιστικούς όρους, ως μια αδιάλυτη ενότητα ψυχής και σώματος έτσι, ώστε τα μυστήρια, στα οποία συμμετέχουν οι άνθρωποι, να περιλαμβάνουν το σώμα και το πνεύμα τους. Το βάπτισμα τελείται δια καταδύσεως. Στην Ευχαριστία χρησιμοποιείται ένζυμος άρτος κι όχι «μπισκότα». Κατά την εξομολόγηση ο ιερέας δεν μεταδίδει την άφεση εξ αποστάσεως, αλλά δια της επιθέσεως των χειρών στην κεφαλή του μετανοούντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνήθως αναφέρεται σ’ επτά μυστήρια. Βάπτισμα Χρίσμα Ευχαριστία Μετάνοια η Εξομολόγηση Ιερωσύνη Γάμος Ευχέλαιο 1. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ Το βάπτισμα είναι το πρώτο μυστήριο. Είναι θεοσύστατο, όπως είπαμε πως είναι όλα τα μυστήρια, δηλαδή το συνέστησε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Το συνέστησε “έργω και λόγω”, έργω μεν όταν και ο ίδιος, παρότι αναμάρτητος εκείνος, βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη, οπότε συνέτριψε τις κεφαλές των δρακόντων, δηλαδή των δαιμόνων που έμεναν στα ύδατα, και αγίασε τη φύση των υδάτων. Τότε μας έδειξε τον τύπο και την ανάγκη του να βαπτιζόμαστε εμείς οι αμαρτωλοί. Αλλά και “λόγω”, και κυρίως τότε, όταν έδωσε την εντολή στους αγίους μαθητές και αποστόλους του μετά την Ανάστασή Του· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Πάλι· “Πορευθέντες εις τον κόσμον άπατα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει. Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται” (Ματθ. κη’ 19 και Μάρκ. ιστ’ 15-26). Θεοσύστατο λοιπόν το μυστήριο του βαπτίσματος. Ο Κύριος το ίδρυσε. Οι απόστολοι το
55
εφάρμοσαν και το παρέδωσαν στην Εκκλησία και η Εκκλησία το κράτησε και το κρατά, όπως το παρέλαβε. α)Τι γίνεται στο βάπτισμα; Στο άγιο Βάπτισμα λαμβάνει χώρα ένας θάνατος και μία ανάσταση, μία γέννηση, αναγέννηση. Θάνατος πρώτα, γι’ αυτό και πρέπει να βουτιέται όλος ο βαπτιζόμενος στο νερό της κολυμβήθρας, διότι το βούτηγμα αυτό συμβολίζει το θάνατο. Ποιο θάνατο; Το θάνατο του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας. Νεκρώνεται, ενταφιάζεται στην κολυμβήθρα, πεθαίνει ο αμαρτωλός άνθρωπος. Φεύγει τότε από μέσα του, εξαλείφεται το προπατορικό αμάρτημα και ελευθερώνεται ο άνθρωπος από το κράτος της αμαρτίας, παρότι και μετά το βάπτισμα μένει μία κάποια κλίση και ροπή προς το κακό. Μένει αυτή η κακή κλίση και ροπή, για να αγωνίζεται ο Χριστιανός και επιτυγχάνει και με δικές του δυνάμεις και προσπάθειες την αναγέννησή του. Πάντως από την ιερή κολυμβήθρα και με την τριπλή κατάδυση στο ευλογημένο και αγιασμένο νερό της βγαίνει ο βαπτισθείς νεκρός προς την αμαρτία, αναγεννημένος σε νέα ζωή, αναστημένος στη ζωή του Χριστού, παιδί του Θεού, Χριστιανός πιστός και πολίτης, μέλος της βασιλείας του Θεού, δηλαδή της Χριστιανικής Εκκλησίας. Επομένως και κληρονόμος της ουρανίου βασιλείας. Ο απόστολος Παύλος ως εξής περιγράφει την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου που παίρνει από το βάπτισμά του. “Αδελφοί, λέει ο Παύλος· όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν· συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα, τούτο γινώσκοντες, ότι (στο βάπτισμα) ο παλαιός ημών άνθρωπος (η κακή και πονηρή φύση μας, ο αμαρτωλός εαυτός μας) συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία” (Ρωμ. στ’ 3-6). Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέει· “βάπτισμα τοίνυν εστίν αμαρτιών κάθαρσις, άφεσις πλημμελημάτων, ανακαινισμού και διαγεννήσεως αιτία”. Επομένως θάνατος του κακού, ανάσταση του αγαθού, αναγέννηση, υιοθεσία, νέα ζωή πνευματική και αγία είναι τα δώρα και οι χάρες του βαπτίσματος και έτσι πρέπει να ζούμε μετά το βάπτισμά μας, καθαροί και άγιοι. Όλοι οι Χριστιανοί. Το βάπτισμα λέγεται και φώτισμα και “λουτρόν παλιγγενεσίας” και “μυστικόν λουτρόν” και “λουτρόν σωτηρίας” και “ύδωρ της αιωνίου ζωής” και πολλά άλλα ονόματα έχει. Λέγεται λουτρό ψυχής, διότι αποφέρει την κάθαρση της ψυχής, “λουτρόν παλιγγενεσίας” για την επαναφορά στην πρώτη του ανθρώπου αθώα ζωή, λέγεται και “φώτισμα”, διότι φωτίζεται ο άνθρωπος, από το σκοτάδι της αμαρτίας μεταπηδά στο φως του Χριστού και γίνεται όλος φως και ζωή και
56
ακτινοβολεί το φως της θείας, της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό και οι προοδευμένοι στην κατήχηση, που ήταν και έτοιμοι για το βάπτισμα, κατά την παλιά εποχή λέγονταν “φωτιζόμενοι”. Γι’ αυτό ακούμε στην Προηγιασμένη θεία Λειτουργία από το μέσο της αγίας Τεσσαρακοστής έτσι να προσκαλούνται· “όσοι προς το φώτισμα προσέλθετε, οι προς το φώτισμα προσέλθετε”. Μετά τις δεήσεις που κάνει για αυτούς ο λειτουργός λέει· “Όσοι προς το φώτισμα προέλθετε, οι προς το φώτισμα προέλθετε”. 2. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ α) Το νόημα του Μυστηρίου Ή αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος είναι πλήρης, Αλλά ό νεοφώτιστος είναι «νήπιος εν Χριστώ» και έχει ανάγκη βοηθείας, πού δίδεται σ' αυτόν με το Άγιο Πνεύμα κατά την τέλεση του Χρίσματος. Το έργο του Αγίου Πνεύματος στο νεοφώτιστο, είναι ή ειδική και ποικίλη χάρη, που αρχίζει σαν «Σφραγίδα δωρεάς Πνεύματος Αγίου». β) Σύσταση του Μυστηρίου Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία παραδόσεως του Μυστηρίου από τον Κύριο. Οι Άγιοι απόστολοι όμως μας παρέδωσαν την πράξη και μας μιλούν γι' αυτό σαν ιδιαίτερο Μυστήριο: «Καί υμείς χρίσμα έχετε από του Αγίου, και οίδατε πάντα» (Α' Ίω. β', 20), «εν ω και ύμεΐς... πιστεύσαντες έσφραγίσθητε τω Πνεύματι τω Άγίω ός εστίν αρραβών της κληρονομιάς ημών» (Εφ. α', 13-14).Επίσης από τίς Πράξεις των αποστόλων φαίνεται καθαρά ότι υπήρχαν βαπτισμένοι (από τους Διακόνους) χωρίς να έχουν λάβει το Άγιο Πνεύμα, οπότε οι απόστολοι «επετίθουν τάς χείρας έπ' αυτούς και ελάμβαναν Πνεύμα Άγιον» (Πράξ. η', 17). Για το Άγιο Πνεύμα ομιλεί και ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στο κεφ. ζ' 39, το οποίο θα ελάμβαναν κατά τους λόγους του Κυρίου «οί πιστεύοντες είς αυτόν», ενώ οι πρώτοι πού έλαβαν το Άγιο Πνεύμα είναι οι απόστολοι κατά την Πεντηκοστή. γ) Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου Τα σημεία αυτά είναι τέσσερα: 1. Το άγιο Μύρο - έλαιον από σαράντα αρώματα, που δηλώνουν «αισθητά» τα ποικίλα χαρίσματα του Άγιου Πνεύματος. 2. Η ευχή του Ιερέα. 3. Η χρίση των κυρίων μερών του σώματος καί 4. Τα λόγια του Ιερέα: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν». 57
Με τα «σημεία» αυτά ό Ιερέας δεν «τελεί» το Μυστήριο αυτό όπως τ' άλλα, αλλά μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα. δ) Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου. Ή χάρη του Χρίσματος είναι τα ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε', 2223 και Α' Κορ. ιβ'4καί 8-11), τα οποία λαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι βαπτισμένοι. Εάν τα διατηρούν ή εάν τα αυξάνουν, με τη δύναμη πάλι του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα μεγάλο θέμα πού συνδέεται και με την προαίρεση του καθενός. Πάντως το Χρίσμα δεν επαναλαμβάνεται. Εξαίρεση γίνεται εάν κάποιος ορθόδοξος πλανηθεί και ακολουθήσει άλλη θρησκεία, εφ' όσον μετανοήσει, μπορεί να γίνει δεκτός ξανά στην ορθόδοξη Εκκλησία με τη χρίση (πάλι) του Αγίου Μύρου. Τα χαρίσματα γίνονται ενεργά με τη μετάνοια, την εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία. ε) Ο ρόλος του αναδόχου Σε μια συζήτηση που είχα με μία καλοπροαίρετη ψυχή διαπίστωσα ότι, ενώ έχει γίνει ήδη ανάδοχος, δεν γνώριζε καν αν είναι καλά στην υγεία του το πνευματικό του παιδί, καθώς επίσης και τα σημαντικά καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν την ιδιότητα. Με αφορμή λοιπόν αυτό το γεγονός γράφω τα παρακάτω με απώτερο σκοπό την ποιμαντική καθοδήγηση των αναδόχων, έτσι ώστε να προβληματίσει τον ήδη ανάδοχο αλλά και να προετοιμάσει αυτόν που πρόκειται να γίνει, προσεγγίζοντας το όλο μυστήριο του βαπτίσματος πιο συνειδητά με περισσότερη πίστη, θέτοντας θεμέλια πνευματικά και όχι μόνο υλικά. Χαρακτηριστικό είναι αυτό λοιπόν που λέει ο «Άγιος Νικόδημος»: Αν οι ανάδοχοι ήξεραν το τί λένε, τί υπόσχονται κατά τις κατηχήσεις και το βάπτισμα και τί μεγάλη ευθύνη αναλαμβάνουν, δεν θα ήθελαν να βαπτίσουν ούτε και αν τους παρότρυναν με θερμά παρακάλια. Προσέξτε όμως, σκοπός του Αγίου δεν είναι να μας αποτρέψει με αυτά που είπε από την παράδοση της Εκκλησίας μας το να γίνει δηλαδή κάποιος ανάδοχος γιατί έτσι ποιος ή ποια θα βαφτίζει τα παιδιά των ορθοδόξων που έρχονται στον κόσμο; Αλλά σκοπός του είναι να προετοιμάσει τον ανάδοχο για τα καινούργια του καθήκοντα. Επίσης, η βάπτιση που θα γίνει να αποτελέσει εφαλτήριο για περισσότερη πνευματική περισυλλογή και για προσθήκη πνευματικής ζωής, γινόμενος καλύτερος στα πνευματικά, γινόμενος τύπος και υπογραμμός με την άνοδό του αυτή και την προκοπή του. Αλλά τώρα, για
58
να γνωρίζετε γιατί πολλοί αποφασίζουν να αναδεχτούν, δηλαδή να γίνουν ανάδοχοι θέτοντας όμως αυτή τους την αποδοχή σε λάθος βάση. Οι λόγοι είναι πολλοί όπως: 1. Είναι καλό κάποιος να βαφτίζει γιατί έτσι έχει ακούσει απ’ τη γιαγιά του. 2. Γιατί με τον τρόπο αυτό γίνονται πιο δυνατοί οι φιλικοί δεσμοί που έχουμε με κάποιους. 3. Για να ξεπληρώσει κάποιος/α ένα τάμα που είχε κάνει. 4. Γιατί δεν απέκτησε κάποιος/α παιδί δικό του, σαρκικό. 5. Για να εξαλείψει αμαρτήματα (όπου αυτό είναι μεγάλη πλάνη) 6. Για να αναστήσει (κάποια γυναίκα)τόσα παιδιά, όσα έκανε έκτρωση!!! 7. Για να αποκτήσει κάποιος μια καλή κουμπαριά για λόγους συμφέροντος και μόνο. Ας δούμε τώρα ο ανάδοχος τί οφείλει να είναι προκειμένου να αναλάβει αυτή τη βαριά διακονία: 1. Οφείλει λοιπόν να είναι ευσεβής και ορθόδοξος χριστιανός όχι στα χαρτιά μόνο αλλά και σε όλη τη ζωή του. 2. Οφείλει να συμμετέχει στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας, εξομολόγηση, μετάνοια, συχνή Θεία Κοινωνία 3. Οφείλει να μελετά το λόγο Του Θεού, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και να γνωρίζει καλά την ορθόδοξη ζωή. 4. Οφείλει να γίνει ζωντανό παράδειγμα για το βαπτιστήρι του με τη συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας, κάνοντάς του εκτός των υλικών δώρων και πνευματικά, π.χ. ένα βιβλίο πνευματικό ή ένα dvd με ορθόδοξο περιεχόμενο. 5. Οφείλει να βλέπει και να νουθετεί το βαπτιστήρι του, όχι μια φορά το χρόνο και ίσως απ’ το τηλέφωνο αλλά να έχει τακτική επικοινωνία μαζί του γιατί αυτό θεμελιώνει γερές πνευματικές βάσεις!!! (νουθετώ σημαίνει: βάζω στον άλλον μυαλό, συμβουλεύω, ορμηνεύω) 6. Οφείλει να νουθετήσει με λόγο γνήσιο ορθόδοξο και δυνατό, σε λάθος ίσως επιλογές του αναδεκτού του, και έτσι να πετύχει κάτι που και η ίδια η οικογένεια δεν θα μπορούσε να πετύχει. Γι' αυτό οι σχέσεις γονέων, αναδόχων και αναδεχτών θα πρέπει να είναι σταθερές και γερές χωρίς να επηρεάζονται από τις μικρότητες που δημιουργεί ο κόσμος ή οι παραξενιές, ή οι ιδιορρυθμίες, ή και οι ιδιοτροπίες.
59
7. Οφείλει ο ανάδοχος και η ανάδοχος (όταν πρόκειται για ζευγάρι που έχει ενωθεί με τα ιερά δεσμά του γάμου) να αγωνίζονται το ίδιο για τον ανάδεκτό τους, και να γνωρίζετε, αν βαπτίζει ο σύζυγος , γίνεται ανάδοχος και η σύζυγος ταυτόχρονα. Οφείλουν λοιπόν, ειδικά όταν έχουν παιδιά ίδιας ηλικίας να πασχίζουν το ίδιο και για το σαρκικό αλλά και για το πνευματικό τους παιδί. Τον ίδιο λόγο θα δώσουν εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως. Ο ανάδοχος δεν τελειώνει το έργο του στο ναό την ημέρα της βαπτίσεως. Η σχέση αυτή αναδόχου - αναδεχτού δεν έχει ημερομηνία λήξεως. Η Εκκλησία, από τότε που καθιέρωσε το νηπιοβαπτισμό, μαζί με την ευθύνη των γονέων, η παρουσία του αναδόχου, είναι θα λέγαμε, μια εκ προοιμίου ασφαλιστική δικλείδα, ότι το νήπιο θα αναπτυχθεί εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, γι' αυτό ο ανάδοχος οφείλει να έχει τη σφραγίδα της ορθοδοξότητάς του. Η Εκκλησία μας θεωρεί πολύ σπουδαία σε αξία, σε βαρύτητα και σε ουσία, την πνευματική σχέση μεταξύ αναδόχου - αναδεκτού, γι' αυτό εξάλλου και δεν επιτρέπει την τέλεση θρησκευτικού γάμου μεταξύ τους, ή κωλύει τη σχέση 2 αναδεκτών που έχουν τον ίδιο ανάδοχο, γι' αυτό ο ανάδοχος καλό είναι να βαπτίζει ίδιου φύλου νήπια. Επίσης ένα παράδοξο φαινόμενο που παρατηρείται είναι η παρουσία πολλών αναδόχων. Αυτό δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας μας. Όπως η σαρκική πατρότητα χρεώνεται σε έναν πατέρα, έτσι και η πνευματική πατρότητα ασκείται από ένα πρόσωπο. Με όσα, λοιπόν, προαναφέραμε καλό θα είναι, όσοι σκέπτονται να βαπτίσουν, να έχουν πνευματικό εξομολόγο, να δείχνουν επίγνωση της εκκλησιαστικής ζωής τους, να ανδρώνονται και να μορφώνονται ζώντας χριστιανικά τον εν Τριάδι Θεώ. Ας δούμε τώρα κάποιες πρακτικές συμβουλές: ''Πρίν από το Μυστήριο'' Ο μέλλων ανάδοχος πρέπει να γνωρίζει την οικογένεια του αναδεκτού όχι επιφανειακά αλλά πνευματικά. Να γνωρίσει τον αναδεκτό του από μωρό κρατώντας επαφή μαζί του έτσι ώστε όταν θα έλθει η ώρα του μυστηρίου το νήπιο να μη θεωρεί ξένη την παρουσία του αναδόχου και να μην κλαίει γοερά. Να αποφασίσουν, γονείς και ανάδοχος, ότι η βάπτιση να γίνει απλή χωρίς υπερβολές και απαιτήσεις για ένα φαντασμαγορικό γεγονός ικανοποιώντας την ματαιοδοξία τους. Επίσης, όχι πανάκριβα ρούχα και όχι ακριβά δώρα, ικανοποιώντας την ματεριαλιστική μας διάθεση δηλαδή την φρούδα και κενή, υλιστική διάθεση. Όλα αυτά ξεκαθαρίζονται
60
από την αρχή για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις και για να λάβει έτσι, με την βοήθεια του Θεού, η αναδοχή, πνευματικές διαστάσεις. Ας εξετάσουμε πρακτικά τώρα τί κάνει ο ανάδοχος την ημέρα της βαπτίσεως: 1. Να έχει κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Σημαντικό επίσης να γνωρίζουμε είναι ότι το σωστό για την Εκκλησία μας είναι να γίνονται οι βαπτίσεις ως επί το πλείστον, ημέρα Κυριακή, δηλ. την ημέρα της χαράς που είναι η Ανάσταση του Κυρίου μας. 2. Να έχει προσέλθει πιο νωρίς στο ναό για να ετοιμάσει τα χαρτιά του παιδιού έτσι ώστε να καταχωρήσουν τα στοιχεία του νηπίου στο βιβλίο των ιερών βαπτίσεων του Ναού. 3. Να τακτοποιήσει τα ''εμφώτια'' ενδύματα (τα ενδύματα όπου μετά τη βάπτιση θα φορέσει το νήπιο). 4. Να φέρει γνήσιο ελαιόλαδο, το γνωστό αγιαζόμενο από τον ιερέα, που ονομάζεται «επορκιστόν έλαιον» και με το οποίο θα πρέπει να καλύψει καλά όλα τα μέρη του σώματος του νηπίου, το οποίο αποβλέπει στην προστασία του βαπτιζομένου από κάθε δαιμονική ενέργεια. Να ξεγλιστράει δηλαδή από τις καλοστημένες δαιμονικές παγίδες. 5. Να έχει μαζί του σαπούνι, λαδόπανα και πετσέτα μεγάλη 6. Λαμπάδα από γνήσιο μελισσοκέρι, όπου συμβολίζει την φωτεινή πίστη που πρέπει να έχει και να μεταδίδει ο βαπτιζόμενος χριστιανός «πάσας τας ημέρας της ζωής του». 7. Να έχει 3 καθαρά κεριά για την κολυμβήθρα. 8. Χρυσό Σταυρό, και όχι κοσμήματα που ίσως μπορεί να μοιάζουν με Σταυρό. 9. Να γνωρίζει από στήθους το Σύμβολο της Πίστεως. 10. Να έχει μαζί του μαρτυρικά, χωρίς χάντρες ή μπλε μάτια. Τα μαρτυρικά να είναι Σταυρός ή εικόνα της Παναγίας μας. 11. Αν τυπωθούν προσκλητήρια, η λέξη νονός να αντικατασταθεί με την παραδοσιακή και σωστή λέξη «Ανάδοχος», χωρίς ποιήματα κοσμικά, μη χριστιανικά αλλά μόνο με χριστιανικό περιεχόμενο. Οφείλει να πει στον ιερέα, ειδικά αν δεν το γνωρίζει, ότι είναι επιβεβλημένο η βάπτιση να μην γίνει σε στυλ ραντισμού ή επιχύσεως το οποίο καθιστά το μυστήριο άκυρο, αλλά να γίνει πλήρης ενβύθιση του νηπίου (και
61
το κεφάλι) κάτω από το νερό, εις τύπον της 3ημέρου ταφής και Ανάστασης του Κυρίου μας. 12. Η ανάδοχος και η μητέρα να εισέρχονται στο Ναό ευπρεπώς ενδεδυμένες. Δεν είναι ο Ναός αίθουσα κοινωνικής εκδηλώσεως. 13. Ο ανάδοχος οφείλει να συναισθάνεται την ιερότητα του Μυστηρίου και να διδάσκει με το παράδειγμά του, χωρίς γέλωτες και φωνασκίες. Τα ίδια ισχύουν και για τους γονείς. 14. Μετά το Δι’ ευχών... η μητέρα κάνει τρεις μετάνοιες και φιλά το χέρι του αναδόχου του παιδιού της, και αυτό δεν είναι ένα αστείο τυπικό έθιμο. Με την πράξη αυτή η μητέρα αναγνωρίζει την υψηλή και ιερή αποστολή του αναδόχου. Τι οφείλει ο ανάδοχος να κάνει μετά το βάπτισμα. Να προσέρχεται με τον αναδεκτό του κάθε Κυριακή για τη Θεία Μετάληψη. Συνήθως κατά τον ιερό του αριθμού τρία, έχει επικρατήσει –λάθος φυσικά- ότι πρέπει να μεταλάβει ο ανάδοχος τρεις φορές τον αναδεκτό του. Η φροντίδα των αναδόχων φυσικά και δεν σταματάει στις τρεις Κυριακές από την βάπτιση. Μα, πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι μετά από τις τρεις Κυριακές τελείωσε ο ανάδοχος τις υποχρεώσεις του; Είπαμε δεν υπάρχουν ανάδοχοι με ημερομηνία λήξεως. Ο ανάδοχος του ίδιου φύλου να κάνει το πρώτο μπάνιο του παιδιού την όγδοη ημέρα όπως είναι ρητή παράδοση της εκκλησίας μας. Τα απόνερα τα ρίχνει στο χωνευτήρι της Εκκλησίας ή και στη θάλασσα, όπου και είναι καλύτερα γιατί στη θάλασσα θα πλύνουμε και τα ρούχα, τις πετσέτες και τα λαδόπανα. Οφείλει να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξη του αναδεκτού του και αργότερα μπορεί (όχι υποχρεωτικά) να γίνει και κουμπάρος στο γάμο του αναδεκτού του. Ανάδοχε, το να αποκτήσεις αναδεκτό ή αν έχεις αποκτήσει, αυτό αποτελεί για σένα μια ιδιαίτερη ευλογία στη ζωή σου. Είναι μία τιμή που σου έγινε, από τους γονείς του νηπίου, που όμως, γίνεται μεγαλύτερη γιατί αυτή ευλογείται από την ίδια την Εκκλησία μας. Η θέση σου τώρα μέσα στη εκκλησιαστική ζωή είναι και ήταν μεγάλη και σίγουρα υπεύθυνη, γι' αυτό οφείλεις να γίνεις πνευματικός φάρος για όλους τους άλλους, για τους γονείς και πρώτα πολύ περισσότερο για τον αναδεκτό σου, όπου πρέπει με την εκ βαπτίσματος πνευματική υιοθεσία σου, να τον αναστήσεις σωστά, ηθικά, ορθόδοξα, πνευματικά. 5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ – ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
62
Είναι το μυστήριο της μετάνοιας μιας ψυχής, που συναισθάνεται την ευγνωμοσύνη αλλά και την ενοχή της ενώπιον του Χριστού, που σταυρώθηκε για να αναλάβει τις αμαρτίες μας και να μας επιστρέψει στον Παράδεισο. Ομολογεί κατόπιν ο άνθρωπος τις αμαρτίες του και υπόσχεται να αγωνιστεί για να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού με ακρίβεια και αγάπη. Αμαρτία είναι η παράβαση του θελήματος του Θεού. Συχνά έρχονται στον εξομολόγο άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κάνει σοβαρές αμαρτίες. Νομίζουν ότι αμαρτία είναι μόνον ο φόνος, η μοιχεία κλπ. Όμως η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η περιφρόνηση του Θεού. Περιφρονεί κανείς το Θεό όταν δεν ενδιαφέρεται να μάθει το θέλημά Του και να το εφαρμόσει στη ζωή Του. Έτσι απομακρύνεται σταδιακά από το Θεό και χάνει την ουράνια βασιλεία και μακαριότητα. Αυτό είναι ο πνευματικός θάνατος. Κανείς δεν εφεύρε την εξομολόγηση! Μας την παρέδωσε ο ίδιος ο Χριστός, όταν έδωσε στους αποστόλους εντολή να συγχωρούν αμαρτίες, εν ονόματι του Θεού. Από τότε οι απόστολοι χειροθέτησαν τους επισκόπους και αυτοί με τη σειρά τους, τους ιερείς και ποιμένες μέχρι σήμερα. Όσο μεγάλος άγιος και να είναι κανείς, δεν σώζεται χωρίς την εξομολόγηση, γι’ αυτό και ανήκει στα υποχρεωτικά μυστήρια, όπως και το βάπτισμα. Άλλο πράγμα να τα λες σε έναν φίλο σου, ή ακόμη και στο Θεό (αλλά δεν ξέρεις φυσικά αν σε ακούει, γιατί και ο Φαρισαίος μιλούσε, αλλά μόνον αυτός τα άκουγε!) και άλλο πράγμα να τα λες στον πνευματικό που είναι πρόσωπο μπροστά στα μάτια σου και εκπρόσωπος του Θεού εκείνη τη στιγμή. Η εξομολόγηση σβήνει τις αμαρτίες όλες «αν φυσικά είναι ειλικρινής η μετάνοια» και ο άνθρωπος ξαναφτάνει στη στιγμή του βαπτίσματος, δηλαδή όπως όταν ο Χριστός τον ξέπλυνε με το αίμα του και τον καθάρισε. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν χρωστάς στο Θεό και δεν πρόκειται να κριθείς, αλλά θα μπεις αυτόματα στη βασιλεία Του. Μάλλον η βασιλεία Του έχει έρθει ήδη από τώρα μέσα στην ψυχή σου. Κανείς δεν είναι άξιος να μεταλαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και όποιος το κάνει αυτό όχι μόνον δεν ωφελείται αλλά βάζει κρίμα μεγάλο στο λαιμό του. Ο απόστολος Παύλος λέει ότι για το λόγο ότι πολλοί κοινωνάνε απροετοίμαστοι, αρρωσταίνουν και μερικοί και πεθαίνουν. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η προετοιμασία πριν τη Θεία Κοινωνία και μάλιστα με τον καθαρισμό της Εξομολόγησης. Όταν προετοιμάζεσαι για εξομολόγηση, ζήτα από το Θεό να σου δώσει φώτιση και ταπείνωση, ώστε να μπορέσεις να δεις όλες τις αμαρτίες σου και να ξεριζώσεις τα πάθη από την ψυχή σου. Έπειτα όταν πέφτεις σε μια αμαρτία, μην περιμένεις να πας για εξομολόγηση για να μετανοήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή να ζητάς από το Θεό να
63
σε συγχωρέσει και έτσι πάντοτε θα είσαι καθαρός. Τέλος όταν πας για εξομολόγηση θα πεις όλες τις αμαρτίες σου, ότι θυμάσαι από τη στιγμή που γεννήθηκες μέχρι σήμερα, χωρίς να κρύψεις το παραμικρό, όπως δεν κρύβεις από το γιατρό τις πληγές σου, επειδή ντρέπεσαι! Είναι μεγάλη αμαρτία να ξεφύγει κάτι από τον πνευματικό, από τις αμαρτίες των άλλων, γι’ αυτό και η εκκλησία δεν δίνει αυτό το χάρισμα σε όλους τους ιερείς, αλλά μόνον σε εκείνους που είναι ικανοί και έχουν κάποια ηλικία και μόρφωση συνήθως. Πρόσεξε όμως γιατί είναι αμαρτία και εσύ ο ίδιος να λες τι σου είπε ο πνευματικός στην εξομολόγηση για τις αμαρτίες σου και τι κανόνα σου έβαλε να τηρήσεις και να το συγκρίνεις με άλλους ανθρώπους και να κρίνεις. α) ΚΑΝΟΝΑΣ Κανόνας είναι μια οδηγία που θα σου δώσει ο πνευματικός για να εφαρμόσεις και να βοηθηθείς στην πνευματική σου ζωή. Ας πούμε θα σου πει να λες κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς στην Παναγία ή το «Πάτερ ημών» κλπ. ή να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τριάντα φορές την ημέρα. β) ΕΠΙΤΙΜΙΟ Επιτίμιο είναι μια “συνταγή” που θα σου δώσει ο γιατρός της ψυχής (πνευματικός) για να σε βοηθήσει στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια δεν αποκτάται κατά παραγγελία, αλλά χρειάζεται κόπο και προσπάθεια και κάποια μυστικά που θα τα μάθεις από πνευματικά βιβλία και τον πνευματικό σου. Μπορεί να σου πει να νηστέψεις τρείς μέρες ή να επισκεφτείς ένα ίδρυμα ή να δώσεις ελεημοσύνη για την ψυχή σου κλπ. Όπως έχεις τον οικογενειακό γιατρό που ξέρει το ιστορικό σου από παιδί και σε συμβουλεύει για κάθε πρόβλημα υγείας, έτσι πρέπει να έχεις και τον πνευματικό που να σε ξέρει και να τον εμπιστεύεσαι ότι και αν συμβεί. Στην αρχή ίσως χρειαστεί να γνωρίσεις 2-3, μέχρι να διαλέξεις εκείνον που αναπαύει την ψυχή σου και σε βοηθάει περισσότερο να πλησιάσεις το Θεό, αλλά μετά πρέπει να τον βλέπεις σαν πνευματικό πατέρα, αναντικατάστατο. 6. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ α) Η σύσταση του μυστηρίου Η Θεία Ευχαριστία είναι το ύψιστο των μυστηρίων της Αγίας μας Εκκλησίας, το μυστήριο των μυστηρίων. Είναι το αιώνιο μυστήριο, του οποίου η αξία είναι ασύγκριτη και ανυπολόγιστη και η θέση του στη λατρεία της Εκκλησίας μας μοναδική και υπέροχη. Από αυτό το μυστήριο 64
καθώς και από το άγιο Βάπτισμα αντλούν και όλα τα άλλα μυστήρια χάρη και δύναμη και συμβάλλουν και εκείνα στην αιώνια ψυχική λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό το θειότατο μυστήριο συνέστησε ο ίδιος ο Κύριος με το Μυστικό Δείπνο “τη νυκτί” της Μεγάλης Πέμπτης, “εν ή παρεδίδοτο” στο θάνατο του σταυρού, για να συνεχίζεται στην Εκκλησία του διά μέσου των αιώνων, και μέχρι συντέλειας των αιώνων, η εξιλαστήριος θυσία του σταυρού του ως πηγή αφέσεως των αμαρτιών του κόσμου και ως κοινωνία του πανάχραντου Σώματός του και του τιμίου Αίματός του. Αυτό για να μεταλαμβάνουν από το Ποτήριο της ζωής οι πιστοί του και να δέχονται μέσα τους ολόσωμο τον ίδιο των ζώντα Θεό και Λυτρωτή τους. Τότε, διά της κοινωνίας του μυστηρίου αυτοί γίνονται μέτοχοι ζωής άφθαρτης και αιώνιας. Τα ιερά Ευαγγέλια αναφέρουν τη σύσταση του υπερφυούς μυστηρίου στο Ιωάννου στ’ 2769, στο Ματθαίου κστ’ 20-29, στο Μάρκου ιδ’ 17-25, στο Λουκά κβ’ 14-38, και ο απόστολος Παύλος στην Α’ Κορινθίους ια’ 23-26. Σύμφωνα με τις ιερές αυτές περικοπές, ο Κύριος την νύκτα, κατά την οποία παρέδιδε τον εαυτό του στο θάνατο για τη σωτηρία του κόσμου, “λαβών τον άρτον και ευλογήσας έκλασε (έκοψε σε κομμάτια τον άρτο), και έδωκε τοις μαθηταίς αυτού και είπε· λάβετε, φάγετε· τούτο εστί το σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον (θυσιαζόμενο) εις άφεσιν αμαρτιών”. Έπειτα “λαβών ποτήριον και ευχαριστήσας” τον ουράνιο Πατέρα και Θεό έδωσε στους μαθητές του λέγοντας· “πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γάρ εστι το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών”. Πρόσθεσε τη σύσταση στους μαθητές του· “τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν”. Κρατήστε αυτό το μυστήριο διαρκή και αιώνιο θεσμό για τον αγιασμό και τη σωτηρία σας. Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο απόστολος Παύλος ως προς τη σύσταση του αγίου μυστηρίου: “Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτο μού εστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι· τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν”. Προσθέτει ο απόστολος του Κυρίου· “Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλετε, άχρις ού αν έλθη” (Α’ Κορινθ. ια’ 23-26). Επομένως το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι πραγματική αναπαράσταση του εξιλαστήριου θανάτου Του Κυρίου, είναι ακόμη η συνέχιση και διαιώνιση του σωτήριου θανάτου Του Κυρίου, δηλαδή αυτής της επί του σταυρού θυσίας. Θα συνεχίζεται η αναπαράσταση αυτή μέχρι την δεύτερη παρουσία του Κυρίου. Μετά το θάνατο εκείνο και την Ανάσταση, επάνω στην αγία Τράπεζα τελείται αναίμακτος πλέον και όχι αιματηρά όπως στο
65
σταυρό, και έτσι κηρύττεται στον κόσμο όλο πιστών και απίστων, ότι αυτός ο θάνατος, με το να είναι θάνατος εκούσιος, θάνατος του ενανθρωπήσαντος Αναμάρτητου και Αγίου Υιού του Θεού, του Θεανθρώπου Ιησού, είναι η ύψιστη και αγιότατη θυσία που πρόσφερε Εκείνος προς τον Πατέρα για τον εξιλασμό των αμαρτωλών και προς άφεση των αμαρτιών τους. Αυτό το μυστήριο, που είναι -επαναλαμβάνουμε- η θυσία του σταυρού, είναι και το Πάσχα ημών των Χριστιανών, όπως ρητά αναφέρει ο θείος Παύλος, όταν λέει· “το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός” (Α’ Κορινθ. ε’ 7). Το δικό μας χριστιανικό Πάσχα είναι η σταυρική θυσία και Ανάσταση του Χριστού για μας. Όπως λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος· “όταν κοινωνείς (εννοεί αξίως), τότε Πάσχα επιτελείς”. Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο μυστήριο της Εκκλησίας μας, το οποίο και “Ευχαριστία” λέγεται, και “ευλογία” και “Κυριακό Δείπνο” και “Άγιο Ποτήριο” και “θεία Κοινωνία”, “θεία Μετάληψη” και “θυσία” και “προσφορά” και από την άποψη των σωτηρίων αποτελεσμάτων του “φάρμακο αθανασίας” και “εφόδιον ζωής αιωνίου”. β) Η ιερουργία του μυστηρίου Το μυστήριο ιερουργείται από το λειτουργό της Εκκλησίας πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αφού προηγουμένως ο ιερέας που λειτουργεί προσκομίσει άρτο και οίνο στην Αγία Πρόθεση και κατά τη θεία Λειτουργία και μάλιστα κατά τη μεγάλη είσοδο μεταφέρει αυτά από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα, τότε αρχίζει η αγία Αναφορά και ιερουργείται το φρικτό μυστήριο. Άρτος και οίνος λοιπόν χρησιμοποιείται από την Εκκλησία για την τέλεση και ιερουργία του μυστηρίου. Όπως ακριβώς και ο Κύριος άρτο και οίνον χρησιμοποίησε κατά το Μυστικό Δείπνο, οπότε παρέδωσε στην Εκκλησία του το μεγάλο αυτό μυστήριο της σωτηρίας. Και κατά την Αγία Αναφορά, τότε που παραγγέλλει ο λειτουργός “Πρόσχωμεν την Αγίαν Αναφοράν, εν ειρήνη προσφέρειν”, -αναφορά είναι η τέλεση του φρικτού αυτού Μυστηρίου και αυτή είναι η κρισιμότερη, καθώς είναι η ιερότερη ώρα και στιγμή της θείας Λειτουργίας- ο ιερέας, προσευχόμενος εκτενώς και με πολλή θέρμη ικετεύοντας το Θεό, ζητά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος πάνω στα τίμια εκείνα δώρα, για να μεταβάλει τον Άρτο σε Σώμα και τον οίνο σε Αίμα του Σωτήρα Χριστού. Να τα μεταβάλει σε αυτό το Σώμα που θυσιάστηκε πάνω στο σταυρό και σε αυτό το Αίμα που χύθηκε πάνω στο σταυρό “υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας”. Προτού φθάσει στη φοβερή αυτή ώρα, ο ιερέας αναφέρει αυτούς τους λόγους του Κυρίου, όταν για πρώτη φορά Εκείνος ιερούργησε και παρέδωσε στους μαθητές του αυτό· “Έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς και Απόστολοις ειπών· λάβετε, φάγετε· τούτό εστι το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών”. Και για το Ποτήριο· “πίετε εξ αυτού πάντες· τούτό εστι το Αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ
66
υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών”. Μετά την ευχή, η οποία έχει εκφώνηση το “Τα σα εκ των σων, Σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα”, εύχεται γονατιστός και δεόμενος σε βαθιά κατάνυξη και λέει προς τον Ουράνιο Πατέρα ο λειτουργός του μυστηρίου· “και ποίηση τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου· το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω”. Ακριβώς αυτή τη στιγμή κατέρχεται το Πνεύμα το Άγιο και μεταβάλλει τον μεν άρτο σε Σώμα Χριστού, το δε οίνο που περιέχει το Ποτήριο σε Αίμα Χριστού, τότε πλέον έχουμε και ολόσωμη και αισθητή την παρουσία του Θεανθρώπου Σωτήρα μας και όσοι είναι έτοιμοι να κοινωνήσουν τον κοινωνούν, παίρνοντας μέσα τους όχι άρτο και οίνο, αλλά πραγματικά το ίδιο το Σώμα και το ίδιο το Αίμα του Χριστού και γίνονται “σύσσωμοι και σύναιμοι και Χριστοφόροι” και αποτελούν με το Χριστό, που φέρουν μέσα τους, ένα σώμα και ένα αίμα, κατά τον άγιο Κύριλλο και έχουν μέσα τους το Χριστό “κατοικούντα και μένοντα συν τω Πατρί και τω Αγίων Πνεύματι”, κατά το Μέγα Βασίλειο (εις ευχή Μεταλήψεως). Βέβαια τα μάτια βλέπουν άρτο και οίνο και η γλώσσα αισθάνεται τη γεύση ψωμιού και κρασιού. Αλλά δεν έχει έτσι το πράγμα. Από την ώρα που κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και ιερουργήθηκε το μυστήριο, δεν έχουμε πλέον ό,τι βλέπουν τα μάτια ή ό,τι αισθάνεται η γλώσσα μας. Έχουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας, το οποίο και μας μεταδίδει ζωή και αφθαρσία. Στο μυστήριο αυτό της θείας Ευχαριστίας δεν συντελείται μόνο η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά όλος ο βίος του Κυρίου και όλο το απολυτρωτικό έργο του αναπαρίσταται και ιερουργείται. Δηλαδή η Σάρκωσή Του, η Γέννησή Του, η Σταύρωση, η Ταφή, η Ανάταση, η Ανάληψη και η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα Του, για να πρεσβεύει για όλους εμάς. Όλα δηλαδή τα υπερφυή γεγονότα, τα οποία συντέλεσαν και τελείωσαν τη σωτηρία μας και την οποία σωτηρία χορηγεί και εξασφαλίζει σε μας το μυστήριο της θείας Κοινωνίας. Αυτό φαίνεται καθαρά στην προ της θείας μεταβολής ευχή της λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου, όπου ο άγιος Πατήρ δεόμενος υπέρ της αποδοχής εκ μέρους του Θεού Πατρός της θυσίας, την οποία του προσφέρουμε, λέει· “Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής (του να τελούμε δηλαδή το μυστήριο: “λάβετε, φάγετε,… πίετε εξ αυτού πάντες”) και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας, τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν”. Και “ημείς καθ’ εκάστην ημέραν… προσφέρομεν μεν, λέει ο ίδιος Πατέρας, αλλ’ ανάμνησιν ποιούμεν του θανάτου αυτού… Ουκ άλλην θυσίαν καθάπερ ο αρχιερεύς (των Εβραίων) αλλά την αυτήν αεί ποιούμεν, μάλλον δε ανάμνησιν εργαζόμεθα θυσίας”.
67
7. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ α) Το νόημα του Μυστηρίου Ό Κύριος αμέσως μετά την έναρξη του έργου Του, εκλέγει και τους «έργάτας του αμπελώνος» (Ματθ. κ', 1), τους δώδεκα Αποστόλους Του, στους οποίους ως Μέγας Αρχιερέας μετέδωσε την Ίερωσύνη. Οι Απόστολοι δια Πνεύματος Αγίου την μετέδωσαν στους διαδόχους τους Αρχιερείς, οι διάδοχοι στους επόμενους κ.ο.κ. Έτσι συνεχίζεται μέχρι των ήμερων μας ή Αποστολική διαδοχή και θα συνεχίζεται μέχρις ότου υπάρχει ή Εκκλησία του Χριστού στη γη, της οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός, σώμα δε ορατό οι πιστοί: Κληρικοί και Λαϊκοί. β) Ή σύσταση του Μυστηρίου Σε πολλά χωρία των ιερών Ευαγγελιστών φαίνεται ή εκλογή από τον Κύριο των Αγίων αποστόλων και ή ανάθεση σ' αυτούς των τριών αξιωμάτων Του, πού αποτελούν την ουσία του Μυστηρίου της Ιεροσύνης: Του Προφητικού (=διδασκάλου, «προφήτου»), του Αρχιερατικού ( = ιερέως, θύτου) και του Βασιλικού ( = αρχηγού, πνευματικού ήγέτου του λάου) (Ματθ. θ', 38. ι', 1-32. Λουκ. ι', 17-24). Καί οι απόστολοι, «δια της επιθέσεως των χειρών» και ειδικής προσευχής, μετέδιδαν το χάρισμα αυτό στους διαδόχους τους Επισκόπους, Πρεσβυτέρους και Διακόνους (Πράξ. η', 18. Α', Τιμ. δ', 14. Β'Τιμ. α', 6. Έβρ. στ', 2). γ) Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου Τα σημεία αυτά είναι: 1. Ή επίθεση των χειρών του Επισκόπου (πρέπει να έχει κανονική αποστολική διαδοχή). 2. Η ευχή: «Ή θεία Χάρις, ή τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, προχειρίζεται (σφραγίζει ανεξάλειπτα) τον ευλαβέστατο... είς Διάκονον ή Πρεσβύτερον ή Έπίσκοπον. Εύξώμεθα ουν υπέρ αυτού, ίνα έλθει έπ' αυτόν ή χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Είναι ανεπανάληπτο. Τελείται μόνο μία φορά. Μετά την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο (681), καθιερώθηκε οι Επίσκοποι να είναι άγαμοι. Οι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι μπορούν να είναι έγγαμοι, αλλά απαγορεύεται ό γάμος μετά τη χειροτονία και σε περίπτωση χηρείας. Οι χειροτονίες γίνονται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Του Διακόνου μετά τον αγιασμό των Τιμίων Δώρων. Του Πρεσβυτέρου μετά το Χερουβικό ύμνο, για να λάβει μέρος στον αγιασμό των Τιμίων Δώρων και του Επισκόπου από 2 τουλάχιστον Αρχιερείς μετά τον Τρισάγιο ύμνο, για να ευλογήσει και να διδάξει το εκκλησίασμα. δ) Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου
68
1. Ό Επίσκοπος λαμβάνει το πλήρωμα της Ιερωσύνης. Ή διάκριση σε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους, Μητροπολίτες ή Πατριάρχες είναι διοικητική. Ως προς την Αρχιερωσύνη είναι όλοι ίσοι. 2. Ό Πρεσβύτερος λαμβάνει τη Χάρη να τελεί όλα τα Μυστήρια πλην του αγιασμού του Άγιου Μύρου, της Ίερωσύνης και των εγκαινίων των Ναών, τα οποία τελεί ό Επίσκοπος. 3. Ό Διάκονος, υπηρετεί τον Επίσκοπο και τον Πρεσβύτερο, χωρίς να τελεί Μυστήρια. ε) Το ύψος και τα προσόντα του ιερατικού Λειτουργήματος. Την υψηλή αποστολή και το «υπούργημα» της Ιεροσύνης τόνισε ό Άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός ως εξής: «Αν δεις Άγγελο και Ιερέα να προσκυνήσεις πρώτα τον Ιερέα, διότι τελεί την αναίμακτη θυσία του Χριστού, στην οποία σκύβουν και Άγγελοι και την παρακολουθούν με έκσταση». Την πνευματική εξουσία του Ιερέα δεν έχουν ούτε οι Άγγελοι. Γι' αυτό πρέπει ή ιεροσύνη να ανατίθεται σε ανάλογα «χέρια»... Ή εξεύρεση και χειροτονία καλών Ιερέων είναι υπόθεση όλων των πιστών. Άλλοι για να δώσουν ένα τους παιδί στην ιεροσύνη, άλλοι για να γίνουν οι ίδιοι ώριμοι πρεσβύτεροι ή μετά τη συνταξιοδότηση τους και άλλοι, οι περισσότεροι, με τίς προσευχές τους ό Θεός να φωτίζει, να οδηγεί και να αναδεικνύει άξιους και αγίους Ιερείς. και επειδή «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς έπιθυμίαις και ηδοναίς» υπάρχει, γι' αυτό ανθρώπινα, θα γίνονται σφάλματα, αλλά δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε τον Ιερέα. Άλλοι είναι αρμόδιοι αυτοί θα δώσουν λόγο και όχι εμείς γι' αυτούς. Ποιος δεν πίνει το νερό στο σπίτι του επειδή ό σωλήνας είναι σκουριασμένος; εξετάζουμε ποτέ τον σωλήνα; Ποιος δε δέχεται την επιταγή από τον ταχυδρόμο επειδή είναι κακόμορφος ή «αμαρτωλός»; Εμάς πρέπει να μας ενδιαφέρει ή ΕΠΙΤΑΓΗ πού μας προσφέρει ό ταχυδρόμος του Θεού! Προσοχή λοιπόν, διότι τα κάρβουνα είτε σβηστά τα πιάσεις λερώνεσαι, είτε αναμμένα, καίγεσαι... Ή κατάκριση Ιερέα λέγεται ιεροκατηγορία και είναι αμάρτημα πολύ βαρύτερο από την κατάκριση 3. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Ο γάμος, όπως και όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, μέχρι την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν συνδεδεμένος με τη Θεία Λειτουργία. Και αυτό γιατί η Θεία Ευχαριστία μπορεί να εμπνέει την αγάπη στους συζύγους, να στηρίζει την αμοιβαιότητα, τη συνοχή και την αποκλειστικότητα και να προσανατολίζει τη ζωή του ζευγαριού και της οικογένειας προς τη Βασιλεία του Θεού. 1. Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ Α) ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΡΩΝ(ΑΡΡΑΒΩΝΟΣ)
69
Παλιότερα η ακολουθία του αρραβώνα γινόταν ξεχωριστά από το γάμο. Σήμερα τελούνται μαζί. Ο αρραβώνας είναι το προοίμιο του στεφανώματος. Ο Ιερέας παραλαμβάνει τους μελλόνυμφους από το νάρθηκα και καθώς ψάλλεται το «Ἄξιον ἐστι ...», τους «εἰσοδεύει» ἐν πομπῇ στο κέντρο του ναού, όπου ήδη έχει τοποθετηθεί ειδικό τραπέζι, που επέχει θέση Αγίας Τράπεζας, με όλα τα σύμβολα του γάμου και του αρραβώνα: δακτυλίδια, στέφανα, Ευαγγέλιο, κοινό ποτήριο. Η πομπή έχει την έννοια ότι ο ιερέας εισάγει τους μνηστευόμενους στο ναό ως παιδιά της Εκκλησίας με κάθε επισημότητα και ανάμεσα σ' όλους τους πιστούς. Όλη η Εκκλησία επικροτεί το γάμο και εύχεται και γιορτάζει τη σύσταση της μικρής νέας «κατ' οἶκον Ἐκκλησίας». Έτσι ο γάμος γίνεται υπόθεση της Εκκλησίας και δεν είναι απλά μία οικογενειακή τελετή. ΕΠΙΔΟΣΗ - ΑΛΛΑΓΗ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΩΝ Μετά τα Ειρηνικά ακολουθούν τρεις ευχές. Μετά τη δεύτερη ευχή(Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τὴν ἐξ ἐθνῶν...) γίνεται η επίδοση και η αλλαγή των δακτυλίων: αυτή η πράξη αποτελεί την «ψυχή» της ακολουθίας του αρραβώνα. Ο Ιερέας παίρνει τα δύο δακτυλίδια από το τραπέζι και τα ευλογεί σταυροειδώς τρεις φορές στο Ευαγγέλιο λέγοντας: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός...» Κατόπιν ξεκινώντας από τον άνδρα λέγει το «Ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ...» (3 φορές) και σταυρώνει κάθε φορά με τα δακτυλίδια τα κεφάλια των μελλονύμφων. Μετά από κάθε σταύρωση και στη φράση «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός...» σταυρώνει όλο το σώμα του άνδρα, ο οποίος στο τέλος ασπάζεται τα δακτυλίδια. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τη γυναίκα: «Ἀρραβωνίζεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ...» (3 φορές). Κατόπιν ο ιερέας θέτει αντίστοιχα τα δακτυλίδια στον παράμεσο του δεξιού χεριού των μελλονύμφων και ο παράνυμφος τα αλλάσσει σταυροειδώς. Η ανταλλαγή των δακτυλίων συμβολίζει την αλληλοσυμπλήρωση των ελλείψεων του ενός από τις ικανότητες του άλλου. Τα δακτυλίδια εκφράζουν την υπόσχεση που δίδουν ο άνδρας και η γυναίκα για σύναψη γάμου. Είναι επίσης σύμβολο καθαρότητας, τιμής, σταθερότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αλληλοκατανόησης και αλληλοπροσφοράς των συζύγων. Β. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ (ΣΤΕΦΑΝΩΜΑΤΟΣ) Με το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός...» αρχίζει η ακολουθία του στεφανώματος. Ο ιερέας προσφέρει το Ευαγγέλιο στους μελλόνυμφους για να το ασπασθούν. ΑΡΜΟΣΗ ( ΣΥΖΕΥΞΗ) ΧΕΡΙΩΝ Μετά τα Ειρηνικά ακολουθούν τρεις ευχές. Στην 3η ευχή «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος,ὁ πλάσας ἐκ χοὸς τὸν ἄνθρωπον..», που λέγεται και ευχή συζεύξεως, στο σημείο «καὶ ἅρμοσον τὸν δοῦλον σου(τόνδε) καὶ τὴν δούλην σου(τήνδε)...», γίνεται η άρμοση των χεριών των νεονύμφων.
70
Αυτή η πράξη δείχνει «το τέλειον της ενώσεως», την αδιάσπαστη δηλαδή ένωση, τη συνυπευθυνότητα και την ολοκληρωτική ψυχοσωματική ένωση των συζύγων ενώπιον μάλιστα Θεού και ανθρώπων. Ο Θεός είναι τελικά που προσφέρει τον ένα σύζυγο στον άλλον. ΣΤΕΨΗ Η στέψη είναι η κορύφωση της ακολουθίας και η ιερότερη στιγμή του γάμου. Ο ιερέας παίρνει τα στέφανα από το Ευαγγέλιο που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι στο κέντρο του ναού και στεφανώνει τους συζύγους. Συγκεκριμένα κρατά ο ιερέας στο δεξί του χέρι τα 2 στέφανα και κάνει με αυτά το σημείο του σταυρού στο κεφάλι του νυμφίου λέγοντας 3 φορές: «Στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ(τάδε )τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ(τήνδε)...». Κάθε φορά στο τέλος αυτής της πράξης σταυρώνει με τα στέφανα ολόκληρο το σώμα του νυμφίου. Το ίδιο κάνει κατόπιν και στη νύμφη λέγοντας το: «Στέφεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ...». Ακολούθως θέτει τα στέφανα στα κεφάλια τους, τους ευλογεί και ψάλλει τρεις φορές το: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς...». Ο στίχος αυτός παρουσιάζει τον άνθρωπο ως βασιλέα της κτίσης, άρχοντα του κόσμου και εξουσιαστή των έργων των χειρών του Θεού. Εν τω μεταξύ ο παράνυμφος την ώρα της ψαλμωδίας στέκεται πίσω από τους συζύγους και αλλάζει 3 φορές σταυροειδώς τα στέφανα, έτσι ώστε το δεξί χέρι να βρίσκεται πάντα στο κεφάλι του άνδρα και το αριστερό χέρι στο κεφάλι της γυναίκας. Τα στέφανα του γάμου δείχνουν το βασιλικό μεγαλείο που είχε ο άνθρωπος στον παράδεισο. Οι σύζυγοι γίνονται ξανά άρχοντες της γης και συνδημιουργοί του Θεού στο έργο της ζωής. Επιβραβεύονται επίσης οι νεόνυμφοι για την αγνότητά τους, την καθαρότητά τους και καλούνται, όπως οι Άγιοι και οι μάρτυρες, να προσανατολίσουν τη ζωή τους προς τη Βασιλεία του Θεού. Να φθάσουν σ' αυτήν όχι με άδεια χέρια αλλά με τα δώρα του Πνεύματος, δηλαδή τη δόξα και την τιμή. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ – ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Μετά τη στέψη ακολουθεί το προκείμενο του Αποστόλου, (Πρὸς Ἐφεσίους, 5, 20-33) όπου γίνεται λόγος για τις σχέσεις των συζύγων. Οι σύζυγοι γίνονται ένα σώμα «σάρκα μία», όπως και η Εκκλησία αποτελεί ένα σώμα με το Χριστό. Ο άνδρας είναι η «κεφαλή» της γυναίκας, όπως και ο Χριστός είναι «κεφαλή» της Εκκλησίας. Ο άνδρας πρέπει να αγαπά τη γυναίκα του και ταυτόχρονα να την προσέχει σαν τον εαυτό του. Πρότυπό του θα πρέπει να είναι η αυτοθυσία του Χριστού για την Εκκλησία. Από την άλλη, η γυναίκα πρέπει να αγαπά και να σέβεται τον άνδρα της, κατά το πρότυπο της ανταπόκρισης της Εκκλησίας στην προσφερόμενη αγάπη του Χριστού. Η φράση «ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα» δεν εννοεί δουλικό φόβο, αλλά αφορά την τιμή και το σεβασμό προς τον άνδρα, τον υπεύθυνο αρχηγό της οικογένειας. Έτσι χαίρονται ἐν παντί, πάντοτε. Το Ευαγγέλιο (Κατὰ Ἰωάννην, 2, 1-11)
71
αναφέρεται στο θαύμα του γάμου της Κανά, όπου ο Χριστός μετέβαλε το νερό σε κρασί. Με το θαύμα αυτό ο Ιησούς δείχνει ότι, όπως μετέβαλε το νερό σε κρασί, μπορεί ανάλογα να μεταβάλει τα δυσάρεστα σε ευχάριστα, τη θλίψη σε χαρά, την επιβίωση σε ζωή. Διδάσκει ο Χριστός με την παρουσία Του το καινούριο στοιχείο που χρειάζεται ο γάμος για να επιζήσει, δηλαδή την αγάπη. ΚΟΙΝΟ ΠΟΤΗΡΙΟ Μετά το «Πάτερ ἡμῶν» και την ευχή του κοινού ποτηρίου, ο ιερέας δίδει στους νεόνυμφους να πιούν από τρεις φορές ο καθένας από το κοινό ποτήριο. Η πράξη αυτή έχει την έννοια να μας θυμίζει ότι ως την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο γάμος γινόταν μέσα στη Θεία Λειτουργία και οι νεόνυμφοι κοινωνούσαν. Με την κρίση που διέρχεται σήμερα ο γάμος, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να ξανασυνδεθεί με τη Θεία Ευχαριστία. Ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής σπάει το φράγμα του εγωισμού και εμπνέει την αγάπη που ενώνει, και αντί του Εγώ του κάθε συζύγου δημιουργεί το συζυγικό Εμείς. Το κοινό ποτήριο συμβολίζει επίσης την κοινή συμμετοχή στις χαρές και τις λύπες που θα συναντήσουν. ΙΕΡΟΣ ΧΟΡΟΣ Ο ιερέας «εἰσοδεύει» τους νεόνυμφους τρεις φορές γύρω από το τραπέζι, σε σχήμα κύκλου ψάλλοντας μαζί με τους ψάλτες τρία τροπάρια: «Ἡσαΐα χόρευε...», «Ἅγιοι μάρτυρες...» και «Δόξα σοι Χριστέ...». Ο παράνυμφος κρατά από πίσω τα στέφανα. Ο κυκλικός χορός συμβολίζει τη νοσταλγία του παραδείσου και την αναζήτηση της αιωνιότητας. Εκφράζει τη φυσική χαρά και το πανηγυρικό αίσθημα. Το ρύζι έχει την έννοια της ευχής για το ρίζωμα των νεονύμφων. ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΣΤΕΦΑΝΩΝ Με την ευχή του ιερέα «Ἀνάλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ σου ἀσπίλους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», γίνεται η άρση και ανάληψη των στεφάνων από τα κεφάλια των νεονύμφων. Τα στέφανα δηλαδή παραδίδονται από τον ιερέα στο Θεό για να τα διαφυλάξει αμόλυντα στους αιώνες, στη Βασιλεία Του. ΑΠΟΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Λύονται τα αρμοσμένα χέρια των νεονύμφων με το Ιερό Ευαγγέλιο. Ο συμβολισμός της πράξης είναι ωραίος και φανερός: Ο Χριστός, ο οποίος διά του ιερέως ένωσε τα χέρια των νεονύμφων, τώρα πάλι ο ίδιος τα χωρίζει παραμένοντας όμως ο ίδιος μεταξύ τους και συνδέοντάς τους σε ιερό και αναπόσπαστο σύνδεσμο 4. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ Η ακολουθία του ευχελαίου τελείται «ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν οἴκῳ». Στα αρχαία λειτουργικά βιβλία υπάρχουν ειδικές ευχές για την ευλογία του ελαίου, ώστε αυτό να αποκτήσει ιαματική
72
δύναμη. Οι απλές αυτές ευχές εξελίχθηκαν με τον καιρό σε πλήρη ακολουθία, που τελούνταν στο ναό μαζί με τη θεία λειτουργία, όπως και όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας . Και εάν μεν ο ασθενής ήταν σε θέση να μετακινηθεί, παρευρίσκονταν κι εκείνος κατά την τέλεσή της. Διαφορετικά, μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, οι ιερείς μετέβαιναν στο σπίτι του ασθενή και τον έχριαν με το αγιασμένο έλαιο. Αργότερα η αποδέσμευση της ακολουθίας του ευχελαίου από τη θεία λειτουργία οδήγησε στη γενίκευση της τελέσεώς της στα σπίτια. Σ’ αυτό συνετέλεσε και ο λόγος του αγίου Ιακώβου «προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους» οπότε εννοείται η τέλεση του μυστηρίου στα σπίτια. Η ακολουθία του ευχελαίου τελείται «εἰς ἴασιν ψυχῆς τέ καί σώματος». Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η σωματική ασθένεια θεωρείται ως ο πικρός καρπός της αμαρτίας. Οποιαδήποτε ασθένεια, ως διαταραχή της αρμονικής λειτουργίας του σώματος, οφείλεται σε πνευματικά αίτια και κυρίως στη διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Η παράβαση, συνεπώς, του θείου νόμου έχει συνέπειες και στην ίδια την υγεία μας. Στα ιερά κείμενα δεν παρουσιάζεται μόνο η στενή σύνδεση της ασθένειας με την αμαρτία αλλά συγχρόνως υποδεικνύεται και ο τρόπος της θεραπείας: η ειλικρινής μετάνοια και η επιστροφή στον Θεό. Δεν είναι σπάνια και τα περιστατικά, κατά τα οποία και οι ίδιοι οι γιατροί ομολογούν ότι παρίσταται ανάγκη αντιμετωπίσεως διαφόρων ανιάτων κυρίως, ασθενειών και δια πνευματικών μέσων της χάριτος. Αυτά διεγείρουν στον ασθενή την απαραίτητη μετάνοια και την ανάκτηση της ειρηνικής κοινωνίας με τον Θεό. Συχνά οι βαρειές σωματικές παθήσεις καταδεικνύουν την ειδική μέριμνα της φιλανθρωπίας και της παντοδυναμίας του Θεού στον ασθενή άνθρωπο. Αυτές οι παθήσεις θεραπεύονται είτε με την επίκληση της θείας βοηθείας είτε με τη χρησιμοποίηση, παράλληλα προς τα φυσικά μέσα της ιατρικής επιστήμης, και των υπερφυσικών μέσων της θείας χάριτος δια των σχετικών μυστηρίων, όπως του ευχελαίου. ΤΑ ΟΡΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ Η ακολουθία του ευχελαίου, όπως συνήθως τελείται σήμερα, αποτελείται από διάφορα λειτουργικά στοιχεία: ειρηνικά και αγιάστική ευχή του ελαίου, επτά ζεύγη βιβλικών αναγνωσμάτων «ἀποστολικά καί εὐαγγελικά» με ισάριθμες αιτήσεις και ευχές και τέλος ιλαστική «συγχωρητική» ευχή για τούς παρευρισκομένους. Για την τέλεση του μυστηρίου τοποθετείται πάνω σε κάποιο τραπέζι το ευαγγέλιο, μικρή εικόνα του Χριστού, κανδήλα αναμμένη και δοχείο με αλεύρι, στο οποίο ανάβονται επτά κεριά. Η κανδήλα πρέπει να είναι καθαρή και να τοποθετείται στο κέντρο του τραπεζιού μαζί με μια εικόνα του Χριστού. Στην κανδήλα μέσα τοποθετείται αγνό λάδι, ένδειξη καθαρής και ολοπρόθυμης προσφοράς στον Θεό. Το λάδι δεν υπήρξε για πολλούς ανθρώπους μόνο βασικό είδος διατροφής, αλλά και
73
πολύτιμο φάρμακο. Γι’ αυτό και ο καλός Σαμαρείτης στην ομώνυμη παραβολή «Εὐαγγέλιον κατά Λουκᾶν» περιποιείται στοργικά τον τραυματία ρίχνοντας στις πληγές του λάδι. Η θεραπευτική, μαγική η συμβολική χρήση του λαδιού είναι ευρύτερα διαδεδομένη σε πολλούς λαούς και θρησκείες. Άλλο, όμως, το έλαιο του ευχελαίου. Ούτε η θεραπευτική χρήση του ελαίου, ούτε η μαγική χρήση του σε αρχαίους λαούς, ούτε η θρησκευτική του χρήση στη λατρεία της Π. Διαθήκης, μειώνει την αξία του χριστιανικού αυτού μυστηρίου. Γενικά, το έλαιο, χρησιμοποιούμενο στη θ. λατρεία, εκλαμβάνεται ως σύμβολο του θείου ελέους, της πνευματικής δύναμης και της άφθονης παροχής στους πιστούς των δωρεών του Θεού. Με άλλα λόγια, το έλαιο, μετά τις ευχές των ιερέων, δεν είναι πια κοινό λάδι όπως και στη βάπτιση: το νερό της κολυμβήθρας, μετά τις ευχές του λειτουργού, δεν είναι πια κοινό νερό. Στο τέλος της ακολουθίας γίνεται η χρίση με το αγιασμένο έλαιο. Συνήθως χρίεται σταυροειδώς το μέτωπο, το σαγόνι, οι δύο παρειές και τα χέρια μέσα στην παλάμη και στο εξωτερικό τους μέρος. Μ’ αυτή τη χρίση, ζητούμε από τον Κύριο να θεραπεύσει το πνεύμα, τις σκέψεις και ολόκληρο τον εσωτερικό κόσμο. Ακόμη, να δίνει δύναμη σ’ εκείνα τα μέλη του σώματος με τα οποία κάνουμε τις περισσότερες πράξεις τα χέρια είναι τα μέλη που εκτελούν τις εντολές του μυαλού μας. Δεν είναι επίσης άτοπο, σε περίπτωση ασθενείας , να χρείεται, εάν είναι δυνατό, και το μέλος που πάσχει. Η χρίση των άλλων προσώπων η μελών της οικογενείας, που ήταν απόντα κατά την τέλεση του μυστηρίου, μπορεί να γίνει και από κάποιο λαϊκό χριστιανό, μετά την αποχώρηση του ιερέα. Η χρίση αποτελεί το ορατό και αισθητό σημείο του μυστήριου του ευχελαίου. Στο δοχείο με το αλεύρι ανάβουμε επτά κεριά. Πρόκειται για εκσυγχρονισμό ενός παλιού εθίμου, σύμφωνα με το οποίο χρησιμοποιούσαν σιτάρι. Το σιτάρι ήταν ένας είδος που υπήρχε σε όλα τα σπίτια της εποχής εκείνης, όπως σήμερα το αλεύρι που το αντικατέστησε. Σήμερα με το αλεύρι αυτό κατασκευάζουν πρόσφορο για τη θ. λειτουργία έτσι είναι καλό να επακολουθεί και το μυστήριο της θ. ευχαριστίας. Το αλεύρι δεν συμβολίζει κάτι ιδιαίτερο πρόκειται για υλικό, απλό και κατάλληλο για τη σταθεροποίηση των επτά κεριών. Ο αριθμός επτά είναι συμβολικός «εἰς τύπον τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος», όπως εξηγεί ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ Με το μυστήριο του ευχελαίου έχουν συνδεθεί ορισμένες παρεξηγήσεις, ενστάσεις η δεισιδαιμονίες. Πρώτα απ’ όλα, ορισμένοι θεωρούν ότι με την ιλαστική (συγχωρητική ) ευχή του ευχελαίου αναπληρώνουν την εξομολόγηση, που δεν κάνουν για διάφορους λόγους. Πρέπει, λοιπόν, να επισημάνουμε ότι κάθε μυστήριο έχει τη δική του αξία κανένα δεν υποκαθιστά το άλλο. Η συμμετοχή σε όλα τα μυστήρια και, γενικότερα στο σύνολο της
74
λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας εξασφαλίζει στους πιστούς τη χάρη του Θεού και την εν Χριστώ σωτηρία. Με τη συγχωρητική ευχή που διαβάζει στον εξομολογούμενο ο ιερέας στο τέλος της εξομολόγησής του ζητά από τον Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες για τις οποίες εκείνος μετανόησε και τις οποίες ήδη έχει εξομολογηθεί. Με την ιλαστική συγχωρητική ευχή του ευχελαίου, ζητούμε από τον Θεό να θεραπεύσει τον άρρωστο την ασθένειά του, ακόμη και εάν η αιτία της είναι η αμαρτία, για την οποία στο μεταξύ εκείνος μετανόησε και εξομολογήθηκε. Στο ευχέλαιο, δηλαδή, ζητούμε την ενίσχυση της αδυναμίας μας. Η συγχωρητική ευχή του ευχελαίου δεν καταργεί την εξομολόγηση αλλά τη συμπληρώνει επαναδιατυπώνει το αίτημα της άφεσης των αμαρτιών. Μια άλλη παρεξήγηση συμβαίνει με το αλεύρι, που χρησιμοποιείται για τη στήριξη των κεριών. Ορισμένοι πιστοί δεν αρκούνται στη χρίση με το αγιασμένο έλαιο, αλλά ζητούν και αλεύρι για διάφορες χρήσεις: να το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι του παιδιού τους, για να δείξει ο Θεός το τυχερό τους η για να φύγει το κακό από το σπίτι η για να το αραιώσουν με νερό και να το πιεί ο ασθενής. Επειδή τα παραπάνω εγγίζουν τη δεισιδαιμονία, πρέπει να τονίσουμε ότι το μυστήριο ονομάζεται ευχέλαιο και όχι «εὐχάλευρο». Εκείνο που αγιάζεται είναι το λάδι και όχι το αλεύρι. Το τελευταίο χρησιμοποιείται μόνο για πρακτικούς λόγους. Θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Χωρίς αλεύρι μπορεί να τελεστεί το μυστήριο του ευχελαίου χωρίς λάδι δεν γίνεται. Απλά εκείνο που μπορεί να γίνει, όπως και γίνεται άλλωστε, είναι να κατασκευάζεται πρόσφορο για τη θεία λειτουργία με το αλεύρι του ευχελαίου. Οποιαδήποτε άλλη χρήση του, ξεφεύγει από το ορθό. Υπάρχει και μια άλλη παρεξήγηση, που συνιστά σύγχυση του σκοπού του ευχελαίου. Πολλοί ζητούν ευχέλαιο για να εγκαινιάσουν το καινούργιο τους σπίτι η το κατάστημα. Παραπάνω περιγράψαμε με σαφήνεια τον σκοπό του ευχελαίου: η θεραπεία σωματικών και ψυχικών ασθενειών. Είναι ξεκάθαρο. Για τα σπίτια, τα καταστήματα, τα οχήματα και όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν οι αντίστοιχες αγιαστικές πράξεις. Ακόμη, δεν είναι και λίγοι εκείνοι που ζητούν από τον ιερέα να τελέσει αγιασμό και ευχέλαιο μαζί, πράγμα που δείχνει σύγχυση και παρεξήγηση. Λες και χρειάζεται περισσότερες από μία αγιαστικές πράξεις για να ζητήσουμε τη χάρη του Θεού. Ένα ερώτημα που συνδέεται με την τέλεση του ευχελαίου, είναι εάν μπορούμε να χρίουμε με το αγιασμένο έλαιο του ευχελαίου τα αβάπτιστα βρέφη. Είναι γνωστό ότι το βάπτισμα αποτελεί την προϋπόθεση συμμετοχής και στα υπόλοιπα μυστήρια της Εκκλησίας. Συνεπώς, κάποιος που δεν έχει βαπτιστεί δεν μπορεί ούτε να κοινωνήσει, ούτε να χρισθεί στο ευχέλαιο. Αντίθετα, ένα βαπτισμένο παιδί, ακόμη κι αν βρίσκεται σε βρεφική ηλικία, οπότε στερείται των αμαρτιών των μεγάλων για τις οποίες ζητείται η άφεση, μπορεί να λάβει τον αγιασμό του ευχελαίου.
75
Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ Απ’ όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω συνοπτικά, γίνεται αντιληπτή η αξία του μυστηρίου του ευχελαίου. Η αξία αυτή δεν είναι μόνο μυστηριακή η λειτουργική. Το ευχέλαιο έχει και αξία παιδαγωγική. Τα αγιογραφικά αναγνώσματα (αποστολικά και ευαγγελικά), οι αιτήσεις και οι ευχές ασκούν ευεργετική επίδραση τόσο στον ίδιο τον ασθενή όσο και στο περιβάλλον του. Όπως
παρατηρήθηκε
πολύ
εύστοχα,
με
το
ευχέλαιο
επιτελείται
ένα
είδος
οικογενειοθεραπείας. Ακόμη και εάν δεν συντρέχει λόγος σοβαρής ασθένειας η τέλεση του ευχελαίου είναι επιβεβλημένη. Πρώτον εκτός από μια σοβαρή ασθένεια, ενδέχεται να υπάρχει και κάποια άλλη, λανθάνουσα, που ενδεχομένως δεν έδωσε συμπτώματα για να γίνει άμεσα αντιληπτή. Και δεύτερον υποδεικνύεται στους πιστούς μια άλλη διάσταση αντιμετώπισης της ασθένειας. Εκτιμάται απ’ τούς μετέχοντες στο μυστήριο το αγαθό της υγείας και υποδεικνύεται ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης της ασθένειας: η πνευματικότητα. Ο ασθενής και οι συμπάσχοντες οικείοι του καλούνται να βαστάξουν με καρτερία και υπομονή την προκείμενη σωματική δοκιμασία. Ακόμη δε, και στην περίπτωση που αυτή παραμένει ανίατη, αναδεικνύεται η προς τον Θεό ελπίδα και αφοσίωση του ασθενή, ο οποίος οδηγείται με πλήρη εμπιστοσύνη και αγάπη προς τον Θεό σε ειρηνικό χριστιανικό τέλος της παρούσας βιοτής του, πράγμα που αποτελεί και ένα από τα βασικά λειτουργικά αιτήματα του ευχελαίου. Τέλος, η τέλεση του ευχελαίου στο σπίτι δίνει μια καλή ευκαιρία επικοινωνίας του ιερέα με τα μέλη της οικογένειας. Αυτή, εκτός από τον μυστηριακό της χαρακτήρα, μπορεί να επεκταθεί και σε ανθρώπινο επίπεδο, γεγονός που θα βοηθήσει τούς συμμετέχοντες, ιδιαίτερα τα παιδιά και τούς νέους, σε μια στενότερη επαφή με τη λειτουργική ζωή της Ενορίας και τις διάφορες δραστηριότητές της. Το λιγότερο: θα δώσει μια πολύτιμη, ίσως πρωτόγνωρη, εμπειρία ακόμη και σε πιστούς που απέχουν από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
76
ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΗΣ
ΗΘΙΚΟ
77
1. ΓΕΝΙΚΑ Ο χριστιανισμός είναι η τελειότερη θρησκεία, που φάνηκε ποτέ στη γη. Την αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός σε πρώτο στάδιο με το Μωυσή και τους προφήτες και τελειωτικά με το Χριστό και τους Αποστόλους. Η ολοκλήρωση της Θείας Αποκαλύψεως βρίσκεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο Θεός κατέβηκε, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, στη γη, για να σώσει ο ίδιος τους ανθρώπους. Περιμένει απ’ όλους ν’ ακούσουν το κάλεσμά Του, που βγαίνει καθαρό και ολοζώντανο μέσα από τις σελίδες της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία παρουσιάζει καθημερινά μπροστά στους ανθρώπους το μήνυμα αυτό, που τους καλεί να το εφαρμόσουν στη ζωή τους. Βέβαια, ολόκληρη η Αγία Γραφή περιέχει αυτό το ηθικό δίδαγμα της Εκκλησίας, αλλά σε μερικά κείμενά της το βρίσκουμε να διατυπώνεται με περισσότερη ακρίβεια και ζωντάνια. Ας δούμε μερικά κομμάτια της Αγίας Γραφής, μέσα από τα οποία βγαίνει ολοζώντανο το θέλημα του Θεού. 2. Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ Ο δεκάλογος ή οι δέκα εντολές δόθηκαν σε μιά επίσημη ώρα της ανθρώπινης ιστορίας στο Μωυσή πάνω στο όρος Σινά. Στο βάθος του χρόνου, σε εποχές που τις χαρακτηρίζει μεγάλη σκληρότητα, ο Μωυσής, φωτισμένος από το Θεό, δίνει στους συμπατριώτες του ένα σπουδαίο κώδικα ηθικής, που αποτελεί σταθμό στην πνευματική πορεία της ανθρωπότητας. Το κείμενο του δεκαλόγου είναι : 1. «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου∙ ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού. 2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης, ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσης αυτοίς. 3. Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω. 4. Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας εργά, και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου. 5. Τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος έση επί της γης. 6. Ου φονεύσεις. 7. Ου μοιχεύσεις. 8. Ου κλέψεις. 9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. 10. Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν». (Εξοδ. Κ' 2-17)
78
Ερμηνεία του δεκαλόγου : 1. Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου και να μην υπάρξουν ποτέ πιά για σένα άλλοι θεοί εκτός από εμένα. 2. Να μην κατασκευάσεις για λατρευτική χρήση σου κανένα είδωλο ούτε καμιά απεικόνιση από κάθε τι που είναι πάνω στον ουρανό ή κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, πού ’ναι κάτω απ’ τη γη. Ούτε να προσκυνήσεις τίποτα απ’ αυτά ούτε να τα λατρέψεις. 3. Να μη φέρνεις στο στόμα σου το όνομα του Κυρίου του Θεού σου για ασήμαντη αφορμή. 4. Να θυμάσαι πάντα την έβδομη ημέρα του Σαββάτου και να την αγιάζεις με προσευχή. Έξι μέρες να δουλεύεις και να εκτελείς όλες σου τις υποχρεώσει και την έβδομη μέρα του Σαββάτου να αναπαύεσαι και να την αφιερώνεις στο Θεό σου και Κύριο. 5. Να σέβεσαι και να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να είσαι ευλογημένος και να ζήσης πολλά χρόνια πάνω στη γη. 6. Να μη σκοτώσεις. 7. Να μην προσβάλεις την οικογενειακή τιμή του άλλου. 8. Να μην κλέψεις. 9. Να μη δώσεις ψεύτικη μαρτυρία εναντίον του συνανθρώπου σου. 10. Να μη φθονήσεις ποτέ τα υπάρχοντα του γείτονά σου. Από μιά πρώτη ματιά, που ρίχνει κανείς στο δεκάλογο, βλέπει πως οι πρώτες τέσσερις εντολές μας διδάσκουν τα καθήκοντα που έχομε προς το Θεό, ενώ οι υπόλοιπες έξι μας διδάσκουν τα καθήκοντα που έχομε απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Μέσα σέ κάθε μιά από τις δέκα εντολές βρίσκεται και από μιά βαθιά αλήθεια. Στην πρώτη εντολή επίσημα και για πάντα καθιερώνεται η πνευματική λατρεία του Ενός Θεού. Με τη δεύτερη εντολή ο Μωυσής θέλει να απομακρύνει τους κινδύνους της ειδωλολατρίας. Και έχει πολύ δίκιο. Γιατί στα παλιά χρόνια πολλοί άνθρωποι, μακριά από την αληθινή πίστη, πίστεψαν και λάτρεψαν τα δημιουργήματα αντί το Δημιουργό. Η τρίτη εντολή προστατεύει την Ιερότητα του ονόματος του Θεού και συνιστά να αναφέρεται το μεγάλο αυτό όνομα μόνο σε πολύ σοβαρές περιστάσεις. Η τέταρτη εντολή τονίζει την αξία της αναπαύσεως την έβδομη μέρα και καθιερώνει την υποχρεωτική αργία για κάθε εβδομάδα, επισημοποιώντας έτσι τη βαθύτερη ανάγκη, που έχει ο άνθρωπος να αναπαυθεί ψυχικά και σωματικά. Με το να αφιερώνει το Σάββατο αποκλειστικά στο Θεό ο Μωυσής, το καθιερώνει σαν απαράβατη ημέρα αργίας. Στο χριστιανισμό σαν μέρα αργίας καθιερώθηκε η μέρα της αναστάσεως του Κυρίου, που ονομάστηκε Κυριακή.
79
Στην πέμπτη εντολή περιγράφονται τα καθήκοντα που έχουν τα παιδιά απέναντι στους γονείς τους. Όταν αγαπάς και σέβεσαι τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, θα κερδίσεις τη χαρά, που δίνει στη ζωή σου η ευλογία τους, και τα χρόνια σου θα ’ναι πολλά και φωτεινά σε τούτο τον κόσμο. Στην έκτη εντολή με μιά κοφτή φράση ο Μωυσής καταδικάζει το φόνο. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή του συνανθρώπου του. Ο σεβασμός της ζωής του άλλου ξεκινά από το σεβασμό που πρέπει να έχουμε στον εαυτό μας. Στην έβδομη εντολή ο Μωυσής βάζει τα θεμέλια για μιά ηθική ζωή. Απαγορεύοντας να προσβάλλεται η οικογενειακή τιμή χαρίζει στους ανθρώπους μια τίμια και καθαρή επικοινωνία. Με την όγδοη εντολή καταδικάζει την κλοπή, που είναι βλαβερή πράξη για κείνον που τον κλέβουν, αφού του αφαιρούν τα υπάρχοντα που του ανήκουν, αλλά είναι και εξευτελισμός και ταπείνωση για τον κλέφτη. Η ένατη εντολή επιβάλλει την αλήθεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και καταδικάζει την ψευδομαρτυρία. Υπάρχουν, δυστυχώς, πάντα άνθρωποι που με ελαφρά συνείδηση καταθέτουν εις βάρος των άλλων ανθρώπων στοιχεία, που δεν είναι αληθινά. Στη δέκατη εντολή ο Μωυσής καταπολεμεί το φθόνο, που πολλές φορές δηλητηριάζει την ψυχή των ανθρώπων. Ο σωστός άνθρωπος δε λυπάται, αλλά χαίρεται να βλέπει τους άλλους να ’ναι ευτυχισμένοι. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και με κάθε τρόπο προσπαθεί να τους κάμει ο ίδιος ευτυχισμένους. Στο σύντομο αυτό διάγραμμα του δεκαλόγου είδαμε πως ο Μωυσής, εμπνευσμένος από τη χάρη του Θεού, έκλεισε μέσα σε τόσα απλά και λίγα λόγια τόσες μεγάλες και αιώνιες αλήθειες. 3. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ένα είδος της λατρείας μας προς το Θεό είναι η προσευχή μας, δηλαδή η ανύψωση του νου μας προς το Θεό. Τότε φανερώνουμε με την πνευματική ομιλία μας, την ευσέβειά μας προς αυτόν. Κατά τη συνομιλία μας με το Θεό ζητάμε απ’ αυτόν όσα συντελούν στην ψυχική σωτηρία μας, και του πλησίον μας. Γιατί πιστεύομε ότι κανένα αγαθό δε μπορούμε να πράξουμε χωρίς τη δύναμη του Θεού. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», λέει ο Κύριος. Με την προσευχή μας ζητάμε πρώτα τη βοήθεια του Θεού για κάθε τι, λογικό, που μας λείπει. Και τον παρακαλούμε να μάς στείλει τη χάρη του για να φωτίζει το νου μας και την καρδιά μας σε κάθε αγαθή πράξη. Το είδος αυτό της προσευχής λέγεται δέηση.
80
Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται για να ζητήσει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, λέγεται προσευχή μετανοίας. Πολλές φορές προσευχόμαστε για να υμνήσουμε το Θεό για το μεγαλείο του, που το βλέπομε στα θαυμαστά δημιουργήματά του. Η προσευχή αυτή τότε λέγεται δοξολογία. Άλλοτε πάλι προσευχόμαστε για να ευχαριστήσουμε για τα αγαθά και τις ευεργεσίες που λάβαμε ή λαβαίνομε από Αυτόν. Και η προσευχή αυτή λέγεται προσευχή ευχαριστίας. α) Πώς πρέπει να προσευχόμαστε Ο Χριστός στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου προτίμησε την προσευχή του Τελώνη και όχι του Φαρισαίου. Γιατί ο Τελώνης προσευχήθηκε με ταπείνωση και αναγνώριση της αμαρτίας του, ενώ ο Φαρισαίος καυχώταν για αρετές που δεν είχε. Φανέρωνε στην προσευχή του υπερηφάνεια, εγωϊσμό και επίδειξη. Ώστε η προσευχή μας δεν πρέπει να είναι επιδεικτική, για να δείχνουμε δηλαδή στους άλλους πώς είμαστε ευσεβείς. Πρέπει ακόμα να προσέχομε να μη προσευχόμαστε μηχανικά, δηλαδή χωρίς να εννοούμε, εκείνα που λέμε, ούτε να λέμε φλυαρίες στην προσευχή μας και περιττολογίες, αλλά να ζητάμε πράγματα λογικά. Ακόμη και η στάση μας πρέπει να είναι ευλαβική και προσεκτική, αφού βρισκόμαστε σε ομιλία με το Θεό. Αφού προσέχουμε στις λέξεις μας και στη στάση μας, όταν μιλάμε στους ανώτερους μας, στους γονείς μας, στους διδασκάλους μας κλπ., πολύ περισσότερο οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί, όταν μιλάμε στο Θεό. Ο Θεός ακούει τις προσευχές μας. Αν δεν εκτελεί εκείνα που ζητάμε, τούτο συμβαίνει γιατί δε βρίσκει τα αιτήματά μας σύμφωνα με τη σωτηρία μας. Ή γιατί κακώς ζητάμε ό,τι ζητάμε. Έπειτα, ζητάμε και πράγματα, πού εξαρτώνται από τη δική μας ικανότητα. Επειδή ο Θεός είναι πανταχού παρών, γι’ αυτό, οποτεδήποτε μπορούμε να προσευχόμαστε προς αυτόν. Ο κυριότερος όμως τύπος προσευχής είναι οι ιεροί τόποι της λατρείας, δηλαδή οι ναοί. Εκεί οι Ιερείς τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί κηρύσσεται ο λόγος του Θεού. Εκεί ψάλλονται ύμνοι προς το Θεό. Εκεί γίνεται θερμότερος ο αδερφικός σύνδεσμος με τους άλλους προσευχόμενους. Εκεί ο στολισμός των ναών με τις άγιες εικόνες ανυψώνει περισσότερο την ευσέβειά μας προς το Θεό. Τέλος διά της προσευχής μας βρίσκομε παρηγοριά στις θλίψεις του βίου μας και ενισχυόμαστε σε ώρα κινδύνου. Και αποκτούμε όπλο ανίκητο εναντίον των πειρασμών.
81
3. Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ Στη συνομιλία του με τη Σαμαρείτιδα ο Χριστός αποκάλυψε τη μεγάλη αλήθεια, πως ο Θεός είναι πνεύμα και πρέπει να τον λατρεύουμε πνευματικά. Δυστυχώς, πολύ συχνά, οι άνθρωποι απομακρύνονται από αυτή τη σημαντική διδασκαλία και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με το Θεό με τρόπο υλιστικό, πολλές φορές τυπικό και φλύαρο. Μέσα στο Ευαγγέλιο έχομε δοσμένο από τα χείλη του Χριστού το σχέδιο μιας προσευχής, που, επειδή ακριβώς μάς την έδωσε ο Κύριος, ονομάζεται «Κυριακή». Είναι η γνωστή προσευχή του «Πάτερ ήμών ...» Το κείμενο της Κυριακής προσευχής είναι: « Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου∙ ελθέτω η βασιλεία Σου∙ γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης∙ τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον∙ και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών∙ και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Αμήν». (Ματθ. στ΄ 9-13) Ερμηνεία της προσευχής : Πατέρα μας, που είσαι στους ουρανούς, ας αγιασθεί το όνομά Σου κι ας έλθει η βασιλεία Σου, ας γίνει το θέλημά Σου, όπως πάνω στον ουρανό απ’ τους αγγέλους Σου έτσι και δω κάτω στη γη από τους ανθρώπους. Το ψωμί, που μας χρειάζεται για να ζήσουμε, δος μας το σήμερα και συγχώρεσέ μας όλα τα σφάλματα, όπως και μείς με τη σειρά μας πρέπει να συγχωρέσουμε εκείνους που μας αδίκησαν και Σε παρακαλούμε μη μας βάλεις σε πειρασμούς, αλλά σώσε μας από τα σχέδια του πονηρού. Ας γίνει. Η Κυριακή προσευχή μέσα στις λιγοστές της φράσεις κλείνει ολόκληρο κόσμο συναισθημάτων. Είναι μια συνομιλία του παιδιού προς τον πατέρα, γεμάτη αγάπη και εμπιστοσύνη για την αγαθότητα του Θεού. Δεν υπάρχει ανάγκη της ψυχής και του σώματος, που να μην περιέχεται στη συνομιλία αυτή του πιστού προς το Θεό. Η λαχτάρα των ανθρώπων για να κατέβη η βασιλεία του Θεού στη γη, είναι μιά πανάρχαιη δίψα. Παρακαλούμε το Θεό στην Κυριακή προσευχή να τηρηθεί το θέλημά Του από τους ανθρώπους. Αν γίνει αυτό, τις σχέσεις των ανθρώπων θα πάψη να τις ρυθμίζει το μίσος και το συμφέρον, θα βασιλέψει στη γη η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η αγάπη. Ύστερα απ’ αυτά τα πνευματικά αιτήματα, ο χριστιανός, γνωρίζοντας πως δεν είναι μόνο ψυχή αλλά είναι ταυτόχρονα και σώμα, γυρεύει από το Θεό να τον αξιώσει να απολαύσει εκείνα τα αγαθά της γης, που του είναι απαραίτητα για να ζήση. Χωρίς πλεονεξία, με σοβαρότητα, ζητεί από το Θεό ο άνθρωπος το καθημερινό ψωμί. 82
Ύστερα δηλώνει στο Θεό πως έχει ξεχάσει τις παραλείψεις των άλλων απέναντί του και τον παρακαλεί, στην αγάπη και τη μακροθυμία του, να του συγχωρέσει κάθε αμάρτημα. Τον παρακαλεί τέλος να μην τον βάλει σε πειρασμούς γιατί, σαν άνθρωπος που είναι, κινδυνεύει να κυλήσει προς το κακό. Κι η προσευχή κλείνει με την πανάρχαιη βιβλική λέξη «Αμήν», που σημαίνει, ας γίνει ή μακάρι να γίνει. 4. Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ Η «Κυριακή προσευχή», που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, βρίσκεται στο τμήμα του Ευαγγελίου, που λέγεται: Η επί του όρους ομιλία του Χριστού. Μια μέρα, που τα πλήθη είχαν κατακλύσει τις πλαγιές ενός βουνού, ο Χριστός άρχισε να διδάσκει με ζωντανό, όπως πάντα, τρόπο για τη συμπλήρωση του Μωσαϊκού Νόμου με το δικό Του νόμο, το νόμο της αγάπης. Η επί του όρους ομιλία είναι η τελειότερη θρησκευτική διδασκαλία, που δόθηκε ποτέ στους ανθρώπους. Δείχνει, με έντονο τρόπο, τη διαφορά εκείνων πού δίδασκαν οι αρχαίοι από εκείνο που έρχεται τώρα ο Χριστός να φέρει σα μήνυμα στους ανθρώπους. Στην παλιά αντίληψη «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» ο Χριστός έρχεται να πει : όποιος σε ραπίσει «επί την δεξιάν σιαγόνα στρέψον αυτώ και την άλλην». Αν κάποιος δηλαδή σε κτυπήσει από το ένα μάγουλο, γύρισε ατάραχος και γαλήνιος να σε κτυπήσει κι από το άλλο. Εδώ δεν καταδικάζει απλώς την αντεκδίκηση ό Χριστός, αλλά μάς υποδεικνύει κι έναν τρόπο καλοσύνης και ανεξικακίας, με τον οποίο μπορούμε να αιφνιδιάσουμε τον άλλον, όταν με σταθερότητα και ηρεμία του προσφέρουμε και το άλλο πλευρό του προσώπου μας. Δεν είναι καθόλου απίθανο, το χέρι, που έρχεται ορμητικό να μάς κτυπήσει, να μείνει αναποφάσιστο και μετέωρο. Μιά άλλη αντίθεση του παλιού νόμου με τον καινούριο είναι στο σημείο που ο παλιός ορίζει το «αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου». Σ’ αυτό όμως το παράγγελμα, ο Χριστός έρχεται να δώσει τη δική του « καινή », δηλαδή καινούρια, εντολή, την εντολή της αγάπης. «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». (Ματθ. Ε, 44). Δηλαδή, «εγώ όμως σας λέω, πώς πρέπει να αγαπάτε εκείνους που σας μισούν, να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται και να προσεύχεσθε για τη σωτηρία εκείνων που σας βασανίζουν και σας καταδιώκουν».
83
Μ’ αυτά τα λόγια ο Χριστός μάς καλεί να ανταποδώσουμε με το καλό το κακό, με την αγάπη μας το μίσος του εχθρού μας. Γιατί, όπως λέει ένας μεγάλος συγγραφέας, ο εχθρός μας έχει την ανάγκη της αγάπης, της αγάπης μας. Οι Μακαρισμοί Στο μέρος αυτό της ομιλίας του διδάσκει ο Κύριος ποιοι είναι Μακάριοι δηλ. ευτυχισμένοι. 1) Μακάριοι άνθρωποι, λέγει ο Χριστός, είναι οι ταπεινοί οι πτωχοί τω πνεύματι», που ομολογούν ότι έχουν ελαττώματα και θέλουν να διορθωθούν. 2) Ευτυχισμένοι είναι όσοι λυπούνται ειλικρινά για τις αμαρτίες τους. 3) Όσοι επιθυμούν με ζήλο να είναι δίκαιοι, χρηστοί και τίμιοι άνθρωποι. 4) Μακάριοι επίσης είναι όσοι από ειλικρινή αγάπη κινούμενοι προς τον πλησίον μας, προσφέρουν σ’ αυτόν με κάθε τρόπο την βοήθειά τους. 5) Όσοι δεν κρύβουν, στις καρδιές τους κακές επιθυμίες, υπερηφάνεια, φθόνο, ψέμα κ.λπ.. 6) Όσοι προσπαθούν να είναι συμφιλιωμένοι και ειρηνικοί μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μεγάλη αληθινά η μακαριότητά σας, αν για το όνομά μου δείξετε αυτοθυσία, λέγει ο Χριστός. Το άλας της γης και το φως του κόσμου Εδώ παραβάλλει ο Χριστός τους ευσεβείς με το αλάτι της γης και με το φως του κόσμου. Οι ευσεβείς και χρηστοί άνθρωποι είναι τόσο χρήσιμοι στον κόσμο, όσο το αλάτι στις τροφές. Και τα καλά τους έργα λάμπουν, όπως λάμπει το φως. Ο Μωσαϊκός νόμος Ο Κύριος δείχνει ότι η διδασκαλία του είναι ανώτερη από τη διδασκαλία του Μωσαϊκού νόμου, τον οποίον ήρθε για να τον συμπληρώσει. Ο νόμος απαιτούσε να εκτελεί τις εντολές ο Ιουδαίος κατά γράμμα, δηλαδή να συμφωνούν οι πράξεις του απλώς προς το νόμο. Ενώ το Ευαγγέλιο αναγνωρίζει καλές πράξεις εκείνες, που γίνονται με αγαθή πρόθεση και διάθεση. Ο Κύριος τώρα με διάφορα παραδείγματα δείχνει πόσο τελειότερη είναι η διδασκαλία του με την οποία συμπληρώνει τον παλαιό νόμο. Ο παλαιός νόμος απαγορεύει διά της έκτης εντολής το φόνο ου φονεύσεις». Ο Χριστός απαγορεύει και αυτή την οργή, που είναι η ρίζα του φόνου, και κάθε βλάβη εναντίον του πλησίον μας. Ο παλαιός νόμος απαγόρευε την επιορκία ουκ επιορκήσεις», δηλαδή την παράβαση του όρκου. Και έλεγε ότι είναι ιερό χρέος σου να κρατήσεις τις υποσχέσεις, που έδωσες, με όρκο. Ο νέος νόμος του Χριστού απαιτεί να είναι οι άνθρωποι τόσο φιλαλήθεις, ώστε να μην έχουν
84
καθόλου ανάγκη των όρκων, αλλά να είναι σ’ αυτούς αρκετό το ναι και το όχι. Γιατί οι φιλαλήθεις αποχτούν την εμπιστοσύνη των άλλων. Ο λόγος τους είναι αυτή και μόνη η αλήθεια. Ο παλαιός Μωσαϊκός νόμος επίτρεπε την εκδίκηση «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Ο Χριστός όμως διδάσκει την ανεξικακία και την υπομονή. Τέλος ο παλαιός νόμος, ενώ δίδασκε την αγάπη προς τον πλησίον, επίτρεπε όμως το μίσος στους εχθρούς. Ο Χριστός όμως διά του Ευαγγελίου του επιβάλλει και αυτήν την προς τους εχθρούς αγάπη. Παράδειγμα δε τέτοιας αγάπης είναι αυτός ο Θεός, που τα πολυτιμότερα αγαθά του τα παρέχει και στους κακούς και στους αγαθούς. Η αξία των πράξεων μας Η αξία των πράξεων μας, έλεγε, εξαρτάται από την ειλικρίνεια της διαθέσεώς μας. Σαν παράδειγμα δε φέρει την αληθινή ελεημοσύνη, την αληθινή προσευχή και την αληθινή νηστεία. 1) Η ελεημοσύνη, λέει, δεν πρέπει να γίνεται «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις», δηλαδή με τον πονηρό σκοπό να προκαλέσουμε τον έπαινο των ανθρώπων. Σκοπός της ελεημοσύνης είναι να ωφελούμε εκείνους που έχουν την ανάγκη μας. 2) Η προσευχή, που γαληνεύει την καρδιά μας και την κάνει περισσότερο ικανή να δεχτή τα θεία δώρα, πρέπει και αυτή να μη προκαλεί την επίδειξη και το θαυμασμό των ανθρώπων. 3) Η νηστεία πρέπει και αυτή να αποφεύγει την υποκριτική επίδειξη. Η αξία της δεν περιορίζεται στην αποχή φαγητών μόνον, αλλά και στην αποχή των παθών. Η πλεονεξία Ο Χριστός αποτρέπει τούς μαθητές του από κάθε πλεονεξία. Μην έχετε, είπε, όλη την προσοχή σας στο να επισωρεύετε θησαυρούς επίγειους, οι οποίοι εύκολα καταστρέφονται. Ζητείτε θησαυρούς ουράνιους, δηλαδή αρετές, που δεν καταστρέφονται, αλλά είναι άφθαρτοι και αιώνιοι. Η κατάκριση του πλησίον Μην κρίνετε τους άλλους αυστηρά, για να μην κριθείτε και σεις αυστηρά. Μη βλέπεις το μικρό αμάρτημα του αδερφού σου. Πρόσεξε περισσότερο και διόρθωσε πρώτα τα μεγάλα σου αμαρτήματα. Οι Εβραίοι κατάκριναν και καταδίκαζαν τα σφάλματα των άλλων, σαν αυστηροί και πικροί δικαστές, ενώ αποφεύγαν να κρίνουν τα δικά τους. Τέλος, ο Χριστός δίδαξε ποια είναι η αληθινή πίστη και η ευσέβεια. Η πίστη, λέει, φανερώνεται με έργα αγαθά. Ο πιστός και ο ευσεβής άνθρωπος διακρίνεται από τα έργα του, όπως το γερό δέντρο από τους καρπούς του. Δεν πρέπει κανείς να φαίνεται απ’ έξω πρόβατο και από μέσα
85
λύκος. Στη βασιλεία του Θεού είναι άξιος να εισέλθει όχι εκείνος που λέει, Κύριε, Κύριε· δηλαδή εκείνος που περιορίζει την πίστη του σε λόγια, αλλά εκείνος που εκτελεί το θέλημα του ουράνιου Πατέρα. Η πίστη των τέτοιων ανθρώπων μοιάζει με σπίτι που χτίστηκε πάνω σε πετρώδες έδαφος, εκεί μένει ασάλευτο και όταν πέσουν επάνω του σφοδροί άνεμοι και βροχές και ποτάμια. Ενώ η πίστη των ψεύτικων χριστιανών μοιάζει με σπίτι χτισμένο πάνω στην άμμο, που με την πρώτη προσβολή των στοιχείων της φύσεως γκρεμίζεται σε ερείπια. Τέτοια τέλεια ηθικότητα ταιριάζει σε κείνους, που θέλουν να είναι μέλη της βασιλείας του Θεού, την οποία ήρθε να ιδρύσει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
86
5. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Εκεί όμως που μας δίνει η Καινή Διαθήκη αναλυτικά και με έναν ποιητικό τρόπο την αξία της αγάπης, είναι ολόκληρο το δέκατο τρίτο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής του αποστόλου Παύλου. Ας δούμε αυτό το θαυμάσιο κείμενο: 1. Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον αλαλάζον. 2. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί. 3. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι. 4. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, 5. ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, 6. ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αλήθεια. 7. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. 8. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει . . . 9. Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μείζων δε τούτων, η αγάπη». Ας δούμε την ερμηνεία αυτών των τόσο δυνατών στίχων : 1. Εάν μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων ακόμα, μα δεν έχω αγάπη, έγινα ένας χαλκός που δίνει ήχους ξερούς ή ένα κύμβαλο που θορυβεί. 2. Και αν είμαι προικισμένος με χάρισμα προφητικό και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και ολόκληρη τη σφαίρα της γνώσης την έχω κατακτήσει, μα δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν είμαι. 3. Και αν μοιράσω σε ελεημοσύνες τα υπάρχοντα μου όλα κι αν παραδώσω το σώμα μου για να καεί στη φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι. 4. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, γεμάτη καλοσύνη, η αγάπη δεν είναι φθονερή, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι υπερήφανη, 5. δεν κάνει ασχημίες, δε γυρεύει το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, 6. δε λογαριάζει το κακό, δε χαίρει με την κακία, αλλά χαίρεται όπου βλέπει την αλήθεια. 7. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, ελπίζει για το καθετί, υπομένει το καθετί. 8. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει…. 9. Ώστε αυτά τα τρία πιά μας απομένουν : πίστη, ελπίδα κι αγάπη. Μα το πιο μεγάλο από τα τρία είναι η αγάπη ».
87
Αυτή είναι λοιπόν η καινούρια εντολή του Χριστού, που ήρθε να ανατρέψει τον τρόπο που ο ένας άνθρωπος αντιμετώπιζε τον άλλο. Η αγάπη είναι το μέσο που μπορεί να μετατρέψει τους ανθρώπους από θηρία σε αγίους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ
88
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ Η λέξη Λειτουργική παράγεται από τη σύνθετη λέξη λειτουργία, που με τη σειρά της παράγεται από τις λέξεις: λείτος = λαός + έργο. Άρα: λειτουργία = έργο του λαού. Ή έργο που γίνεται για το λαό. Τον όρο «λειτουργία» τον συναντούμε και στην κλασική Αθήνα του Περικλή, και δηλώνει την προσφορά διαφόρων υπηρεσιών διακεκριμένων πολιτών στο κοινωνικό σύνολο. (Τριήραρχοι, χορηγοί κλπ.). Στο χριστιανισμό, όταν λέμε λειτουργικής εννοούμε τον κλάδο της θεολογίας που αγκαλιάζει όλες τις λατρευτικές εκδηλώσεις της Εκκλησίας μας, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, που αυτές οι εκδηλώσεις γίνονται. Γι’ αυτό και το περιεχόμενο της λειτουργικής είναι πλούσιο και σύνθετο. Έχει για πρώτη αφορμή το θρησκευτικό συναίσθημα, τη δίψα δηλαδή της ψυχής να λατρέψει το Θεό. Εκδηλώνεται σε γραπτό ή προφορικό λόγο και διαμορφώνονται έτσι οι διάφορες τελετές και Ακολουθίες. Παράλληλα μ’ αυτό διαμορφώνεται και ο χώρος — σαν αρχιτεκτονική και διακόσμηση — μέσα στον οποίο θα λατρέψουμε το Θεό. Στη λειτουργική λοιπόν βλέπομε την εξέλιξη του τόπου, του χρόνου και του τρόπου της θείας λατρείας. Η εξέλιξη αυτή πήρε πολλές μορφές και πέρασε μιά μεγάλη σειρά από αλλαγές, ώσπου να πάρει μια καθορισμένη έκφραση. Μέσα στα ενδιαφέροντα της λειτουργικής είναι η αρχιτεκτονική του ναού, η υμνογραφία, η διάταξη (« τυπικό ») των τελετών, η χριστιανική ζωγραφική και μουσική και γενικά η τέχνη. Έτσι το περιεχόμενο της λειτουργικής μοιάζει με ένα πυκνό δάσος, γεμάτο μυστήριο.
89
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ
Ο ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ
90
1. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΑΟΣ Η ιστορία του Η λέξη ναός, που παράγεται από το ρήμα ναίω = κατοικώ, σημαίνει από τα αρχαία χρόνια το κατοικητήριο του Θεού. Ο ναός έχει κι άλλες ονομασίες, όπως « οίκος Θεού », «ευκτήριος οίκος», «οίκος προσευχής». Όπως σημειώσαμε κι αλλού, ο Θεός, σαν Πνεύμα που είναι, δεν έχει ανάγκη από υλικές προσφορές, επομένως δεν έχει ανάγκη και από ναούς. Ο Απόστολος Παύλος, στην ομιλία του προς τους Αθηναίους, τους είπε πως ο Θεός δεν κατοικεί μέσα σε ναούς, που τους έφτιαξαν ανθρώπινα χέρια. Η ανάγκη όμως η ψυχική των ανθρώπων νά ’χουν έναν κατάλληλο χώρο, για να εκδηλώνουν τα λατρευτικά τους συναισθήματα, έγινε η αιτία να καθιερωθούν στην Εκκλησία οι ναοί. Στα πρώτα βήματα τού χριστιανισμού οι πιστοί ανέβαιναν στο ναό των Ιεροσολύμων για να προσευχηθούν. Σιγά σιγά όμως θέλησαν να λατρέψουν το Χριστό με βαθύτερο τρόπο κι έτσι διαμορφώθηκαν οι χώροι των χριστιανικών συναθροίσεων σε ευρύχωρα ιδιωτικά σπίτια. Αυτοί οι χώροι ονομάστηκαν «ευκτήριοι οίκοι » ή « κυριακά ». Ένας τέτοιος χώρος είναι και το γνωστό από την Καινή Διαθήκη Υπερώο τής Σιών. Το υπερώο αυτό (δηλαδή, ο πάνω όροφος ενός σπιτιού) συνδέεται με πολύ σπουδαία γεγονότα του Ευαγγελίου. Εδώ έγινε ο Μυστικός Δείπνος και εδώ κατέβηκε στους Αποστόλους τη μέρα της Πεντηκοστής, σα γλώσσες φωτιάς, το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, το Υπερώο της Σιών ανήκε σε μιά ευσεβέστατη, πλούσια γυναίκα, τη Μαρία, μητέρα του Ευαγγελιστή Μάρκου. Ρυθμοί των Ναών Από τους ευκτήριους οίκους η λατρεία των χριστιανών πέρασε σε ειδικά μεγάλα κτήρια, που χτίζονταν ή αγοράζονταν γι’ αυτό το σκοπό. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, «ρυθμοί» Ναών. Θα δούμε τους κυριότερους από αυτούς τους ρυθμούς. α΄ Ρυθμός της βασιλικής Οι Ναοί, πού χτίστηκαν σύμφωνα με το ρυθμό αυτόν, χρησιμοποιήθηκαν για τη λατρεία των χριστιανών, από του Δ' μέχρι του ΣΤ' αιώνα. Ήταν τετράγωνα επιμήκη χτίρια με ξύλινη στέγη ή πέτρινη. Το εσωτερικό τους χωριζόταν κατά μήκος με σειρές από κίονες (κολόνες) και στοές. Οι σειρές αυτές σχημάτιζαν τρεις ή πέντε διάδρομους, που λέγονταν κλίτη, ή δρόμοι και γι’ αυτό οι ναοί του ρυθμού τούτου λέγονται δρομικοί. Ο μεσαίος διάδρομος ( το μέσο κλίτος ) ήταν πλατύτερος από τους άλλους διάδρομους και τελείωνε στο ανατολικό μέρος του κτιρίου σ’ ένα ημικύκλιο. Φωτίζονταν με μεγάλα παράθυρα πού ήταν τοποθετημένα κατά σειρά στον ψηλό μεσότοιχο. Σύμφωνα με το ρυθμό
91
αυτόν έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος τον πρώτο ναό στην Κωνσταντινούπολη, το ναό της του Θεού Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων καθώς και το ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. Κατά την οικοδομή δε του ναού αυτού επικράτησε η ευθεία γραμμή, σαν κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού. To σχέδιο αυτό ονομάστηκε ρυθμός βασιλικής ( στοάς ) ή ρυθμός βασιλικός, γιατί μοιάζει με τα ρωμαϊκά χτίρια, που λέγονταν βασιλικές στοές. Τα χτίρια αυτά χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι σαν δικαστήρια και χρηματιστήρια. Από τις βασιλικές στοές των Αθηνών, όπου δίκαζε ο βασιλιάς, πήραν οι Ρωμαίοι το σχέδιο για τις δικές τους. Στην Αθήνα ναοί ρυθμού βασιλικής είναι ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας, ο ναός του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, των Καθολικών, δίπλα στο Οφθαλμιατρείο. Στη Θεσσαλονίκη, ρυθμού βασιλικής ήταν ο περίφημος και αρχαιότατος ναός ( 5ου αιώνα ) του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, που καταστράφηκε από πυρκαγιά στα 1917. Σήμερα έχει ανοικοδομηθεί σύμφωνα με τον παλαιό ρυθμό. β΄ Η βασιλική με τρούλο Στην εποχή του Ιουστινιανού δύο μεγάλοι αρχιτέκτονες, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, κατόρθωσαν να στηρίξουν ένα μεγάλο τρούλο όχι πάνω σε τοίχους αλλά πάνω σε ιδιαίτερα στηρίγματα (κολόνες ή πεσσούς) στο μέσο του ναού. Έτσι, δημιουργήθηκε ο νέος αρχιτεκτονικός τύπος ναού, η «βασιλική μετά τρούλου». Για πρώτη φορά η κατάκτηση αυτή βρήκε την εφαρμογή της στον εξαίσιο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Ιουστινιανού. Ο πελώριος θόλος της Αγίας Σοφίας, που αφήνει το φως να καταυγάσει το ναό από τα αμέτρητα παράθυρά του, έτσι καθώς στέκεται ανάλαφρος, μοιάζει σα φωτεινός ουρανός, που χαμήλωσε ν’ αγκαλιάσει τη γη. γ΄ Ο βυζαντινός ρυθμός Προτού ακόμα αναφανεί ο νέος αυτός ρυθμός είχε τοποθετηθεί πάνω από το μεσαίο κλίτος ( δρόμο ) του ναού της Βασιλικής ένας κυλινδρικός τρούλλος. Η τροποποίηση αυτή έγινε η βάση νέου ρυθμού ναού, τού ναού, της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, που ανοικοδόμησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527 565), λεπτομέρειες του οποίου μαθαίνουμε στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Όλες οι πόλεις της αυτοκρατορίας απέστειλαν για την οικοδόμηση του ναού ό,τι πολύτιμο είχαν. Οι καρδιές ολόκληρου του Ελληνικού γένους στράφηκαν προς το ναό αυτόν. Ο ναός έχει σχήμα ορθογώνιο και στο μέσον αυτού υψώνονται τέσσερεις μεγάλοι στύλοι, που στις κορυφές τους (αψίδες) στηρίζεται ένας σφαιρικός βόλος (τρούλλος ) με διάμετρο 31 μέτρα. Η αγία Σοφία λοιπόν είναι Βασιλική με
92
τρούλλο. Γνώρισμα δε κύριο του ρυθμού αυτού είναι ο βόλος. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός τροποποιήθηκε έπειτα κατά το δέκατο αιώνα, με την προσθήκη γύρω από τον κεντρικό τρούλλο, άλλων μικρότερων. Επειδή κατ’ αρχάς παρουσιάσθηκε στο Βυζάντιο, λέγεται Βυζαντινός ρυθμός. Ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι το μοναδικό και το εξοχότερο αριστούργημα της Αρχιτεκτονικής τέχνης και το ιερό προσκύνημα όλης της χριστιανοσύνης. Σύμφωνοι με το ρυθμό αυτόν είναι οι περισσότεροι αρχαίοι ναοί στην Ελλάδα. Απ’ αυτούς περιφημότεροι είναι ο ναός στο Δαφνί, η Ρωσική εκκλησία, ο ναός του Αγίου Ελευθερίου, κοντά στη Μητρόπολη, ο ναός των Αγίων Θεοδώρων κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, ο ναός της Καπνικαρέας, στην οδό Ερμού. δ' Ο ρωμανικός ή λομβαρδικός ρυθμός Αναπτύχθηκε κυρίως στη Δύση. Μοιάζει με τις βασιλικές. Είναι αγροτικές εκκλησίες, μικρές και χαμηλές, με μικρά παράθυρα. ε΄ Ο γοτθικός ρυθμός Εμφανίστηκε γύρω στο δέκατο τρίτο αιώνα στη Γαλλία. Από εκεί μεταδόθηκε σ’ όλη τη Δυτική Ευρώπη. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι πώς οι τοίχοι, οι στέγες, τα καμπαναριά, τα παράθυρα απολήγουν σε οξεία γωνία. Θαρρείς ότι είναι χέρια ενωμένα σε στάση προσευχής, που υψώνονται προς τον ουρανό. Ο ναός του γοτθικού ρυθμού έχει μεγαλοπρέπεια. Χαρακτηριστικοί ναοί, χτισμένοι σ’ αυτόν το ρυθμό είναι : ο ναός της Παναγίας των Παρισίων, ο καθεδρικός ναός της Κολωνίας κ.ά. ς Ο ρυθμός της Αναγεννήσεως Αναπτύχθηκε στην Ιταλία και είναι μιά σύνθεση παλαιότερων ρυθμών. Είναι, μπορεί να πη κανείς, ένας συνδυασμός των ρυθμών της βασιλικής και του βυζαντινού. Έξοχο δείγμα του ρυθμού αυτού είναι ο επιβλητικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Τον πελώριο θόλο του τον σχεδίασε το δέκατο έκτο αιώνα ο μεγάλος ζωγράφος Μιχαήλ Άγγελος. Τα μέρη του Ναού Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι ναοί χτίζονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να χωρίζονται σε τρία μέρη: στο νάρθηκα, στον κυρίως ναό και στο Άγιο Βήμα. Το κάθε μέρος του ναού αντιστοιχούσε και σε μιά κατηγορία χριστιανών. Στο νάρθηκα έμεναν οι κατηχούμενοι, στον κυρίως ναό οι πιστοί και στο Άγιο Βήμα οι ιερείς. α΄ Νάρθηκας Μας προετοιμάζει για να μπούμε στο ναό, στέκονταν στα παλιά χρόνια σε ορισμένα σημεία της θείας λειτουργίας οι κατηχούμενοι, εκείνοι δηλαδή, που, όπως είδαμε, προετοιμάζονταν
93
για να δεχθούν το βάπτισμα. Μέσα στο νάρθηκα υπάρχει σχεδόν πάντα η «κρήνη» ή « φιάλη ». Ήταν μια μαρμάρινη λεκάνη, στην οποία έπλεναν τα χέρια τους οι χριστιανοί, πριν μπουν στο ναό. Ήταν μια συμβολική πράξη καθαρμού ψυχικού. Στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας υπήρχε στην κρήνη ή περίφημη « καρκινική επιγραφή » (δηλαδή, διαβάζεται και ανάποδα από το τέλος προς την αρχή) « Νίψον ανομήματα μή μόναν όψιν», πού θέλει να πει : «Πλύνε τα αμαρτήματα σου κι όχι μόνο το πρόσωπό σου ». β' Ο κυρίως Ναός Στέκονταν οι πιστοί και παρακολουθούσαν τις λατρευτικές τελετές (ακολουθίες). Μέσα στον κυρίως ναό βλέπομε τον σολέα, υπερυψωμένο επίπεδο, που χωρίζει από το Άγιο Βήμα, τον άμβωνα, που ανεβαίνει ο διάκονος για την ανάγνωση του Ευαγγελίου, τον επισκοπικό θρόνο, τα αναλόγια, όπου βρίσκονται οι χοροί των ψαλτών, τα στασίδια, οι θέσεις των πιστών. Είναι ακόμα οι πολυέλαιοι, τα μανουάλια, τα καντήλια και τα εξαπτέρυγα. γ΄ Το Άγιο Βήμα Το ιερότερο σημείο του ναού, μένουν οι ιερείς και επιτελούν τις ακολουθίες της θείας λατρείας. Χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τα σκαλοπάτια της σολέας. Παλιά υπήρχε ένα χαμηλό κιγκλίδωμα, που σιγά σιγά πήρε τη μορφή του σημερινού υψηλού εικονοστασίου ή τέμπλου, πού χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον κυρίως ναό. Στο Άγιο Βήμα βλέπομε την Αγία Τράπεζα, που συμβολίζει τον Τάφο του Χριστού και πάνω σ’ αυτήν τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Βλέπομε ακόμα την πρόθεση, που είναι μια κόγχη μέσα στον τοίχο. Συμβολίζει τη σπηλιά της Βηθλεέμ. Εκεί ο Ιερέας προετοιμάζει τον άρτο και τον οίνο, τα τίμια δώρα, που προσφέρονται για τη θεία λειτουργία. Γι’ αυτό λέγεται και προσκομιδή. Ακόμα μέσα στο Άγιο Βήμα υπάρχουν το σύνθρονο, μιά σειρά καθισμάτων για τους επισκόπους και τους ιερείς, και το σκευοφυλάκιο, όπου φυλάγονται τα λειτουργικά σκεύη και τα ιερά άμφια των κληρικών. Στην Αγία Τράπεζα υπάρχουν ορισμένα ιερά αντικείμενα, που χρησιμοποιούνται για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Είναι, πρώτα το λινό ύφασμα που τη σκεπάζει. Λέγεται κατασάρκιο και θυμίζει το λευκό σεντόνι, που μ’ αυτό τύλιξαν το σώμα του Κυρίου στην Αποκαθήλωση. Ύστερα έχουμε : (1) το αντιμήνσιο, τετράγωνο ύφασμα με παραστάσεις της ταφής του Χριστού. Το απλώνει αυτό ο ιερέας και μπορεί να τελέσει μ’ αυτό παντού τη λειτουργία, ακόμη και σε μέρη που δεν υπάρχει εγκαινιασμένος ναός.
94
(2) Το αρτοφόριο, μικρό κιβώτιο ωραία φτιαγμένο, όπου φυλάγουν όλο το χρόνο αγιασμένο άρτο. Είναι για τις επείγουσες ανάγκες, (μετάληψη αρρώστων κλπ.). (3) Το Ευαγγέλιο, (βιβλίο επιχρυσωμένο, που περιέχει τις ευαγγελικές περικοπές της χρονιάς). (4) Τα κηροπήγια. Μέσα στο Άγιο Βήμα συναντούμε ακόμα και ιερά σκεύη, χρήσιμα για την τέλεση της θείας λειτουργίας και των άλλων ακολουθιών. Είναι : (1) το Άγιο Ποτήριο, (2) ο άγιος δίσκος, όπου τοποθετείται ό άρτος, πριν να τεμαχιστεί και να ριχτή στο Άγιο Ποτήριο, (3) ο αστερίσκος. Πάνω από το δίσκο υπάρχει ένα έλασμα σταυρωτό. Εκεί που σμίγουν τα δύο άκρα του υπάρχει ένα ασημένιο αστέρι, που συμβολίζει το άστρο της Βηθλεέμ. (4) Η λόγχη, μικρό μαχαιράκι, για να κόβουν τον άρτο. (5) Η λαβίς, το «κουταλάκι» της μεταλήψεως. (6) Ο σπόγγος με τον οποίο καθαρίζουν τα σκεύη. (7) Το ζέον, μικρό δοχείο που ζεσταίνουν νερό και το ρίχνουν μέσα στο Άγιο Ποτήριο, (8) ο αήρ, τετράγωνο ύφασμα, πού σκεπάζονται μ’ αυτό τα τίμια δώρα. Όλα αυτά τα αντικείμενα έχουν και κάποιο βαθύτερο συμβολισμό. Η λόγχη π.χ. συμβολίζει τη λόγχη, με την οποία ο Ρωμαίος στρατιώτης κέντησε την πλευρά του Χριστού. Ο σπόγγος θυμίζει το σφουγγάρι, που μ’ αυτό, στη φριχτή ώρα της αγωνίας, ποτίσανε το Χριστό με χολή και ξύδι. Το ζέον συμβολίζει το νερό, που έτρεξε από την «κεντημένη » με τη λόγχη πλευρά, κ.ά. Άλλα Ιερά σκεύη είναι : η κολυμπήθρα, όπου γίνεται το άγιο βάπτισμα. Το μυροδοχείο (με το άγιο μύρο για το μυστήριο του χρίσματος). Ο αετός, ένα μεγάλο ύφασμα, πάνω στο οποίο πατά ο επίσκοπος όταν χειροτονείται. Είναι η ζωγραφιά μιας πολιτείας, που επάνω της πετάει ένας αετός (συμβολίζει την επισκοπική εξουσία). Ο επιτάφιος, παράσταση της ταφής του Κυρίου. Τα εξαπτέρυγα, το θυμιατήρι, τα δίπτυχα (στην κόγχη της προθέσεως, με τα ονόματα — ζωντανών και νεκρών — που μνημονεύει ο Ιερέας), τα κηροπήγια, τα δικηροτρίκηρα, (κηροπήγια που ευλογεί μ’ αυτά ο επίσκοπος τους χριστιανούς). Στα ιερά σκεύη κατατάσσονται τέλος και οι καμπάνες. 2. ΣΥΜΒΟΛΑ, ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΑ Εικόνες και Σύμβολα 95
Στην αρχή του χριστιανισμού δε συναντούμε ζωγραφική. Επηρεασμένος από τον Ιουδαϊσμό, που από φόβο προς τον κίνδυνο της ειδωλολατρίας απαγόρευσε τις εικόνες (δεύτερη εντολή του δεκαλόγου), ο χριστιανισμός απέφυγε στην αρχή να εκφραστή ζωγραφικά. Μα σιγά σιγά οι φόβοι παραμερίστηκαν και οι χριστιανοί εκδηλώσανε τα θρησκευτικά τους συναισθήματα με τη ζωγραφική και την τέχνη γενικότερα. Άλλωστε η τέχνη στάθηκε σ’ όλες τις εποχές μιά ιερή έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Στην αρχή οι χριστιανοί εκφράσανε τον ψυχικό τους κόσμο με παραστάσεις συμβολικές: Μερικές από αυτές είναι: ο σταυρός, το πιο ιερό σύμβολο του χριστιανισμού, το σημάδι της θυσίας και της αγάπης. Τα γράμματα Α και Ω. Η αρχή και το τέλος. Συμβολίζουν το Χριστό, πού είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου. Το μονόγραμμα X ή Χρ, πού σημαίνει Χριστός. Το σχήμα ενός ψαριού ή η λέξη ΙΧΘΥΣ, που με τα γράμματα της σχηματίζεται μια συμβολική ακροστιχίδα με το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης : Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ Άλλα σύμβολα είναι : Η λύρα. Συμβολίζει το ρόλο του χριστιανισμού στην εξημέρωση των ανθρώπων. (Ο Ορφέας, λέει η παράδοση, όταν έπαιζε τη λύρα του, ημέρωνε τα θηρία). Η άγκυρα, που συμβολίζει την ελπίδα. Η ναύς, το καράβι, που συμβολίζει την Εκκλησία. Το περιστέρι, που συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα. Ένα στεφάνι, πού συμβολίζει την νίκη. Τη νίκη συμβολίζει και το κλαδί τής φοινικιάς, ενώ το κλαδί της ελιάς συμβολίζει την ειρήνη. Ο αμνός συμβολίζει τη θυσία του Χριστού. Η άμπελος συμβολίζει την Εκκλησία. Η λυχνία συμβολίζει το αιώνιο φως του Χριστού. Η παράσταση του «Καλού Ποιμένος» συμβολίζει τη θυσία του Χριστού για να σώσει τους ανθρώπους. Τα παγώνια, που πίνουν νερό, συμβολίζουν τη Θεία Κοινωνία.
96
Σιγά σιγά, εκτός από τα σύμβολα, ο χριστιανισμός ανάπτυξε τη ζωγραφική, παίρνοντας θέματα από Την Αγία Γραφή και από τις βιογραφίες των Αγίων τής Εκκλησίας. Έτσι δημιουργήθηκε μιά θαυμάσια καλλιτεχνική κληρονομιά από εικόνες (φορητές, πάνω σέ ξύλο) και τοιχογραφίες και εικονογραφήσεις πάνω σε κείμενα. Η ορθόδοξη Εκκλησία έχει στην ιστορία της την έξοχη παράδοση της βυζαντινής ζωγραφικής, που σήμερα τη θαυμάζει όλος ο κόσμος. Τα άμφια των κληρικών Η θεολογική σημασία των αμφίων, η οποία υπαγόρευσε τη χρήση τους, είναι ότι ο Λειτουργός δεν τελεί αφ' εαυτού τα μυστήρια, αλλά δυνάμει Χριστού και της Ιεροσύνης της Εκκλησίας, την οποία κατέχει δια της χειροτονίας «εν Πνεύματι Αγίω», «ενδεδυμένος την της ιερατείας χάριν». Διατηρούν κατά βάση την παλαιά τους μορφή και με αυτά διακρίνονται οι επί μέρους βαθμοί της Ιεροσύνης. Είναι επτά, κατά τον τύπο των επτά χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και τον ιερό αριθμό της πληρότητας. Κατανέμονται αναλόγως στους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης: Στο Διάκονο τρία άμφια για το ιερό του αριθμού, δηλ. στιχάριο, οράριο και επιμάνικα. Στον Πρεσβύτερο πέντε, κατά τον αριθμό των πέντε αισθήσεων, δηλ. στιχάριο, επιτραχήλιο, επιμάνικα, ζώνη και φελώνιο. Στον Επίσκοπο επτά για την πληρότητα της Ιεροσύνης Τα άμφια του Διακόνου α. Το Στιχάριο. Είναι ποδήρης χιτώνας, κοινός για τους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης με φαρδιά μανίκια. Το χρώμα του είναι συνήθως λευκό, σύμβολο της αγνότητας και της πνευματικής χαράς. Συμβολίζει τη φωτεινή των Αγγέλων περιβολή και το καθαρό και αμόλυντο της ιερατικής τάξεως, καθαρότητα για την οποία οι Λειτουργοί καταξιούνται της θείας Χάρης. Αυτό μαρτυρεί και το Γραφικό χωρίο που λέγουν οι κληρικοί κατά την ένδυση τους: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου...». β. Το Οράριο (orare = προσεύχεσθαι). Είναι ταινία υφάσματος, που φέρεται στον αριστερό ώμο, (με τα άκρα ένα εμπρός και ένα πίσω) και γραμμένο σ' αυτό το Άγιος, Άγιος, Άγιος. Εξεικονίζει τις πτέρυγες των Αγγέλων, εφ' όσον «οι Διάκονοι... εις διακονίαν αποστελλόμενοι προστρέχουσιν». γ. Τα Επιμάνικα. Με αυτά, κοινά και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, συγκρατούνται τα άκρα του στιχαρίου μαζί με τα λοιπά ενδύματα του Λειτουργού. Εικονίζουν την παντοδύναμη ενέργεια του Θεού και των Τιμίων Δώρων που προσφέρονται με τα χέρια του Ιερουργού. Γι' αυτό λέγουν οι κληρικοί όταν τα ενδύονται τα ψαλμικά χωρία: «Η δεξιά Σου
97
Χείρ, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι....» και «Αι χείραι Σου εποίησαν με και έπλασαν με...». Συμβολίζουν και τα δεσμά του Κυρίου με τα οποία δεμένος οδηγήθηκε προς τον Πιλάτο. Τα άμφια του Πρεσβυτέρου α. Το Στιχάριο β. Τα Επιμάνικα γ. Το Επιτραχήλιο. Είναι σαν το οράριο, φέρεται στον τράχηλο από τους Πρεσβυτέρους και Επισκόπους και έχει και τα δύο άκρα εμπρός. Εικονίζει την άνωθεν κατερχόμενη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Γι' αυτό ενδυόμενοι αυτό οι ιερείς και αρχιερείς λέγουν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν επί τους Ιερείς Αυτού...». Τα κρόσσια που υπάρχουν στο κάτω άκρο του επιτραχηλίου συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων του ποιμνίου τους, για τις οποίες είναι υπεύθυνοι και θα λογοδοτήσουν κατά την ήμερα της κρίσεως. Χωρίς επιτραχήλιο καμία ιεροπραξία δεν μπορεί να τελεσθεί. δ. Η Ζώνη. Η ζώνη την οποία φέρει ο Πρεσβύτερος και ο Επίσκοπος για να συγκρατεί τα άμφια, αποτελεί υπόμνηση της πνευματικής αποστολής και της ευθύνης τους. Συμβολίζει την ετοιμότητα που πρέπει να έχουν για την απόκρουση καθενός εναντίου, κατά την προτροπή του Κυρίου: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι...» (Λουκ. ιβ', 35). ε. Το Φελώνιο. Είναι ένδυμα αρχαϊκής μορφής, χωρίς χειρίδες (μανίκια) και φέρεται από την κεφαλή. Συμβολίζει τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου και την επίγεια Εκκλησία. Όπως ο χιτώνας είναι άρραφος και ένα τεμάχιο, έτσι πρέπει και η Εκκλησία να είναι ΜΙΑ. Κατά τον Άγιο Γερμανό Κων/πόλεως, το φελώνιο εικονίζει την πορφύρα, με την οποία ενέπαιζαν τον Κύριο μας, γεγονός το όποιο πρέπει να έχει κατά νουν πάντοτε ο πρεσβύτερος. στ. Το Επιγονάτιο. Είναι ρομβοειδές ύφασμα εξαρτώμενο από τη ζώνη με παράσταση τον Νιπτήρα του Μυστικού Δείπνου ή την Ανάσταση. Το φέρει ο Αρχιερέας και κάθε οφφικιούχος πρεσβύτερος. Εικονίζει το λέντιο με το όποιο ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των Μαθητών Του. Συμβολίζει και την πνευματική μάχαιρα, «εν ώ δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι... και την μάχαιραν του πνεύματος, ό εστίν ρήμα Θεού» (Εφ. στ', 16). Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, συμβολίζει και τη νίκη κατά του θανάτου και την Ανάσταση του Κυρίου. Γι' αυτό ενδυόμενοι οι λειτουργοί λέγουν: «Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, Δυνατέ...». ζ. Ο επιστήθιος Σταυρός. Εξαρτάται με αλυσίδα από το λαιμό στο στήθος του οφφικιούχου πρεσβυτέρου. Συμβολίζει τον Σταυρό του Κυρίου, αλλά και τον σταυρικό-θυσιαστικό χαρακτήρα της ιερωσύνης.
98
Τα άμφια του Επισκόπου α. Το Στιχάριο β. Τα Επιμάνικα γ. Το Επιτραχήλιο δ. Η Ζώνη ε. Το Επιγονάτιο στ. Ο επιστήθιος Σταυρός ζ. Ο Αρχιερατικός σάκκος. Αυτός αντικατέστησε στην περίοδο της τουρκοκρατίας το πολυσταύριο φελώνιο του Επισκόπου, που έγινε κατ' απομίμηση του αυτοκρατορικού σάκου. Διατήρησε όμως το συμβολισμό του φελωνίου, καθ' όσον ο Αρχιερέας εικονίζει τον Χριστό. Οι κωδωνίσκοι του σάκου εξεικονίζουν τους δώδεκα κωδωνίσκους του Ααρών και συμβολίζουν το διδακτικό κήρυγμα του Αρχιερέα. η. Η Ποιμαντική ράβδος. Είναι σύμβολο της ποιμαντικής και πνευματικής εξουσίας του Επισκόπου. Στο άνω μέρος φέρει τον Τίμιο Σταυρό μεταξύ δύο όφεων, για να υπενθυμίζει τη ρήση του Κυρίου «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματ. ι', 16). θ. Το Ωμοφόριο (μικρό και μεγάλο). Είναι ταινία υφάσματος σταυρουμένη στο στήθος, με τα δύο άκρα το ένα εμπρός και το άλλο πίσω. Συμβολίζει το πλανηθέν πρόβατο που ο Χριστός έφερε επί των ώμων Του. Γι' αυτό συνίσταται να είναι κατασκευασμένο με μαλλί προβάτου. Μέχρι και την ανάγνωση του Αποστόλου, ο Επίσκοπος φέρει το μεγάλο Ωμοφόριο (το ανωτέρω). Μετά το Ευαγγέλιο και μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας φέρει το μικρό Ωμοφόριο (με τα δύο άκρα εμπρός), το όποιο φέρει και σ' όλες τις λοιπές ακολουθίες. ι. Η Αρχιερατική Μίτρα. Έχει την αρχή της στην Παλαιά Διαθήκη. Συμβολίζει τον ακάνθινο στέφανο, αλλά και το βασιλικό αξίωμα του Κυρίου, δεδομένου ότι ο Αρχιερέας είναι ζώσα εικόνα του Χριστού στην Εκκλησία Του. Η χρήση της επεκτάθηκε μετά τον 16ο αιώνα. ια. Το Αρχιερατικό Εγκόλπιον. Εξαρτάται με αλυσίδα από το λαιμό στο στήθος του Αρχιερέα. Καθιερώθηκε το έτος 1856, σαν διακριτικό γνώρισμα του Αρχιερατικού αξιώματος. Συμβολίζει τη σφραγίδα και την ομολογία της πίστεως. Στο ωοειδές σχήμα του εικονίζεται ο Χριστός με το δεξί χέρι ευλογών, και στο αριστερό κρατών Ευαγγέλιο. ιβ. Τα Δικηροτρίκηρα. Πρόκειται για τις βάσεις με τα δύο και τα τρία κεριά που κρατά ο Αρχιερέας και με τα όποια ευλογεί το λαό. Τα δίκηρα συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου. Τα τρίκηρα συμβολίζουν την Αγία Τριάδα. Μ' αυτά σφραγίζει το Ευαγγέλιο κατά την ψαλμωδία του Τρισαγίου Ύμνου και μετά ευλογεί τον λαό.
99
ιγ. Ο Αρχιερατικός Μανδύας. Φέρεται από τον Αρχιερέα όταν χοροστατεί στις ιεροπραξίες που δεν απαιτείται πλήρης στολή, π.χ. κατά τη διάρκεια του Όρθρου. Οι Λειτουργοί φορούν «άπασαν» την ιερατική τους στολή κατά τη Θεία Λειτουργία και σ' ορισμένες άλλες ακολουθίες προσδιοριζόμενες από το «Τυπικό» της Εκκλησίας, όπως στην τέλεση της Προσκομιδής, στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, στον Εσπερινό της Μεγ. Παρασκευής, του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Στις άλλες τελετές Μυστηρίων φορούν επιτραχήλιο και φελώνιο ο Πρεσβύτερος, επιτραχήλιο και ωμοφόριο ο Επίσκοπος και στιχάριο και οράριο ο Διάκονος. Σε άλλες ιερές Ακολουθίες ο Ιερέας φέρει μόνο το Επιτραχήλιο. 3. ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Τα κυριότερα βιβλία, που χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας για την τέλεση των ιερών ακολουθιών της, είναι : α΄ Το Ευαγγέλιο. Περιέχει όλες τις περικοπές, που διαβάζονται στις ακολουθίες, από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Συνήθως είναι δεμένο με πολύτιμο μέταλλο και φέρνει πάνω του θαυμάσιες σκαλιστές παραστάσεις. β' Ο Απόστολος. Είναι το βιβλίο με τις περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων, που διαβάζονται στις ακολουθίες, πάντα πριν από την περικοπή του Ευαγγελίου. γ' Το Ψαλτήριο. Η συλλογή των ψαλμών του Δαβίδ. Το βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης με τη γοητευτική ποίηση και τις μεγάλες αλήθειες. δ' Το Ευχολόγιο. Περιέχει τις ευχές των Μυστηρίων και των άλλων ακολουθιών. ε' Το Ωρολόγιο. Περιέχει τις ακολουθίες που ψάλλονται στη διάρκεια της ημέρας: Τις «ώρες» (πρώτη, τρίτη, έκτη, ένατη), τον εσπερινό, το απόδειπνο, το μεσονυκτικό και τον όρθρο. Περιέχει ακόμα τον παρακλητικό κανόνα και την ακολουθία των Χαιρετισμών. ς' Τα Μηναία. Δώδεκα βιβλία, ένα για κάθε μήνα, με τις ακολουθίες των αγίων του ημερολογίου. ζ' Το Τριώδιο. (Λέγεται έτσι γιατί στην αρχή περιείχε τρεις ωδές). Περιέχει διάφορες ακολουθίες - ωδές των κινητών εορτών από την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου ως το Μεγάλο Σάββατο. η' Το Πεντηκοστάριο. περιέχει τις ακολουθίες των κινητών εορτών από την Κυριακή του Πάσχα, ως την Κυριακή της Πεντηκοστής (πενήντα ημέρες). θ' Η Οκτώηχος. Περίφημο ποιητικό βιβλίο της Εκκλησίας, που περιέχει τροπάρια και ύμνους. Λέγεται Οκτώηχος, γιατί τα τροπάρια αυτά ψάλλονται σύμφωνα με τους οκτώ βυζαντινούς ήχους. Λέγεται και παρακλητική. 100
ι' Το Τυπικό. Είναι το βιβλίο που ορίζει τη σειρά, τη διάταξη των ιερών ακολουθιών. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο για τη σωστή τέλεση των λειτουργικών εκδηλώσεων. Ακόμη και σήμερα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους υπάρχει ένας ειδικός μοναχός, ο «τυπικάρης», που εποπτεύει με αυστηρότητα και ζήλο για την πιστή εφαρμογή του « τυπικού». ια' Το Λειτουργικό. Είναι το βιβλίο που περιέχει τις λειτουργίες της Εκκλησίας μας : Του Ιακώβου του αδελφοθέου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και των Προηγιασμένων Δώρων. Περιέχει ακόμη και την ακολουθία του μικρού και μεγάλου εσπερινού.
101
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ
102
1. ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ Εορτές λέγονται οι μέρες που όρισε η Εκκλησία μας για να τιμούμε με πανηγυρικό τρόπο τη μνήμη διαφόρων ιερών συμβάντων ή των αγίων. Και στις μέρες αυτές αναπαυόμαστε από τα έργα μας και πηγαίνομε όλοι στους ναούς. Και σαν πρώτη εορτή όρισε ή Εκκλησία μας την πρώτη μέρα της εβδομάδας κατά την οποίαν αναστήθηκε ο Κύριος, και γι’ αυτό ονομάστηκε Κυριακή αντί του Ιουδαϊκού Σαββάτου. Ύστερα όρισε τις εορτές του Πάσχα και της Πεντηκοστής, με τις οποίες αντικατάστησε τις Ιουδαϊκές εορτές Πάσχα και Πεντηκοστή, που είχε ορίσει ο Μωυσής. Με τον καιρό όμως προστέθηκαν και άλλες εορτές σε μνήμη και τιμή διαφόρων γεγονότων του βίου του Δεσπότη Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων του Θεού. Και έτσι όλες αυτές οι εορτές χωρίστηκαν σε τρεις τάξεις, οι εξής : A) Οι εορτές για τη δοξολογία του Δεσπότη και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και λέγονται Δεσποτικές, Β) Οι εορτές προς τιμή της Θεοτόκου, και λέγονται Θεομητορικές, Γ) Οι εορτές εις μνήμη των προσώπων εκείνων, που υπεράσπισαν την Εκκλησία με το βίο τους και λέγονται εορτές των αγίων. Εκτός απ’ αυτές πάντοτε και από την αποστολική εποχή τιμώνται και οι δυο μέρες της εβδομάδας· η Τετάρτη και η Παρασκευή. Η πρώτη για την προδοσία του Χριστού και ή άλλη για τη Σταύρωσή του α΄ Δεσποτικές εορτές Οι Δεσποτικές εορτές διακρίνονται σε ακίνητες εορτές και σε κινητές. Ακίνητες λέγονται όσες εορτάζονται σε ορισμένη ( ακίνητη ) ημερομηνία και έχουν κέντρο την εορτή των Χριστουγέννων. Κινητές λέγονται όσες εορτάζονται σε ορισμένη μέρα της εβδομάδας, αλλά σε διάφορη ημερομηνία. Οι εορτές αυτές έχουν κέντρο τους την εορτή του Πάσχα, που είναι εορτή κινητή, δηλαδή κανονίζονται ανάλογα με την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα. Η εορτή του Πάσχα π.χ. εορτάζεται πάντοτε Κυριακή, όχι όμως και σε ορισμένη ημερομηνία. 1. Οι ακίνητες Δεσποτικές εορτές 1) Τα Χριστούγεννα. Πάντοτε η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού εορτάζεται την 25η Δεκεμβρίου κάθε χρόνο. Αρχαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή των Θεοφανίων.
103
2) Η Περιτομή του Χριστού. Η εορτή της Περιτομής είναι η ογδόη μέρα από τη Γέννηση, που πήρε ο Χριστός το όνομα Ιησούς σύμφωνα με τη συνήθεια των Εβραίων. Εορτάζεται την πρώτη του χρόνου. 3) Η Υπαπαντή του Χριστού. Με την εορτή αυτή εορτάζομε τη συνάντηση (υπάντηση) του Σωτήρα από τον πρεσβύτη Συμεών στο Ναό. Εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου. 4) Τα Επιφάνια ή Θεοφάνια. Κατά την 6η Ιανουαρίου εορτάζεται η Βάφτιση του Χριστού. Λέγεται Επιφάνια, γιατί την ημέρα αυτή φάνηκε ( επιφάνει ) κατά τη βάφτισή του ο Χριστός σαν Σωτήρας στον κόσμο. Λέγεται και Θεοφάνια, γιατί και ο Πατέρας του, ο θεός, φάνηκε κατά τη στιγμή της βαφτίσεως, που έλεγε : Ούτος έστιν ο υιός μου ο αγαπητός...». Αρχαιότερα η εορτή αυτή εορταζόταν και σαν εορτή του φωτισμού των κατηχουμένων με το βάφτισμα, οπότε πολλοί απ’ αυτούς βαφτίζονταν την ημέρα αυτή. Γι’ αυτό λέγεται και εορτή των Φώτων ( τα Φώτα ). 5) Η Μεταμόρφωση του Χριστού. Κατά την ημέρα αυτή ( 6η Αυγούστου ) εορτάζομε τη Μεταμόρφωση τον Σωτήρα, που έγινε, πριν από το σταυρικό του θανάτου στο όρος της Γαλιλαίας Θαβώρ. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας εόρταζε τη Μεταμόρφωση προ του Πάσχα. Όταν όμως η Αγία Ελένη έχτισε πάνω στο όρος αυτό το ναό της Μεταμορφώσεως, που τα εγκαίνιά του έγιναν στις 6 Αυγούστου, η Εκκλησία μας από τότε όρισε την εορτή σ’ αυτή την ημερομηνία. 6) Η εορτή της Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού. Στις Δεσποτικές εορτές αριθμείται και η εορτή αυτή σ’ ανάμνηση του Σταυρού, όπου κρεμάστηκε ο Χριστός. Εορτάζεται στις 14 Σεπτεμβρίου, γιατί συμπίπτει με την επόμενη μέρα των εγκαινίων τού ναού της Αναστάσεως, που έχτισε ο Μ Κωνσταντίνος πάνω στον Γολγοθά. Η ευσεβέστατη Ελένη, όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα, έκαμε ανασκαφές και βρήκε τον Τίμιο Σταυρό, στις 6 Μαρτίου. Και στις 14 Σεπτεμβρίου τον ύψωσε με λαμπρό πανηγύρι στο ναό της Αναστάσεως για προσκύνηση των χριστιανών. 2. Οι κινητές Δεσποτικές εορτές Τις κινητές Δεσποτικές εορτές διαιρούμε σε δύο κατηγορίες: α) στις Κυριακές και εορτές προ του Πάσχα και β) στις Κυριακές μετά την εορτή του Πάσχα, που η τελευταία είναι η Κυριακή των άγιων Πάντων. α) Οι κινητές εορτές και Κυριακές προ του Πάσχα
104
1) Η Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου. Ονομάζεται έτσι, γιατί σ’ αυτή διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία η περικοπή του Ευαγγελίου, που περιγράφει την παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου. Η Κυριακή αυτή είναι το προοίμιο του καιρού της νηστείας και προσευχής της Μεγάλης Σαρακοστής. Και γι’ αυτό η Εκκλησία μας με την παραβολή αυτή μας προειδοποιεί ότι από σήμερα θα αρχίσουμε την νέα ζωή μας με την ταπεινοφροσύνη, που έδειξε ο Τελώνης. Από την Κυριακή αυτή ανοίγει το Τριώδιο, δηλαδή το λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των κινητών εορτών από την Κυριακή αυτή μέχρι του Μεγάλου Σαββάτου. Το Τριώδιο είναι ένα βιβλίο, πού περιέχει τις ακολουθίες αυτές σε τρεις ωδές (ύμνους), και κάθε μια αποτελείται από διάφορα τροπάρια. Γι’ αυτό λέγεται Τριώδιο. Έπειτα προστέθηκαν και άλλες ωδές και έγιναν στο σύνολο εννέα. 2) Η Κυριακή του Ασώτου. Η Εκκλησία μας διδάσκει σα μέσο της σωτηρίας μας τη μετάνοια, όπως σώθηκε με αυτήν ο νεότερος γιός της παραβολής του ασώτου. Επειδή λοιπόν διαβάζεται σ’ αυτή την Κυριακή η παραβολή του ασώτου, γι’ αυτό λέγεται Κυριακή του Ασώτου. 3) Η Κυριακή της Αποκριάς. Αποκριά λεγόταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας προ της νηστείας ( από και κρέας δηλ. αποχή από το κρέας ). Κυριακή δε της αποκριάς λέγεται η προτελευταία από τη καθαρή Δευτέρα, Κυριακή, γιατί, από της επομένης Δευτέρας, ορίζονταν αποχή από το κρέας. Επιτρέπεται δε μόνο να τρώμε τυρί, γαλακτερά κλπ. όλη τη εβδομάδα, και γι’ αυτό λέγεται εβδομάδα της τυροφάγου. Ο λόγος της δίαιτας αυτής δεν είναι μόνο θρησκευτικός, αλλά και υγιεινός. Γιατί έτσι δε θα περάσουμε απότομα στη νηστεία της Καθαρής Δευτέρας. Ο λαός όμως ονομάζει αποκριά όλο το διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα, που αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου. 4) Η Κυριακή της Τυροφάγου. Είναι η Κυριακή, που έρχεται στο τέλος της εβδομάδας της Τυροφάγου. Από τη Δευτέρα ( Καθαρή Δευτέρα ) αρχίζει η μεγάλη νηστεία του Πάσχα ή Σαρακοστή. Σαρακοστή είναι η μεγάλη νηστεία προ του Πάσχα, που διαρκεί 50 μέρες, από την Καθαρή Δευτέρα ως το Μεγάλο Σάββατο. Ακριβώς είναι 48 μέρες αλλά προσθέτομε και τις δυο μέρες της αποκριάς την Τετάρτη και Παρασκευή, που είναι επίσης μέρες νηστείας. Λέγεται Σαρακοστή νηστεία, γιατί μάς θυμίζει τη νηστεία του Χριστού, που νήστεψε στην έρημο 40 μέρες.
105
Τη νηστεία οφείλομε οι χριστιανοί να κάμνουμε όχι μόνο με την αποχή μας από τα απαγορευμένα φαγητά, αλλά και με την αποχή μας από τα κακά έργα. Και τότε προετοιμαζόμαστε όπως πρέπει, για να κοινωνήσουμε επάξια. Γιατί δεν έχει καμιά ωφέλεια εκείνος που νηστεύει, αν στερεί το σώμα του από ορισμένη τροφή, την δε ψυχή του χορταίνει με κάθε κακία και αμαρτία. β) Οι Εβδομάδες και Κυριακές των νηστειών Η Μεγάλη Σαρακοστή αποτελείται από έξι εβδομάδες, από τις οποίες η πρώτη λέγεται καθαρή εβδομάδα. Ονομάσθηκε καθαρή γιατί σ’ αυτή οι χριστιανοί με την αυστηρότατη νηστεία, με προσευχή και μετάνοια διατηρούν την καθαρότητα της ψυχής τους από κάθε αμαρτία. Α' Πρώτη Εβδομάδα. Της εβδομάδας αυτής η Κυριακή είναι η πρώτη των νηστειών και λέγεται της Ορθοδοξίας. Γιατί η Εκκλησία μας εορτάζει σ’ αυτή τη νίκη της Ορθοδοξίας εναντίον των αιρετικών και απίστων. Και εορτάζει μαζί την αναστήλωση των αγίων εικόνων από τη βασίλισσα Θεοδώρα το 842. Β' Δευτέρα εβδομάδα των νηστειών. Κατά την Κυριακή αυτής της εβδομάδας εορτάζεται η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Γρηγόριος ήταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 14ον αιώνα. Η Εκκλησία μας μάς παρουσιάζει τον αρχιεπίσκοπο αυτό σα παράδειγμα για τους αγώνες μας κατά τις ημέρες της νηστείας και της προσευχής. Γιατί ο Γρηγόριος αγωνίσθηκε νικηφόρα εναντίον δυο αιρετικών που δεν πίστευαν ότι ο Χριστός είναι Θεός. Γ' Τρίτη εβδομάδα των νηστειών. Της εβδομάδας αυτής η Κυριακή λέγεται της Σταυροπροσκυνήσεως. Η Εκκλησία μας παρουσιάζει τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό στους χριστιανούς για να τον προσκυνήσουν και να λάβουν δύναμη και θάρρος στο μέσον της νηστείας και να αγωνισθούν εναντίον της αμαρτίας. Δ' Τετάρτη εβδομάδα των νηστειών. Η Κυριακή αυτή, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του οσίου Πατρός Ιωάννη, συγγραφέα της Κλίμακας. Ο Ιωάννης ήταν μοναχός στο μοναστήρι του Σινά και γεννήθηκε το 525 μ.Χ. Έγραψε ένα βιβλίο που περιέχει σε 33 κεφάλαια, όσα τα χρόνια του Χριστού, όλες τις αρετές από την κατώτερη μέχρι την ανώτερη. Σ’ αυτή μπορεί κανείς να φτάσει αν σιγά σιγά ανεβαίνει σκαλί σκαλί μια σκάλα. Γι’ αυτό το βιβλίο του αυτό λέγεται «κλίμαξ αρετών» και αυτός «Ιωάννης της κλίμακος».
106
Ε' Πέμπτη εβδομάδα των νηστειών. Κατά την Κυριακή της εβδομάδας αυτής εορτάζεται η μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που κατόρθωσε με τη μετάνοια της να γίνει οσία από αμαρτωλή. Έζησε τον τέταρτο αιώνα. Κατά την εβδομάδα αυτή λαμπρύνεται η Θεία λατρεία με δύο εξαιρετικά προϊόντα της εκκλησιαστικής ορθοδόξου ποιήσεως, τα οποία είναι ο «Μέγας Κανών» και ο Ακάθιστος Ύμνος». Ο Μέγας Κανόνας είναι ένα εκκλησιαστικό ποίημα, που αποτελείται από 200 περίπου τροπάρια, στα οποία υμνείται η σωτηρία του ανθρώπου από το Θεό, από της εποχής του Αδάμ μέχρι της Αναλήψεως του Σωτήρα. Ο Μέγας Κανόνας ψάλλεται το βράδυ της τέταρτης ημέρας της εβδομάδας αυτής, είναι δε έργο του επισκόπου Κρήτης Ανδρέα, που έζησε το 713. Το βράδυ της Παρασκευής της ίδιας εβδομάδας, ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος ύμνος ή Χαιρετισμοί της Θεοτόκου. Ο ύμνος αυτός ψάλθηκε επίσης τμηματικά, δηλαδή ανά έξι χαιρετισμοί κατά τις προηγούμενες τέσσερεις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής. Είναι ένα λαμπρό εκκλησιαστικό ποίημα, και αποτελείται από το προοίμιο και από 24 στροφές, που λέγονται οίκοι ή χαιρετισμοί της Θεοτόκου. Κάθε στροφή ακολουθεί αλφαβητική σειρά, που λέγεται ακροστιχίδα. Τον Ακάθιστο Ύμνο έψαλε ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως το 626 μ.Χ. για να ευχαριστήσει τη Θεοτόκο, που έσωσε την πόλη σαν υπέρμαχος στρατηγός, από την πολιορκία των Περσών και των Αβάρων. Λέγεται ακάθιστος, γιατί ο λαός από ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο τον έψαλε όρθιος, χωρίς να καθίσει. ΣΤ' Έκτη εβδομάδα των νηστειών. Το Σάββατο αυτής της εβδομάδας, η Κυριακή της οποίας είναι των Βαΐων, λέγεται Σάββατο του Λαζάρου, γιατί την ημέρα αυτή ανάστησε ο Χριστός στη Βηθανία το φίλο του Λάζαρο. Κατά την Κυριακή των Βαΐων, δηλαδή την επομένη του θαύματος της αναστάσεως του Λαζάρου, εορτάζομε την πανηγυρική και θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων υποδέχτηκαν το Χριστό με κλαδιά ( βάγια) και τα παιδιά έψαλλαν το «Ωσαννά». Η Μεγάλη Εβδομάδα. Μετά την Κυριακή των Βαΐων μπαίνουμε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα των παθών του Κυρίου, τα οποία με ευλάβεια και αυστηρή νηστεία και προσευχή εορτάζομε. Λέγεται Μεγάλη Εβδομάδα, γιατί μεγάλα γεγονότα συνέβησαν σ’ αυτή και μεγάλα αγαθά μάς δόθηκαν. Αυτά είναι τα εκούσια και άγια πάθη και ο
107
θάνατος του Σωτήρα μας, ο οποίος σταυρώθηκε Για να μάς χαρίσει τα ουράνια αγαθά και την αιώνια ζωή. Η Εκκλησία μας φρόντισε με κάθε σοφία να δείξει τη μεγάλη σημασία των ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας. Γι’ αυτό οι ακολουθίες αυτές περιέχουν τους καλύτερους ύμνους, τα ωραιότερα και συγκινητικότερα τροπάρια και τα διδακτικότερα αναγνώσματα. Οι βραδινές ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας είναι ακολουθίες του άρθρου των επόμενων ήμερων. α) Μεγάλη Δευτέρα. Η ημέρα αυτή ορίστηκε σε ανάμνηση του πάγκαλου Ιωσήφ, γιου του Ιακώβ, που η ζωή του μοιάζει με τη ζωή των παθημάτων του Χριστού. Είναι δηλαδή ο τύπος των παθών του Σωτήρα. β) Η Μεγάλη Τρίτη. Κατά την ημέρα αυτή διαβάζονται οι παραβολές των δέκα παρθένων, των ταλάντων και της φοβερής κρίσεως κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Με τις παραβολές αυτές παρακινούμαστε να είμαστε πάντοτε έτοιμοι με τις αρετές μας και τα αγαθά έργα μας, να δώσουμε λόγο ενώπιον του κριτή μας Χριστού. Το βράδυ της ημέρας αυτής ψάλλεται και το τροπάριο της Κασσιανής. γ) Η Μεγάλη Τετάρτη. Η Εκκλησία μάς θυμίζει τη γυναίκα εκείνη, πού άλειψε τα πόδια του Χριστού με μύρο. Ή πράξη αυτή φανέρωνε την ταφή του, που θα γινόταν σε λίγο. Επίσης η Εκκλησία μας με κατανυχτικά τροπάρια μάς θυμίζει, ότι την ημέρα αυτήν ό Ιούδας συμφώνησε να παραδώσει το διδάσκαλό του, αντί τριάντα αργυρίων. Το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων ψάλλονται ως το βράδυ τής Μεγάλης Τετάρτης οι ακολουθίες του Νυμφίου. δ) η Μεγάλη Πέμπτη. Κατά την ημέρα αυτή ο Ιησούς στο Μυστικό Δείπνο για να δείξει την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ένιψε ( έπλυνε ) τα πόδια των μαθητών του. Σήμερα, η τελετή αυτή του νιπτήρα γίνεται στα Ιεροσόλυμα, όπου ο Πατριάρχης νίβει τα πόδια δώδεκα αρχιμανδριτών. Επίσης το βράδυ, χάρη ευλογίας των χριστιανών, διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια, ενώ η ακολουθία ανήκει στον όρθρο τής Μ. Παρασκευής. Δώδεκα Ευαγγέλια είναι δώδεκα περικοπές από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές. Οι περικοπές αυτές περιέχουν την Ιστορία των παθών του Χριστού. Είναι δώδεκα, σύμφωνα με τον αριθμό των δώδεκα ωρών της ακολουθίας, οι οποίες συμφωνούν με τις ώρες των παθών.
108
ε) Η Μεγάλη Παρασκευή. Κατά την ημέρα αυτήν η Εκκλησία μας με συγκινητική ακολουθία φέρει στη μνήμη μας τη δίκη, την καταδίκη, τη σταύρωση, το θάνατο, την αποκαθήλωση και τον ενταφιασμό του Σωτήρα μας. Η ακολουθία του εσπερινού αποτελείται από την εκφορά του Επιτάφιου και από τον Επιτάφιο Θρήνο. Είναι ιδιαίτερα πένθιμη η μεγάλη αυτή ημέρα για τους χριστιανούς, γιατί είναι η ημέρα της σταυρώσεως του Κυρίου για τη σωτηρία μας από τη δουλεία της αμαρτίας. στ) Το Μεγάλο Σάββατο. Η ακολουθία της ημέρας αυτής ορίστηκε σε ανάμνηση της αναπαύσεως του Χριστού στον τάφο, της καθόδου του στον Άδη και της προειδοποιήσεως της Αναστάσεώς του. Η προειδοποίηση αυτή είναι η πρώτη Ανάσταση του Χριστού, που φανερώθηκε πρώτα στους νεκρούς. Και γι’ αυτό ψάλλεται ο ύμνος της παρηγοριάς μας, ότι και για μάς τους ζωντανούς θα αναστηθεί. Και τη στιγμή που γίνεται η ψαλμωδία του ύμνου αυτού Ανάστα ο Θεός κρίνον την γην...» ο ιερέας φορώντας λευκή στολή, σκορπίζει στο ναό δάφνες, σαν σημείο προειδοποιήσεως της ενδόξου Αναστάσεως. 1) Η Κυριακή του Πάσχα. Κατά την ημέρα αυτή χαιρετίζομε με χαρούμενα τροπάρια την ένδοξη Ανάσταση του Σωτήρα. Την ημέρα αυτή τη λέμε και Λαμπρή, γιατί με λαμπρές εκδηλώσεις η Εκκλησία και οι χριστιανοί πανηγυρίζομε με το «Χριστός Ανέστη». Το μεσημέρι δε της ημέρας του Πάσχα ψάλλεται ο εσπερινός της αγάπης, γιατί στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί αντάλλαζαν ασπασμό αγάπης και ειρήνης αναμεταξύ τους. Η ακολουθία αυτή λέγεται και δεύτερη ανάσταση για όσους δεν πήγαν τη νύχτα της αναστάσεως στους ναούς. Κατά την ακολουθία αυτή διαβάζεται το Ευαγγέλιο, όπου ο Χριστός εμφανίζεται στους μαθητές του και τους χαιρετίζει με το χαιρετισμό «Ειρήνη υμίν». Το Ευαγγέλιο αυτό διαβάζεται σε διάφορες γλώσσες, για να μάθει κάθε λαός της γης το κήρυγμα τής ένδοξης αναστάσεως. 2) Η Διακαινήσιμη εβδομάδα. Η εβδομάδα από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή του Θωμά λέγεται διακαινήσιμος, δηλαδή καινούρια. Επειδή από την ημέρα της Αναστάσεως αρχίζει μια νέα ( καινή ) πνευματική ζωή ( αναγέννηση ). γ) Οι κινητές εορτές και Κυριακές μετά το Πάσχα 1) Η Κυριακή του Θωμά. Η Εκκλησία μας για να δυναμώσει την πίστη μας στο Χριστό, εορτάζει κατά την Κυριακή αυτή τη νέα εμφάνιση του Χριστού μετά την Ανάστασή του, στον απόστολο Θωμά.
109
Η Κυριακή αυτή λέγεται και Αντίπασχα, γιατί σ’ αυτήν γίνεται ή απόδοση της εορτής του Πάσχα. Απόδοση δε της εορτής λέγεται η επανάληψη μερικών αναγνωσμάτων, ύμνων, που έχουν σχέση με την προηγούμενη εορτή. 2) Η Κυριακή των Μυροφόρων. Σε ανάμνηση και τιμή των μυροφόρων γυναικών, και του Ιωσήφ και του Νικόδημου, που κήδεψαν το Χριστό. 3) Η Κυριακή του Παράλυτου. Η Εκκλησία μας, για να δείξει τη θεότητα του Χριστού, που είναι η απόδειξη της Αναστάσεώς του, μάς θυμίζει το θαύμα της Θεραπείας του παράλυτου με την ανάγνωση της σχετικής περικοπής εκ του Ευαγγελίου. 4) Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος. Κατά την Κυριακή αυτή, για να ενισχυθεί η πίστη μας διαβάζεται το Ευαγγέλιο, που περιγράφει το διάλογο του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα. Στο διάλογο αυτό αποδεικνύεται ότι ο Σωτήρας είναι αληθινός Θεός. 5) Η Κυριακή του Τυφλού. Λέγεται του Τυφλού, γιατί διαβάζεται από το Ευαγγέλιο η περικοπή της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Ο τυφλός παραβάλλεται με τον τυφλό άνθρωπο, που αναγέννησε από την αμαρτία (έδωσε σ’ αυτόν το πνευματικό φως ) η Ανάσταση του Χριστού. 6) Η Ανάληψη του Κυρίου. Εορτάζεται ημέρα Πέμπτη η θεία δόξα, που έλαβε ο Χριστός κατά την Ανάληψή του. Β΄ Οι Θεομητορικές εορτές 2) Τα Εισόδια της Θεοτόκου, εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου, σε ανάμνηση της αφιερώσεως ( εισόδου ) της Θεοτόκου στο ναό, σε ηλικία 3 χρονών. Εκεί παράμεινε μέχρι τα 12 χρόνια της και τρέφονταν από τους αγγέλους. 3) Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στις 25 Μαρτίου εορτάζομε τη χαρμόσυνη αγγελία ( Ευαγγελισμό ) από τον άγγελο Γαβριήλ στην Παρθένα Μαριάμ, ότι θα γεννήσει τον Υιό του Θεού. Την ίδια μέρα συμπίπτει και ο εορτασμός της εθνικής μας εορτής, σε ανάμνηση της υψώσεως στη μονή της Αγίας Λαύρας της σημαίας τής επαναστάσεως του 1821 από τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό. 4) Η Κοίμηση της Θεοτόκου. Στις 15 Αυγούστου εορτάζομε το θάνατο (κοίμηση) της Θεοτόκου και την μετάσταση ( μετάβαση ) του άχραντου σώματός της στους ουρανούς. Επί 15 μέρες προ της εορτής γίνεται νηστεία ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ Όλοι εκείνοι οι χριστιανοί, που άφησαν σε μάς μνήμη αιώνια της αρετής τους και χρησιμεύουν σε μάς σαν άριστα παραδείγματα αγαθών έργων, λέγονται άγιοι. Είναι τα Ιερά πρόσωπα, που
110
θαυμάστηκαν σαν κήρυκες του θείου λόγου, ή σαν φωστήρες της Εκκλησίας και μάρτυρες της αλήθειας. Άγιοι δεν ήταν μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες. Οι άγιοι θεωρούνται σαν πρόσωπα πού πάντοτε μεσιτεύουν για τους αδερφούς τους χριστιανούς, που βρίσκονται στη ζωή. Για τούτο οι ευσεβείς χριστιανοί, έχτισαν προς τιμήν τους ναούς. Και η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζονται οι άγιοι την ημέρα του μαρτυρίου ή του θανάτου τους, πού θεωρείται σαν ημέρα της γεννήσεώς τους. Γιατί με το θάνατό τους έλαβαν ανώτερη και καλύτερη ζωή. Τις εορτές των αγίων διακρίνομε στις ακόλουθες τάξεις : 1) Στις εορτές των άγιων 12 Αποστόλων, στις 30 Ιουνίου και των κορυφαίων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου. 2) Στις εορτές των Μαρτύρων, που θυσίασαν τη ζωή τους χάρη της Εκκλησίας, και πρώτος είναι ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, που τιμάμε τη μνήμη του στις 27 Δεκεμβρίου. Επίσης τιμάμε στις 26 Οκτωβρίου το Μεγαλομάρτυρα και μυροβλύτη Δημήτριο. Στις 23 Απριλίου το Μεγαλομάρτυρα και τροπαιοφόρο Γεώργιο. Στις 4 Δεκεμβρίου την Πάνσεμνη μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα. Στις 25 Νοεμβρίου τιμάμε τη μνήμη της πάνσοφης και αγίας Αικατερίνης. 3) Στις εορτές του Ιωάννη του Πρόδρομου, οι οποίες είναι : 1) Τα Γενέθλιά του στις 24 Ιουνίου, 2) η αποτομή της τίμιας κεφαλής του στις 29 Αύγουστου, 3) η σύναξη του Βαπτιστή Ιωάννη στις 7 Ιανουαρίου. Συνάξεις λέγονται οι συναθροίσεις των πιστών προς τιμή ενός ιερού προσώπου. Οι συνάξεις γίνονται την επόμενη μεγάλων εορτών με τις οποίες το πρόσωπο τούτο έχει σχέση. 4) Στην εορτή των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, στις 9 Σεπτεμβρίου. 5) Στις εορτές των οσίων και ασκητών. Ένας από τους ασκητές αυτούς είναι ο Μέγας Αντώνιος, του οποίου τη μνήμη εορτάζομε στις 17 Ιανουαρίου. Άλλος ασκητής είναι ο Μέγας Ευθύμιος, πού έζησε τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμη επισκέφτηκε τούς άγιους Τόπους και έγινε μοναχός. Τη μνήμη του εορτάζομε στις 20 Ιανουαρίου. Στις 26 Νοεμβρίου τιμάμε τον Άγιο Στυλιανό. 6) Στις εορτές των Πατέρων, μεγάλων Ιεραρχών και Διδασκάλων: του Μεγάλου Βασιλείου στις 1 Ιανουαρίου, τού Γρηγορίου του Θεολόγου στις 25 Ιανουαρίου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου στις 13 Νοεμβρίου. Τους τρεις αυτούς Πατέρες εορτάζομε και σε μια εορτή μαζί, που λέγεται των τριών Ιεραρχών, στις 30 Ιανουαρίου. Στις εορτές αυτές ανήκει και η εορτή του Μεγάλου Αθανασίου και του Κύριλλου, που ήταν Πατριάρχες στην Αλεξάνδρεια, και η οποία εορτάζεται στις 18 Ιανουαρίου.
111
7) Στις εορτές των θαυματουργών αγίων και Προστατών της Εκκλησίας: α) του αγίου Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού, στις 6 Δεκεμβρίου. Ο άγιος Νικόλαος έζησε τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. και έκανε πολλά θαύματα. Έσωσε πολλούς ταξιδιώτες, πού κινδύνευαν στη Θάλασσα. Γι’ αυτό θεωρείται ο προστάτης των ναυτικών, οι οποίοι φέρνουν και την εικόνα του στα πλοία τους. β) Άλλος Θαυματουργός άγιος είναι ο άγιος Σπυρίδωνας, επίσκοπος Τριμυθούντος (πόλεως της Κύπρου), που εορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου. Έλαβε μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας και με θαύμα πολέμησε την αίρεση του Άρειου. Το άγιο λείψανό του βρίσκεται σήμερα στην Κέρκυρα, όπου πολυάριθμοι προσκυνητές αφιερώνουν πολύτιμα αφιερώματα για να δείξουν την τιμή και το σεβασμό τους. Τιμάται σαν προστάτης άγιος της πόλεως Κερκύρας (πολιούχος). γ) Επίσης, στην Κεφαλληνία, υπάρχει το άγιο λείψανο του αγίου Γεράσιμου, ο οποίος εορτάζεται στις 16 Αυγούστου και στις 20 Οκτωβρίου. Ο άγιος Γεράσιμος γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας στα 1509. Έγινε στην αρχή μοναχός στο Άγιο Όρος και έπειτα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Επισκέφθηκε διάφορα μέρη και κήρυξε το λόγο του Θεού. Τελευταία ήρθε στην Κεφαλληνία και μόνασε σε μοναστήρι, που βρίσκεται στη θέση Ομαλά. Μετά το θάνατό του έγιναν πολλά θαύματα και γι’ αυτό ανακηρύχτηκε άγιος. δ) Στη Ζάκυνθο βρίσκεται το άγιο λείψανο του αγίου Διονύσιου, ο οποίος εορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου και 24 Αυγούστου. Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547. Έγινε επίσκοπος Αιγίνης, όπου και πέθανε. Το σώμα του μεταφέρθηκε σε μια μονή των Στροφάδων. Από κει το άγιο λείψανό του μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο, όπου βρίσκεται σήμερα στο ναό της Ζακύνθου, όπου χτίστηκε στ’ όνομά του. Τιμάται και ο άγιος αυτός σαν προστάτης Ζακύνθου. 8) Του Μεγάλου Κωνσταντίνου και Ελένης, στις 21 Μαΐου. 9) Στις εορτές των Προφητών. Όπως του προφήτη Ηλία του θεσβίτη, στις 20 Ιουλίου, του προφήτη Ιερεμία, στις 1 Μαΐου. 10) Στις εορτές των νεομαρτύρων. Όπως του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε' Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στις 10 Απριλίου. Τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Ρωσία στην Αθήνα στα 1871. Η λάρνακα του λείψανου του τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών. Οι τοπικοί άγιοι είναι και οι πολιούχοι των τόπων, όπου έζησαν ή πέθαναν και τάφηκαν όπως π.χ. του άγιου Σπυρίδωνα, του αγίου Διονύσιου Ζακύνθου και του Διονύσιου Αρεοπαγίτη Αθηνών, του αγίου Γεράσιμου, του αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης κλπ.
112
11) Στις εορτές προς τιμήν των Επουρανίων Δυνάμεων. Η Σύναξη των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ και όλων των επουρανίων Ασωμάτων Δυνάμεων στις 8 Νοεμβρίου.
113
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ
114
1. ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ Ιερές Ακολουθίες είναι οι Ιερές τελετές της λατρείας και προσευχής των Χριστιανών. Οι τελετές αυτές ορίστηκαν από την Εκκλησία μας να γίνονται με τάξη και ακρίβεια σε ορισμένες περιστάσεις. Άλλες από τις ιερές ακολουθίες τελούνται ταχτικά, κάθε μέρα στην Εκκλησία, γι’ αυτό λέγονται ταχτικές ακολουθίες. Άλλες τελούνται κατά τις ανάγκες των χριστιανών και λέγονται έκτακτες. Οι Ιερές ακολουθίες, οι ταχτικές και οι έκτακτες, αποτελούνται από σύντομους ψαλμούς, διάφορα τροπάρια, από ύμνους και ευχές, από αναγνώσματα της αγίας Γραφής κλπ. Οι τακτικές ακολουθίες Οι ταχτικές ακολουθίες είναι : 1) Οι Ώρες, 2) Ο Εσπερινός, 3) Το Απόδειπνο, 4) Το Μεσονυκτικό, 5) Ο Όρθρος και 6) η Θεία Λειτουργία. 1) Οι Ώρες. Οι ακολουθίες αυτές είναι οι εξής τέσσερεις: α) Η πρώτη ώρα. Η ακολουθία της ώρας αυτής ψάλλεται στις 6 το πρωί, Για να δοξολογήσουμε την αρχή της ημέρας, που ο Θεός στέλνει το φως του με την ανατολή του ήλιου. Επίσης κατά την πρωινή αυτή ώρα θυμόμαστε το θείο συμβάν της παραδόσεως του Χριστού στο δικαστήριο του Πιλάτου. β) Η τρίτη ώρα. Η ώρα αυτή (εννέα το πρωί) αναφέρεται στην ώρα που αποφάσισε ο Πιλάτος τη σταύρωση του Χριστού. Είναι επίσης η ώρα αυτή σε ανάμνηση της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. γ) Η έκτη ώρα. Η ακολουθία της ώρας αυτής πρέπει να ψάλλεται στις 12 το μεσημέρι αλλά ψάλλεται μαζί με την τρίτη ώρα, πριν αρχίσει η θεία Λειτουργία. Και γι’ αυτό λέγεται τριθέκτη. Είναι σε ανάμνηση της προσηλώσεως του Χριστού πάνω στο Σταυρό. 5) Η ενάτη ώρα. Η ακολουθία της ώρας αυτής ψάλλεται στις 3 μετά το μεσημέρι, γιατί κατά την ώρα αυτή συνέβη ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου. Οι ώρες αριθμούνται σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια των Εβραίων, που υπολόγιζαν την ημέρα από τις έξι το πρωί και την έλεγαν πρώτη ώρα της ημέρας. Δηλαδή πρώτη ώρα είναι η έκτη πρωινή, η τρίτη ήταν η ενάτη π.μ. έκτη η δωδεκάτη μεσημβρινή και ενάτη η τρίτη μ.μ. 2) Ο Εσπερινός. Η ακολουθία αυτή ψάλλεται στο ναό κατά το βράδυ και για τούτο λέγεται εσπερινός. Με αυτή την ακολουθία ο χριστιανός ευγνωμονεί το Θεό, γιατί διαφύλαξε αυτόν καθ’ όλη την ημέρα από κάθε κακό. Επίσης με αυτήν τον παρακαλεί να τον διαφυλάξει και κατά τη νύχτα. Η ακολουθία του εσπερινού είναι άλλη για τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (μικρός εσπερινός) και άλλη για τις εορτές (μεγάλος εσπερινός). 115
3) Το Απόδειπνο. Η ακολουθία αυτή γίνεται μετά τον εσπερινό και μετά το δείπνο γι’ αυτό λέγεται απόδειπνο. Ο σκοπός της ακολουθίας του απόδειπνου είναι να μάς προετοιμάσει τώρα, που θα κοιμηθούμε, να περάσουμε τη νύχτα με σωματική και ψυχική υγεία. Το απόδειπνο τούτο τελείται κάθε βράδυ εκτός από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Το απόδειπνο αυτό λέγεται Μεγάλο, γιατί αποτελείται από περισσότερες δεήσεις, ευχές, ψαλμούς, τροπάρια από το μικρό απόδειπνο. 4) Το Μεσονυκτικό. Ψάλλεται στο μέσον της νύχτας για να ευχαριστήσουμε και δοξολογήσουμε το Θεό, γιατί αγρυπνεί χάρη της σωτηρίας μας. Διαβάζεται από τον Ιερέα μαζί με την ακολουθία του Όρθρου. Στα μοναστήρια τελείται συνήθως ολόκληρη η ακολουθία. 5) Ο Όρθρος. Η ακολουθία αυτή τελείται κατά τον Όρθρο, δηλαδή πριν ανατείλει ο ήλιος, κατά τα χαράματα. Τη στιγμή, που ψάλλεται η ακολουθία αυτή, ο ιερέας προετοιμάζεται για τη Θεία λειτουργία και τελεί την ακολουθία της προσκομιδής. Με την ακολουθία αυτή ευχαριστούμε το Θεό, γιατί μάς φύλαξε κατά τη νύχτα και τώρα μάς χαρίζει το φως της ημέρας. 6) Η Θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία είναι η σπουδαιότερη ταχτική ιερή ακολουθία, με την οποία τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Το μυστήριο αυτό ήταν η βάση της θείας λατρείας από τους αποστολικούς χρόνους. Στη λατρεία αυτή με το χρόνο προστέθηκαν διάφοροι ύμνοι, δεήσεις, ψαλμοί, αναγνώσματα από την Π. και Κ. Διαθήκη και έτσι σχηματίστηκαν διάφοροι τύποι (σχέδια) της θείας Λειτουργίας. Από όλους όμως τους τύπους της θείας λειτουργίας η Εκκλησία μας διατήρησε τέσσερεις, που είναι και οι κυριότερες. Δηλαδή τις λειτουργίες α) του Ιάκωβου, του αδελφόθεου. β) του μεγάλου Βασιλείου, γ) του Ιωάννη του Χρυσόστομου και δ) Λειτουργία των προηγιασμένων Δώρων (Προηγιασμένη). α) Η Λειτουργία του Ιάκωβου του αδελφόθεου. Η λειτουργία αυτή είναι αρχαιότατη. Τη συνέγραψε ο απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος. Είναι πολύ μεγάλη. Για τούτο σπάνια τελείται, και μόνο στις 23 Οκτωβρίου που εορτάζεται η μνήμη του. β) Η Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου. Οι Χριστιανοί πολλές φορές στενοχωριούνταν για το μάκρος της λειτουργίας του Ιάκωβου. Γιατί παράμεναν πολλές ώρες στην Εκκλησία. Για τούτο ο Μέγας Βασίλειος τη συντόμεψε. Η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου τελείται δέκα φορές το χρόνο. Δηλαδή τις πέντε πρώτες Κυριακές της Μεγ. Σαρακοστής (εκτός της Κυριακής των Βαΐων), τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφάνιων, τη Μεγ. Πέμπτη, το Μεγάλο Σάββατο και την 1η Ιανουαρίου, που εορτάζεται η μνήμη του.
116
γ) Η Λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Ο Χρυσόστομος συντόμεψε ακόμη περισσότερο τη λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου. Η Λειτουργία του Χρυσόστομου τελείται σήμερα σ’ όλη την ορθόδοξη Εκκλησία, σ’ όλες τις μέρες τού χρόνου, εκτός από κείνες που τελείται η λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου και η λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. δ) Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Είναι πολύ αρχαία η λειτουργία αυτή και τελείται ιδίως κατά τις πένθιμες ημέρες της Μ. Σαρακοστής, την Τετάρτη και Παρασκευή, καθώς και την Μεγ. Δευτέρα, τη Μεγ. Τρίτη και τη Μεγ. Τετάρτη τής Μ. Εβδομάδας που δεν επιτρέπεται να γίνει χαρούμενη ακολουθία, όπως είναι η λειτουργία του Χρυσόστομου, γιατί οι μέρες αυτές είναι πένθιμες. Τα δώρα της λειτουργίας αυτής, ο άρτος και ό οίνος, είναι αγιασμένα από τη λειτουργία της προηγουμένης Κυριακής. Γι’ αυτό λέγεται λειτουργία των προηγιασμένων Δώρων. Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας Ιωάννη του Χρυσοστόμου Προσκομιδή Πριν μπει στο άγιο Βήμα ο Ιερέας για να τελέσει τη θεία λειτουργία, προετοιμάζεται ως εξής : Στέκεται μπρος στην ωραία πύλη και προσεύχεται, ενώ ασπάζεται τις άγιες εικόνες του εικονοστασίου, και, αφού ζητήσει από τους εκκλησιαζόμενους χριστιανούς συγγνώμη με κλίση της κεφαλής για τα τυχόν αμαρτήματά του, μπαίνει στο άγιο Βήμα. Εκεί ασπάζεται την αγία Τράπεζα και το Ιερό Ευαγγέλιο και φορεί τα ιερατικά του άμφια. Αφού δε νίψει τα χέρια του, προσέρχεται αμέσως στην Ιερή Πρόθεση, όπου έχουν μεταφερθεί, προσκομιστεί, τα δώρα, δηλ. ο άρτος, η προσφορά, ή πρόσφορο, ο οίνος και το νερό. Έχουν τοποθετηθεί εκεί επίσης τα Ιερά σκεύη, το Δισκάριο, το Ποτήριο, ο Αστερίσκος, η λόγχη και τα καλύμματα. Ονομάζεται προσφορά, γιατί προσφέρονταν από τους χριστιανούς σαν δώρο προς το Θεό. Ο άρτος ( το πρόσφορο ) έχει σχήμα στρογγυλό. Φέρνει στο κέντρο της επιφάνειάς του μια σφραγίδα, τετραγωνική, πού διαιρείται σε τέσσερα μικρότερα τετράγωνα στα οποία είναι χαραγμένα τα αρχικά γράμματα ΙΣ.ΧΣ.ΝΙ.ΚΑ., δηλαδή Ιησούς Χριστός Νικά. Στις πλευρές του τετράγωνου διακρίνονται δεξιά τρίγωνο (μερίδα Θεοτόκου και αριστερά εννέα τρίγωνα (μερίδες) 1) Των Ταξιαρχών και αγγέλων 2) του Πρόδρομου και των Προφητών, 3) των Αποστόλων, 4) των Διδασκάλων και Ιεραρχών, 5) των Μαρτύρων, 6) των Ασκητών, 7) των Αναργύρων, 8) των άγιων θεοπατόρων, και 9) του άγιου που τελείται η θεία λειτουργία.
Να το σχήμα:
117
Η ακολουθία της Προσκομιδής τελείται τώρα ως εξής : Ενώ ψάλλεται η ακολουθία του Όρθρου ο ιερέας, βοηθούμενος και από το Διάκονο, παίρνει τον άρτο και τον σφραγίζει σταυροειδώς με τη λόγχη εις ανάμνηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού. Αμέσως κατόπιν κόβει το τετράγωνο του άρτου και το τοποθετεί πάνω στο Δίσκο. H πράξη αυτή παριστάνει το Χριστό, που οδηγείται σαν αμνός στη σφαγή. Και για τούτο η μερίδα αυτή λέγεται Αμνός (δηλαδή σαν άκακος αμνός, ο Σωτήρας οδηγείται να θυσιαστή χάρη της σωτηρίας μας). Ύστερα χωρίζει τον αμνό σταυροειδώς και λέει: «Θύεται ο αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου». Και αμέσως κεντάει με τη λόγχη το μέρος του αμνού, όπου είναι γραμμένο ΝΙ για να υπενθυμίση ότι ένας από τους στρατιώτες κέντησε την πλευρά του Χριστού. Επειδή δε τότε έτρεξε απ’ την πλευρά του αίμα και νερό, για τούτο τη στιγμή αυτή χύνει ο ιερέας στο άγιο Ποτήριο κρασί και νερό. Αμέσως έπειτα κόβει από την ίδια ή άλλη προσφορά τη μερίδα, πού παριστάνει τη Θεοτόκο. Και την τοποθετεί στα δεξιά του αμνού στο Δίσκο για να δείξει την πρώτη τιμή, που έχει η μητέρα του Κυρίου. Έπειτα κόβει όλα τα άλλα εννέα τρίγωνα και τα βάζει στον άγιο Δίσκο. Κάτω από τις μερίδες αυτές βάζει ο Ιερέας μερίδες απ’ τον άρτο, «υπέρ ζώντων και νεκρών» προς χάρη των οποίων τελείται η θεία Λειτουργία. Έπειτα ο Ιερέας τοποθετεί τον Αστερίσκο πάνω στον Δίσκο και τα σκεπάζει με ένα Ιερό κάλυμμα. Επίσης σκεπάζει με άλλο κάλυμμα και το άγιο Ποτήριο και έπειτα σκεπάζει και τα δυο μαζί (Δίσκο και Ποτήριο) με τον Αέρα. Τελευταία δέεται να ευλογηθεί η προετοιμασία αυτή των τίμιων Δώρων για τη σωτηρία μας με τη μεσιτεία της Θεοτόκου και όλων των αγίων. Με τη δέηση αυτή τελειώνει η ακολουθία της Προσκομιδής και αρχίζει η κυρίως λειτουργία, που διαιρείται σε δυο μέρη : α) Στη λειτουργία των Κατηχουμένων παραβρίσκονται και όσοι διδάσκονται την Κατήχηση, που δεν έχουν ακόμη βαφτιστή. Στη λειτουργία των πιστών, δηλ. εκείνων που έχουν βαφτιστή, και λίγο πριν αρχίσει, οι κατηχούμενοι διατάσσονταν να φύγουν όπως θα δούμε, γιατί θα γινόταν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, στο οποίο μόνο οι πιστοί επιτρεπόταν να παρευρίσκονται. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει η διάκριση σε κατηχούμενους και πιστούς, γιατί όλοι βαφτίζονται νήπια. Εξακολουθεί όμως η διάκριση της λειτουργίας στα δύο αυτά μέρη, γιατί συνδέεται με τις παλαιές ιερές παραδόσεις της Εκκλησίας και δεν μεταβάλλεται. Είναι όμως η λειτουργία των Κατηχουμένων χρήσιμη και για τους πιστούς, γιατί το μέρος αυτό αναφέρεται στην αρχή του κηρύγματος του Χριστού, έπειτα από το Βάφτισμα αυτού.
118
Α' Μέρος της θείας Λειτουργίας Η Λειτουργία των κατηχουμένων. Το μέρος αυτό αποτελείται : 1) από το Προοίμιο ή την εισαγωγή, 2) από τη Μικρή Είσοδο, 3) από την ανάγνωση του Απόστολου και του Ευαγγελίου και 4) από τις δεήσεις υπέρ των κατηχουμένων. 1) Το Προοίμιο Ο διάκονος, αφού λάβει την ευλογία του Ιερέα, εξέρχεται από το ιερό και στέκεται μπρος από την ωραία πύλη. Και αμέσως εκφωνεί «Ευλόγησον Δέσποτα». Ο δε ιερέας άπαντά : «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του άγιου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο δε χορός των ψαλτών, που αντιπροσωπεύουν το λαό, απαντούν «Αμήν», δηλ. είθε, γιατί αρχαιότερα ο λαός απαντούσε. Έπειτα ο διάκονος, που εξακολουθεί να στέκεται έξω από το Ιερό μπρος στην ωραία πύλη, απαγγέλλει τη μεγάλη συναπτή δέηση, δηλαδή μια σειρά δεήσεις συναπτόμενες δηλ. ενωμένες. Λέγεται και Ειρηνικά, γιατί η δέηση αυτή αρχίζει με τις λέξεις «εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν κλπ.» Με τις δεήσεις αυτές παρακαλούμε τον Κύριο για την ειρήνη όλου του κόσμου, για τη σωτηρία των ψυχών μας κλπ. Μετά τη μεγάλη συναπτή ψάλλονται τα τυπικά αντίφωνα, δηλ. Ύμνοι που ψάλλονται από το δεξιό και τον αριστερό ψάλτη διαδοχικά. Τα αντίφωνα αποτελούνται από διάφορους σύντομους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης. Και στο τέλος κάθε στίχου ψάλλεται το «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς σοι, αλληλούια», και «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Και έπειτα ψάλλεται ένας αρχαιότερος ύμνος, ποίημα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο εξής : «Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού αθάνατος υπάρχων και καταδεξάμενος διά την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθήναι εκ της Αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ατρέπτως ενανθρωπήσας, σταυρωθείς τε Χριστέ ο Θεός, θανάτω θάνατον πατήσας, εις ων της Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω αγίου Πνεύματι, σώσον ημάς». Έπειτα ψάλλονται οι μακαρισμοί και άλλα τροπάρια, κατάλληλα για την εορτή της ημέρας, ένα δε από αυτά είναι και το απολυτίκιο της ημέρας. Έπειτα από κάθε αντίφωνο, ο διάκονος λέει τη συναπτή, δηλ. λίγες δεήσεις, που αρχίζουν : «έτι και έτι εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν». Μετά τις δεήσεις αυτές μπαίνει στο Ιερό. 2. Η Μικρή Είσοδος ή Είσοδος του Ευαγγελίου Ενώ ψάλλεται το απολυτίκιο βγαίνει ο ιερέας και ο διάκονος από την αριστερή πόρτα, τη βορινή, του Ιερού στον κυρίως ναό. Ο διάκονος κρατεί το Ευαγγέλιο και προηγείται τού
119
Ευαγγελίου μια λαμπάδα αναμμένη. Η λαμπάδα αυτή παριστάνει το φως του κηρύγματος, καθώς και τον Πρόδρομο, που προετοίμασε την οδό του Κυρίου. Στέκονται τότε στο μέσο του ναού μπρος στην ωραία πύλη και ο διάκονος κρατεί υψωμένο και με ευλάβεια το ιερό Ευαγγέλιο και εκφωνεί : «Σοφία Ορθοί» κλπ. Η εκφώνηση αυτή σημαίνει ότι όλοι μας τώρα, ας υποδεχθούμε ορθοί, δηλαδή με ευλαβική στάση τον ερχόμενο Χριστό. Γιατί πρόκειται να ακούσουμε το λόγο του, δηλαδή τη σοφία του, που γράφεται μέσα στο Ιερό Ευαγγέλιο. Έπειτα εισέρχονται στο ιερό δια της ωραίας πύλης και ψάλλουν : «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ· σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς σοι· Αλληλούια». Ο ύμνος αυτός λέγεται εισοδικός, γιατί ψάλλεται κατά την είσοδο. Στη Γέννηση του Χριστού αντί του ύμνου αυτού ψάλλεται: «Εκ γαστρός προ Εωσφόρου εγέννησά σε‧ ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν, και ου μεταμεληθήσεται. Σύ ιερεύς εις τον αιώνα, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Εις τα άγια Θεοφάνια ψάλλεται : «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου‧ Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν». Εις τον Ευαγγελισμόν : «Ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον του Θεού ημών». Εις την Κυριακήν των Βαΐων : «Ευλογημένος ο ερχόμενος κλπ.». Στην εορτή του Πάσχα : «Εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ». Στην Ανάληψη : «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ Κύριος εν φωνή σάλπιγγος». Στη Μεταμόρφωση : «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται». Στην εορτή της Θεοτόκου : «Ταις πρεσβείες της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς». Έπειτα από τον εισοδικόν ύμνο ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος, «Άγιος ο θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος αθάνατος ελέησον ημάς». (Ο ύμνος αυτός προέρχεται από τον αγγελικό εκείνο ύμνο που άκουσε ο προφήτης Ησαΐας να ψάλλουν στον ουρανό τα Σεραφείμ). Και όταν οι ψάλτες για τρίτη φορά ψάλλουν το «άγιος ο θεός...» ο διάκονος εκφωνεί «Δύναμις» οπότε οι ψάλτες ψάλλουν αυτόν με δυνατότερη φωνή και αργά. Στην Δεσποτική εορτή του Πάσχα αντί του τρισάγιου ψάλλεται ο ύμνος : Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια». Ο ίδιος ύμνος ψάλλεται και κατά την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού. Ο ίδιος ύμνος ψάλλεται και στην εορτή των Θεοφάνιων. Κατά δε την εορτή της υψώσεως του Σταυρού και της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλεται : «Τον Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα και την αγίαν σου ανάστασιν δοξάζομεν». Το σημείο αυτό της θείας λειτουργίας λέγεται Είσοδος, γιατί παλαιότερα γινόταν η είσοδος του Ευαγγελίου στο Ιερό από το σκευοφυλάκιο. Αυτό όπως είδαμε προηγουμένως, ήταν έξω από το ναό σ’ άλλο διαμέρισμα. Γι’ αυτό η Μικρή Είσοδος λέγεται και είσοδος του Ευαγγελίου.
120
3) Η ανάγνωση του Απόστολου και του Ευαγγελίου. Έπειτα από την ψαλμωδία του τρισάγιου ύμνου και του πολυχρονισμού ο διάκονος από την ωραία πύλη αναφωνεί : «Πρόσχωμεν, Σοφία, Πρόσχωμεν». Καλεί δηλαδή τους χριστιανούς να προσέξουν, γιατί θα αναγνωστεί τώρα η περικοπή από τον Απόστολο ή από τις Πράξεις των Αποστόλων, που διαβάζει συνήθως ο ψάλτης. Η ανάγνωση αυτή φανερώνει ότι οι Απόστολοι μετά την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πήγαν εις τους εθνικούς για την εξάπλωση του χριστιανισμού. Μετά την ανάγνωση ψάλλεται αργά το «αλληλούια», τρεις φορές, που σημαίνει: αινείτε το θεό ή δοξάσετε το Θεό. Έπειτα ο διάκονος σκορπίζει με το θυμίαμα την ευωδία των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος, τα οποία προέρχονται από την αληθινή σοφία του Ευαγγελίου, που θα αναγνωστεί τώρα από αυτόν ή τον Ιερέα (γιατί όταν λείπει ο διάκονος, τελεί ολόκληρη τη λειτουργία ο Ιερέας). Ο Ιερέας τότε μάς προσκαλεί να προσέξουμε με τα εξής λόγια: «Σοφία, ορθοί, ακούσωμεν του άγιου Ευαγγελίου. Ειρήνη πάσι». Ο δε χορός απαντά «και τω πνεύματί σου», δηλαδή, στο πνεύμα σου, και σε σένα, ας βασιλέψει ειρήνη. Ο διάκονος τότε ανεβαίνει στον άμβωνα και διαβάζει το Ευαγγέλιο. Όλοι τότε σηκώνονται όρθιοι. Και με βαθιά προσοχή και ευλάβεια ακούνε τα θεία ευαγγελικά λόγια. Έπειτα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, γίνεται το θείο κήρυγμα, γιατί είναι ένα από τα σπουδαιότερα σημεία της θείας λειτουργίας. 4) Οι δεήσεις υπέρ των κατηχουμένων. Ο Διάκονος μετά την ανάγνωση έρχεται μπρος στην ωραία Πύλη παραδίνει το Ευαγγέλιο στον Ιερέα και αρχίζει μια εκτενή δέηση. Σ’ αυτή, εκτός των άλλων, δέεται υπέρ των Κατηχουμένων και προτρέπει τους πιστούς να δεηθούν και αυτοί για τους Κατηχουμένους, γιατί και αυτοί θα βαφτιστούν. Έπειτα παραγγέλλει στους Κατηχουμένους να κλίνουν το κεφάλι. Γιατί ο Ιερέας εύχεται υπέρ αυτών μυστικά, μέσα στο άγιο Βήμα και στο τέλος της ευχής λέει μεγαλόφωνα : «ίνα και αυτοί ( δηλ. οι κατηχούμενοι ) συν ημίν δοξάζωσι το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Αμήν». Τώρα πλησιάζει η ώρα, που θα αρχίσει το ιερότερο μέρος της θείας Λειτουργίας. Θα γίνει η μετουσίωση, δηλ. ο αγιασμός του άρτου και του οίνου και η μεταβολή της ουσίας σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. Οι Κατηχούμενοι δε θεωρούνται άξιοι να παρευρίσκονται κατά την ιερότατη αυτή στιγμή, γι’ αυτό ο διάκονος παραγγέλλει σ’ αυτούς να φύγουν από το ναό με τα λόγια : «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε. Οι κατηχούμενοι προέλθετε· όσοι κατηχούμενοι προέλθετε· μη τις των Κατηχουμένων. Όσοι Πιστοί». Δηλ. οι κατηχούμενοι να βγουν. Κανένας να μη παραμείνει στον Ναό. Μόνο να μείνουν όσοι είναι Πιστοί. Και πραγματικά οι
121
κατηχούμενοι έβγαιναν. Μόλις έφευγαν οι κατηχούμενοι οι θυρωροί (πυλωροί) έτρεχαν και έκλειναν τις πόρτες του ναού προς το μέρος τού νάρθηκα για να μη μπουν πάλι. Σήμερα κλείνει μόνο η ωραία Πύλη. Β' Μέρος της Θείας Λειτουργίας 1) Η Λειτουργία των Πιστών Το μέρος αυτό είναι το σπουδαιότερο της θείας λειτουργίας, γιατί σ’ αυτό θα γίνει ο αγιασμός των Τιμίων Δώρων (η μετουσίωση) με την επιφοίτηση του άγιου Πνεύματος. Το μέρος αυτό συνηθίζεται να λέγεται και λειτουργία των πιστών. Γιατί μόνο οι πιστοί (οι βαφτισμένοι) επιτρέπεται να παρευρίσκονται στο ναό. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι σήμερα εμείς οι βαφτισμένοι χριστιανοί, οι πιστοί, να μη φεύγουμε από το ναό κατά την σπουδαιότατη αυτή στιγμή. Είναι προτιμότερο να πηγαίνουμε αργότερα στην Εκκλησία, παρά να φεύγουμε συνήθως μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Ο άγιος Χρυσόστομος κατηγορεί εκείνους, που φεύγουν από την Εκκλησία, προτού να τελειώσει η θεία λειτουργία : «Τι κάνεις, άνθρωπε; λέει. Ενώ είναι παρών ο Χριστός και οι άγγελοι, και έχεις εμπρός σου την ιερή Τράπεζα, και ενώ οι αδελφοί σου λειτουργούνται ακόμη, σύ φεύγεις; Εδώ όπου τελούνται τα φρικτά μυστήρια του Χριστού και εξακολουθεί η ιερή τελετή, αφήνεις στη μέση όλα και φεύγεις; Πώς μπορεί να συγχωρηθεί αυτό; Όσοι φεύγουν πριν από τη θεία Ευχαριστία, μιμούνται τον Ιούδα, που κατά την τελευταία εκείνη νύχτα έφυγε από το μυστικό Δείπνο προτού τελειώσει, ενώ οι άλλοι έτρωγαν ακόμη». Το μέρος αυτό της λειτουργίας των πιστών, αποτελείται από τα εξής τρία μέρη : 1) από τη Μεγάλη Είσοδο και την ομολογία της πίστεως, 2) τον Αγιασμό των Τιμίων Δώρων και 3) τη θεία Κοινωνία (Μετάληψη) και απόλυση. 2) Η Μεγάλη είσοδος και η ομολογία της Πίστεως Μετά την αναχώρηση των κατηχουμένων ο ιερέας απλώνει στην αγία Τράπεζα το αντιμήνσιο, επάνω στο οποίο θα τέλεση το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Και ο διάκονος εκφωνεί: «Όσοι Πιστοί». Δηλαδή μείνετε όσοι είσαστε πιστοί. Γιατί μόνο αυτοί, σα βαφτισμένοι, ήταν άξιοι να δουν τη θυσία του Μυστήριου. Αμέσως έπειτα γίνεται η θριαμβευτική μεταφορά των τιμίων Δώρων από την Προσκομιδή διά μέσου του κυρίως ναού στην Αγία Τράπεζα. Και η μεταφορά αυτή λέγεται Είσοδος για να διακρίνεται από τη μικρή Είσοδο. Και γιατί η Είσοδος αυτή είναι μεγαλοπρεπέστερη. Γίνεται ως εξής : Ο ιερέας διαβάζει μυστικά μια ευχή εμπρός στην αγία Τράπεζα. Με την ευχή αυτή εύχεται υπέρ των πιστών για να γίνει η θυσία τους δεχτή από το Θεό και να κάνη και αυτόν άξιο ο Θεός να τελέσει το μυστήριο. Έπειτα από δεύτερη μυστική ευχή δοξολογεί την
122
αγία Τριάδα με την εκφώνηση : «Όπως υπό του κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι, σοί δόξαν άναπέμπωμεν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Και μετά τούτο οι ψάλτες ψάλλουν το Χερουβικό ύμνο με τον οποίον παρακινούμαστε να καθαρίσουμε τη σκέψη μας από κάθε φροντίδα του κόσμου. Και να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε το Βασιλέα της δόξης, πού θα παρουσιαστή σε λίγο κατά τη μεγάλη Είσοδο. Και θα τον περιστοιχίζουν αοράτως τα αγγελικά τάγματα. Ο ύμνος αυτός λέγεται Χερουβικός, γιατί αρχίζει με τις λέξεις : «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες...» Ιδού ο ύμνος : Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον πρασάδοντες, πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Αλληλούια». Ενώ ψάλλεται ο Χερουβικός ύμνος, ανοίγονται οι πύλες του ιερού. Ο Ιερέας θυμιατίζει. Έπειτα προσπέφτει μπροστά στην αγία Τράπεζα και εύχεται μυστικά να τον κάνη άξιο να τελέσει το μυστήριο. Παρουσιάζεται κατόπιν στην Ωραία Πύλη και, ενώ θυμιατίζει, λέει μυστικά τον 50ό ψαλμό της μετάνοιας. Έπειτα επανέρχεται στο ιερό βήμα. Εκεί ο Ιερέας και ο διάκονος προσκυνούν την αγία Τράπεζα. Ασπάζονται το άγιο αντιμήνσιο. Κλίνουν το κεφάλι τους προς το λαό από την Ωραία Πύλη και πορεύονται με κάθε ευλάβεια προς την Αγία Πρόθεση. Ασπάζονται εκεί τα άγια και δοξολογούν την αγία Τριάδα. Ο Ιερέας τότε τοποθετεί με κάθε προσοχή και ευλάβεια επάνω στους ώμους του διακόνου τον Αέρα και στο κεφάλι του τον Άγιο Δίσκο, όπου είναι ο αμνός και οι μερίδες. Ο Ιερέας κρατεί το άγιο Ποτήριο. Ενώ δε ο χορός των ψαλτών ψάλλει το σημείο του Χερουβικού: «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι», βγαίνουν από τη βορινή πύλη του Ιερού με κάθε Ιερή επισημότητα. Στέκονται στο μέσο του ναού, και ο διάκονος αναφωνεί: «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλείς αυτού πάντοτε νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο δε Ιερέας μνημονεύει τις Αρχές και το στρατό και όλους τους ευσεβείς και ορθόδοξους χριστιανούς. Όλοι οι πιστοί οφείλουν τότε να κλίνουν το κεφάλι με βαθύτατη ευλάβεια. Οφείλουν να λένε μυστικά τους λόγους του ληστή επί του Σταυρού: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Έπειτα μπαίνουν στο Ιερό και τοποθετούν τον άγιο Δίσκο και το άγιο Ποτήρι επάνω στην αγία Τράπεζα, και ο Ιερέας σκεπάζει αυτά με τον αέρα. Οι πόρτες του Ιερού τότε κλείνονται, ενώ οι ψάλτες συνεχίζουν και τελειώνουν τον χερουβικό ύμνο. Η είσοδος αυτή παριστάνει ότι ο Χριστός προσέρχεται στο σταυρικό θάνατο και στον ενταφιασμό. Οι λειτουργοί παριστάνουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, που κήδεψαν το Σώμα
123
του Σωτήρα. Ο αέρας στους ώμους του Διακόνου παριστάνει τη συνδόνα με την οποία ο Ιωσήφ τύλιξε το Σώμα του Χριστού. Μετά την είσοδο διάκονος εξέρχεται από το ιερό στο Σολέα και εκφωνεί μια αίτηση Για τα δώρα, για τις ψυχές μας και τελευταία λέει : «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν». Κατά τη στιγμή αυτή οι παλαιότεροι για να δείξουν ότι αγαπούν αλλήλους, ασπάζονταν αναμεταξύ τους. Γι’ αυτό οι λειτουργοί ιερείς ασπάζονται αναμεταξύ τους σήμερα εμπρός στην άγια Τράπεζα. Αμέσως μετά το φίλημα της αγάπης ο ψάλτης ψάλλει : «Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», δηλαδή ομολογούμε την πίστη μας στην Αγία Τριάδα. Αμέσως ο ιερέας τότε αποκαλύπτει (ξεσκεπάζει) τα άγια δώρα, ενώ ο διάκονος αναφωνεί: «Τας θύρας, τας θύρας· εν σοφία πρόσχωμεν». Δηλαδή ο διάκονος ειδοποιεί τους θυρωρούς να προσέχουν τις πόρτες του ναού, για να μη εισέλθει κανένας άπιστος, ή κατηχούμενος τη στιγμή αυτή, που θα γίνει η μεγάλη θυσία, ο Αγιασμός, όπως γινόταν αργότερα. Και αμέσως ανοίγεται η ωραία Πύλη και απαγγέλλεται το Σύμβολο τής πίστεως, που είναι ομολογία της πίστεως μας η οποία συμπληρώνει την πρώτη ομολογία : «Πατέρα, Υιόν...» Κατά την απαγγελία του Σύμβολου, ο ιερέας κινεί πάνω από τα τίμια Δώρα τον Αέρα για να προφυλάξει αυτά από κάθε έντομο ή από τα μάτια των άπιστων. Παριστάνει όμως η κίνηση αυτή και την πνοή του άγιου Πνεύματος, πού σε λίγο θα αγιάσει τα Δώρα. Και όταν εκείνος, που απαγγέλλει το Σύμβολο, φτάσει στο «και αναστάντα τη τρίτη ημέρα...» ο ιερέας κατεβάζει τον Αέρα και τον διπλώνει. Και έτσι συμβολίζει την αποκύληση του λίθου από την θύρα του μνημείου. 3) Ο αγιασμός των τιμίων Δώρων Τώρα αρχίζει το σπουδαιότατο και ιερότατο μέρος της θείας λειτουργίας, ο αγιασμός των τιμίων Δώρων. Με τη χάρη του Θεού θα γίνει ο άρτος το τίμιο Σώμα του Χριστού και ο οίνος το Τίμιο Αίμα Αυτού. Θα μετουσιωθούν. Είναι το σημείο κατά το οποίο προσφέρομε την αναφορά μας (τη θυσία μας). Πρέπει να σταθούμε μετά φόβου και με ειρηνικές σκέψεις ενώπιον της δόξας και μεγαλοσύνης του θεού. Για τούτο ο διάκονος μάς προτρέπει προς τούτο με την εκφώνηση : «Στώμεν καλώς στώμεν μετά φόβου, πρόσχωμεν την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν». Ο δε χορός των ψαλτών απαντά στις συστάσεις του Διακόνου : «έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως», δηλαδή προσφέρομεν συγχώρηση ευσπλαχνική και ειρήνευση, θυσία δοξολογίας από ευγνωμοσύνη για την αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός. Ο ιερέας τότε ευλογεί το λαό με την αποστολική ευχή ( Β' Κορινθ. 13, 13): «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η
124
αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών». Ο ψάλτης τότε ανταποδίνει εκ μέρους των εκκλησιαζομένων την ίδια ευχή και στο λειτουργικό Ιερέα με τους λόγους : «Και μετά του πνεύματός σου». Δηλαδή ας είναι η χάρη αυτή και η ευλογία μετά της ψυχής σου. Ο ιερέας, ενώ τώρα από την ωραία πύλη υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό, μας παραγγέλλει να ανυψώσουμε τις καρδιές μας προς το Θεό : «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Ο λαός απαντά: «Έχομεν προς τον Κύριον», δηλαδή έχομε προσηλωμένο το νου και την καρδιά μας προς τον Κύριο. Ακολούθως ο ιερέας μας προτρέπει να ευχαριστήσωμε τον Κύριο, όπως και ο Χριστός ευχαρίστησε το Θεό κατά την ώρα του Μυστικού Δείπνου. «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Και ο χορός απαντά : «Άξιον και δίκαιον», δηλαδή είναι πραγματικά άξιο και δίκαιο να προσφέρουμε στον Κύριο προσευχή ευχαριστίας. Ο ιερέας αποσύρεται τότε στο άγιο βήμα και διαβάζει μυστικά μια μεγάλη και θαυμάσια ευχαριστήρια προσευχή. Στην προσευχή αυτή ο Ιερέας λέει ότι είναι άξιο και δίκαιο να σε δοξολογούμε και ευχαριστούμε και να σου προσφέρουμε την προσκύνηση και λατρεία μας. «Συ είσαι ο θεός, που υπάρχεις πάντοτε αμετάβλητος, Σύ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιο. Συ μάς έφερες στη ζωή, και όταν αμαρτήσαμε, δε μας άφησες στην πτώση και το θάνατο, αλλά στον ουρανό μάς οδήγησες. Για όλα αυτά ευχαριστούμεν Σέ και τον μονογενή σου Υιόν και το Πνεύμα σου το Άγιο. Ευχαριστούμε και για τη λειτουργία αυτή, που καταδέχτηκες να δεχτής από τα χέρια μας, αν και παραστέκουν ενώπιον σου χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων, ασώματα και άγια, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, που άδουν, αναβοούν, και κράζουν και λένε θριαμβευτικά τον ύμνο της νίκης του Θεού». Εδώ ο ιερέας διακόπτει τη μυστική ευχή και λέει τη συνέχεια μεγαλοφώνως : «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα κεκραγότα και λέγοντα», δηλαδή τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ όπως είπαμε λίγο πρωτύτερα. Ο λαός τότε δια του χορού των ψαλτών ψάλλει τον επινίκιο ύμνο των αγγέλων : «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις Υψίστοις». Ενώ ακόμη ψάλλεται ο επινίκιος ύμνος ο ιερέας συνεχίζει την ευχή και λέει: «Με την επινίκια αυτή δοξολογία των μακαρίων δυνάμεων ενώνουμε και μείς τη δική μας, Δέσποτα, φιλάνθρωπε, και ομολογούμε και λέμε ότι Συ είσαι άγιος και πανάγιος, μεγαλοπρεπής και ένδοξος. Σύ, τόσο πολύ αγάπησες τον κόσμο και τόση ευσπλαχνία έδειξες σε μας, ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή παράδωσες στο θάνατο του Σταυρού. Όταν δε ο Κύριος ήρθε στη γη, παράδωσε κι αυτό το μέγα μυστήριο. Κατά τη νύχτα, πού με προδοσία παραδινόταν, πήρε τον άρτο στα άγια χέρια του και αφού ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα, ευλόγησε τον άρτο.
125
Με την ευλογία τον αγίασε, και μετάβαλε αυτόν σ’ αυτό το σώμα του, τον έκοψε σέ τεμάχια, τον έδωσε στους αγίους μαθητές και αποστόλους και είπε : «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το Σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (τις λέξεις αυτές εκφωνεί ο ιερέας μεγαλόφωνα, που είναι άλλη διακοπή της ευχής του). Ο χορός απαντά «Αμήν», δηλ. αλήθεια. Συνεχίζει ο ιερέας και λέει ότι ομοίως μετά το δείπνο έλαβε ο Χριστός στα χέρια του το ποτήριο με τον οίνο και είπε :«Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το Αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (άλλη διακοπή της ευχής, που εκφωνεί μεγαλόφωνα). Ο χορός απαντά «Αμήν». Ο Ιερέας και πάλι εξακολουθεί τη μυστική ευχή και λέει: Ενθυμούμενοι λοιπόν την σωτήριον αυτήν εντολή του Κυρίου και όλα όσα έκανε για μάς επί της γης : «Τα σα εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Θυμούμαστε δηλαδή όλα τα αγαθά, τα οποία μάς χάρισες με τη θυσία σου. Τώρα Σου προσφέρομε τα Δώρα αυτά, που είναι δικά σου, γιατί μας τα έδωσες από τα δικά σου δώρα. Ενώ δε λέγονται αυτά, ο λαός συμμετέχει στην Ευχαριστία αυτή και διά του χορού ψάλλει: «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου ο Θεός ημών». Ο ιερέας εξακολουθεί να διαβάζει την ευχή, ενώ ψάλλεται ο παραπάνω ύμνος και όσο προχωρεί στην ανάγνωση, τόσο πλησιάζει στην ιερώτερη στιγμή του Μυστηρίου. Τώρα φτάνει στο σημείο όπου εύχεται στο Θεό με ευλάβεια και κατάνυξη να έρθει το Πνεύμα του το άγιο στα προκείμενα δώρα και ευλογήσει και αγιάσει αυτά. Και, αφού σφραγίσει τρεις φορές τα άγια δώρα, παρακαλεί το Θεό να αναδείξει και μεταβάλει (μετουσιώσει) τα συστατικά του μυστηρίου, τον άρτο και τον οίνο σε αληθινό σώμα και αίμα του Σωτήρα, με την εξής μυστική ευχή : «Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβολών τω Πνεύματί σου τω Αγίω». Είναι η περισσότερο φρικτή και υψηλή στιγμή· είναι το ιερώτατο και αγιότατο μέρος της Θείας λειτουργίας. Γιατί με την επίκληση του άγιου Πνεύματος έγινε το μεγαλύτερο Θαύμα, γιατί το Πνεύμα το άγιο μετάβαλε αμέσως τα τίμια δώρα σ’ αυτό το Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Μετά τον αγιασμό των τιμίων Δώρων συνεχίζει ο Ιερέας τη μυστική ευχή του και μνημονεύει όλους τους αγίους και εξαιρετικά το όνομα της Θεοτόκου Μαρίας: «εξαιρέτως, εκφωνεί, της Παναγίας άχραντου, υπερευλογημένης ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Ο χορός τότε, για να δείξει ότι η μητέρα του Σωτήρα είναι ιδιαίτερη προστάτισσα των χριστιανών, μακαρίζει αυτήν με τον εξής ύμνο : «Άξιον έστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αεί μακάρι στον και παναμώμητον και μητέρα του θεού ημών. Την
126
τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν». Ενώ δε ψάλλεται ο ύμνος αυτός ο Ιερέας εξακολουθεί μυστικά στο Ιερό να εύχεται υπέρ του Αρχιεπισκόπου ή επισκόπου στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει· υπέρ της Εκκλησίας και υπέρ όλου του κόσμου. Ο δε διάκονος μας προτρέπει να μνημονεύσουμε και να ευχηθούμε υπέρ εκείνων, που έχομε στη σκέψη μας, δηλαδή τους γονείς μας, συγγενείς, διδασκάλους μας κλπ. και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών λέει. Και μετά τούτο ο Ιερέας ευλογεί από την ωραία πύλη το λαό με την ευχή : «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών», δηλαδή η ευσπλαχνία και φιλανθρωπία ( τα ελέη ) του Ιησού Χριστού, που είναι Θεός μεγάλος και Σωτήρας μας, να είναι πάντοτε με όλους μας. 4) Η θεία Κοινωνία και η απόλυση Έφτασε τώρα η στιγμή να προετοιμαστούν οι κληρικοί και ο λαός να μεταλάβουν (να κοινωνήσουν) από τα τίμια Δώρα που έχουν αγιαστεί. Γιατί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό έγινε. Ο διάκονος εξέρχεται από το άγιο Βήμα και στέκεται μπροστά στην ωραία πύλη. Εκεί, με εκτενή δέηση παρακαλεί το Θεό να μάς αξιώσει να κοινωνήσουμε από τα τίμια και αγιασμένα Δώρα. Παρακαλεί δε μυστικά μέσα στο άγιο Βήμα το ίδιο και ο ιερέας. Πλησιάζομε λοιπόν προς τη θεία κοινωνία και η προετοιμασία μας γι’ αυτή πρέπει να είναι θερμότερη. Γι’ αυτό προς τον σκοπό αυτόν απαγγέλομε διά του ψάλτη την Κυριακή προσευχή, τη θειότερη απ’ όλες τις προσευχές. Η θεία Κοινωνία πλησιάζει ολοένα και περισσότερο και ο διάκονος παραγγέλλει : «πρόσχωμεν» (ας προσέξωμε). Ο δε Ιερέας εκφωνεί: «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή τα άγια Δώρα μεταδίδονται στους εκλεκτούς πιστούς, οι οποίοι αναγνωρίζουν τούτο και απαντούν διά του χορού των ψαλτών : Εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός‧ αμήν». Δηλαδή ένας μόνος είναι άγιος, ο Ιησούς Χριστός. Και με τη χάρη του θα αξιωθούμε και μείς να κοινωνήσουμε και να δοξάσουμε το Θεό Πατέρα. Ο διάκονος τώρα ετοιμάζεται να μπει στο άγιο Βήμα για να κοινωνήσει και υπηρετήσει τον ιερέα. Και για τούτο περιβάλλεται το οράριό του σταυροειδώς, για να ευκολύνεται στις κινήσεις του. Με το σταυροειδές σχήμα του οραρίου του συμβολίζει και τους αγγέλους, που στέκονται με τις πτέρυγές τους γύρω από το θυσιαστήριο (αγία Τράπεζα) τη στιγμή αυτή που θα προετοιμαστεί η θεία Κοινωνία. Μόλις μπει, λέει στον ιερέα : «Μέλισον, Δέσποτα, τον άγιον άρτον». Και ο Ιερέας μελίζει ( κόβει ) τον άρτο σε τέσσερα. Ο ιερέας ρίχνει τότε στο άγιο Ποτήριο τη μερίδα ΙΣ και έτσι γίνεται η ένωση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
127
Χύνει ακόμη μέσα στο Ποτήριο ζεστό νερό για να παραστήσει ότι έτρεξε τούτο από την πλευρά του Κυρίου. Έπειτα από την προετοιμασία αυτή ο ιερέας και ο διάκονος κοινωνούν. Είναι τούτο μια ανάμνηση εκείνων που έγιναν κατά το Μυστικό Δείπνο. Ενώ δε οι κληρικοί κοινωνούν, ο χορός των ψαλτών ψάλλει αργά και μελωδικά την ωδή: Αινείτε τον Κύριον, εκ των ουρανών, αλληλούια», η οποία λέγεται κοινωνικό. Αφού κοινωνήσουν, παρουσιάζεται από την ωραία πύλη ο διάκονος, ο οποίος κρατά ευλαβικά το άγιο Ποτήριο και λέει στο λαό : «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πλησιάσετε δηλαδή όσοι πιστοί είσαστε προετοιμασμένοι να κοινωνήσετε. Ο δε ιερέας ευλογεί το λαό και εύχεται τη σωτηρία και λέει : «Σώσον ο θεός τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Οι πιστοί τότε, που κοινώνησαν, ομολογούν ότι αξιώθηκαν να δουν το φως το αληθινό. Και για τούτο ο χορός των ψαλτών ψάλλει εκ μέρους του λαού : «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. Αυτή γάρ ημάς έσωσε». Έπειτα ο ιερέας παίρνει μετά τη θεία Μετάληψη τα Δώρα από την αγία Τράπεζα, που τα τοποθέτησε, και τα μεταφέρει στην Πρόθεση. Τα παρουσιάζει στους πιστούς από την ωραία πύλη και λέει : «Πάντοτε, νυν και αεί» κλπ. Η ύψωση αυτή παριστάνει την Ανάληψη του Χριστού. Ο διάκονος τότε κάνει μια δέηση, με την οποία παρακαλεί το Θεό να μάς χαρίσει όλη την ημέρα «τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον». Στο τέλος της δεήσεως αυτής ο ιερέας στρέφεται στο λαό και του δίνει το παράγγελμα : «Εν ειρήνη προέλθωμεν»· δηλαδή να βγούμε από το ναό με αγάπη και ειρήνη. Και αμέσως διαβάζει μεγαλόφωνα επί του Σολέα την οπισθάμβωνη ευχή, με την οποία προτρέπει αυτούς που κοινώνησαν να δεηθούν, προτού φύγουν, για την ειρήνη του κόσμου, των Εκκλησιών, των άρχοντων και όλου του λαού. Από το σκοπό της δεήσεως αυτής είναι φανερό, ότι οφείλομε να παραμένουμε στο ναό μέχρι της απολύσεως. Λέγεται η ευχή αυτή οπισθάμβωνη, γιατί παλαιότερα διαβαζόταν πίσω από τον άμβωνα, που βρισκόταν στο μέσο του ναού. Τελευταία πράξη της απολύσεως είναι η διανομή του αντίδωρου, σε κείνους πού δεν κοινώνησαν τα τίμια δώρα, και δίνεται σ’ αυτούς αντί των δώρων (αντίδωρο). Το αντίδωρο είναι ένα κομμάτι ψωμί από την Προσκομιδή, που ευλόγησε ο ιερέας.
128
3. ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ Είναι οι τελετές των επτά Μυστηρίων, με ευχές, ύμνους, αναγνώσματα (εξωτερικά στοιχεία) και διάφορες συμβολικές πράξεις. Χρησιμοποίηση του νερού και του λαδιού στο βάπτισμα, επάλειψη με το Μύρο στο χρίσμα, επίθεση του χεριού στο κεφάλι του υποψηφίου κληρικού στην ιεροσύνη, τα στέφανα στο γάμο, το αγιασμένο λάδι στο ευχέλαιο κλπ. Οι ακολουθίες των Μυστηρίων διαμορφώθηκαν σιγά σιγά όπως και οι άλλες τελετές της Εκκλησίας μας. Στην αρχή ήταν απλές και συμβολικές πράξεις και ευχές. Άλλη έκτακτη ακολουθία είναι η τελετή των εγκαινίων του ναού. Πολύ σημαντική τελετή που προϋποθέτει τη συμμετοχή επισκόπου. Άλλη πολύ γνωστή τελετή είναι η τελετή τού αγιασμού. Ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με το αγιασμένο νερό. Πολλές χριστιανικές οικογένειες προσκαλούν τον ιερέα να κάνει αγιασμό στο σπίτι τους κάθε πρώτη μέρα του μήνα. Γνωστή επίσης έκτακτη ακολουθία είναι η «νεκρώσιμος», με συγκινητικά τροπάρια, ευχές υποβλητικές και αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, σχετικά με το θάνατο και την ελπίδα της Αναστάσεως. Κάθε απόγευμα τέλος από την 1η ως τη 15η Αυγούστου (Δεκαπενταύγουστο) ψάλλεται στην Εκκλησία μας η «παράκλησις» ή ό «παρακλητικός κανόνας», μια ακολουθία αφιερωμένη — όπως και ο ακάθιστος ύμνος — στην Παναγία, τη Μητέρα του Θεού και την παρηγοριά, τη «Μεσίτρια» των ανθρώπων. Η τελετή των Εγκαινίων του ναού Δια της τελετής αυτής αγιάζεται ο νεόδμητος (νεόχτιστος) ναός σαν τόπος της θείας λατρείας. Η όλη ακολουθία των εγκαινίων διακρίνεται από δυο κύρια μέρη, α) την τοποθέτηση μαρτυρικών λειψάνων στην Αγία Τράπεζα, και β) την επένδυση αυτής με τα ιερά καλύμματα. Τα ιερά λείψανα τοποθετούνται στο Δισκάριο και σκεπάζονται από τον Αστερίσκο και τον Αέρα. Φέρονται από τον επίσκοπο με λιτανεία και περιφέρονται τρεις φορές γύρω στο ναό. Οι θύρες του ναού είναι κλειστές και μόνο ένας ιερέας βρίσκεται μέσα στο ναό. Ο Επίσκοπος πλησιάζει εμπρός στην κύρια πύλη του ναού και αναφωνεί : «άρατε πύλας κλπ. δηλαδή, ανοίξτε τις πύλες για να μπει ο βασιλιάς της δόξας. Ο Ιερέας, που βρίσκεται μέσα στο ναό, ανοίγει τις πύλες και μπαίνει ο Επίσκοπος με πομπή με τον κλήρο και το λαό. Η μεγαλοπρεπής αυτή πράξη συμβολίζει την είσοδο του Χριστού στον Άδη. Ακολούθως τα άγια λείψανα, που είναι μέσα στην αργυρή θήκη, τοποθετεί στον στύλο τής Αγίας Τράπεζας. Και χύνει στο κοίλωμα του στύλου κηρομαστίχα και άλλες Αρωματικές ουσίες εις ανάμνηση των μύρων των Μυροφόρων. Η πλάκα της Αγίας Τράπεζας πλένεται με χλιαρό νερό. Έπειτα με ροδόσταμο και τέλος σφραγίζεται διά του αγίου Μύρου. Κατά δε την ακολουθία τού δεύτερου μέρους ντύνεται η Αγία Τράπεζα μέ το κατασάρκιο και λοιπά καλύμματα εις ανάμνηση της 129
περιτυλίξεως του Σώματος του Χριστού με σινδόνα και της εναποθέσεως αυτού στον τάφο, που συμβολικά παριστάνει η Αγία Τράπεζα. Έπειτα, αφού διαβαστεί περικοπή από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο, και ψαλεί το τροπάρι του αγίου στον οποίον αφιερώνεται ο ναός, αρχίζει η θεία λειτουργία. 8. Οι παρακλητικοί κανόνες Οι χριστιανοί σε στιγμές ασθενειών και κινδύνων πάντοτε πρόστρεχαν στη Θεοτόκο και την παρακαλούσαν με ύμνους, με ωδές και με διάφορα τροπάρια να βοηθήσει αυτούς. Το σύνολο όλων αυτών των ύμνων είναι οι κανόνες της παρακλήσεως της Θεοτόκου. Οι κανόνες αυτοί είναι δύο ειδών : Ο μικρός παρακλητικός κανόνας, που αποτελείται από λίγες ευχές και τροπάρια. Και ο μέγας παρακλητικός κανόνας που αποτελείται από περισσότερες ευχές και τροπάρια, και έχει σχέση με την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. 9. Ο αγιασμός Οι ακολουθίες του αγιασμού είναι δύο : Η ακολουθία του μεγάλου Αγιασμού, που τελείται κατά την εορτή των Θεοφανίων. και η ακολουθία του μικρού αγιασμού, που τελείται στην αρχή κάθε μήνα στο Ναό αλλά και στο σπίτι. Με τις ακολουθίες αυτές παρακαλούμε το Θεό να γίνει το αγιαζόμενο νερό θεραπευτικό των ψυχών και των σωμάτων μας. 10. Η νεκρώσιμη ακολουθία Λίγο προτού γίνει η εκφορά από το σπίτι του νεκρού τελείται εκεί μια σύντομη ακολουθία, που λέγεται Τρισάγιο, γιατί αρχίζει με το «άγιος ο Θεός...» Η ακολουθία αυτή είναι η πρώτη πράξη της όλης ακολουθίας. Αμέσως γίνεται η εκφορά του νεκρού, και ψάλλονται πένθιμα τροπάρια μέχρι της εισόδου του νεκρού στο ναό. Στο ναό αρχίζει η δεύτερη πράξη της ακολουθίας, κατά την οποίαν ψάλλονται τα νεκρώσιμα ευλογητάρια λέγονται ευλογητάρια γιατί ψάλλεται πριν από το τροπάρι ο στίχος «Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». Τελειώνει δε η ακολουθία με το τροπάρι «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν κλπ.» δηλαδή με αυτό προσκαλούνται οι συγγενείς και οι φίλοι να ασπαστούν τελευταία το νεκρό. Μετά τον ασπασμό μεταφέρεται ο νεκρός στον τάφο ( τρίτη πράξη της ακολουθίας ) και ο ιερέας ρίχνει στο φέρετρο του νεκρού χώμα. Σημαίνει αυτό ότι το σώμα του νεκρού επιστρέφει στη γη από την οποίαν προήλθε κατά τη δημιουργία. Εύχεται ακόμη ο ιερέας να είναι αιωνία η μνήμη του νεκρού, γιατί ή ψυχή ζει αιώνια. Η νεκρώσιμη ακολουθία των κοσμικών διαφέρει από τις νεκρώσιμες ακολουθίες των κληρικών και των νηπίων. 11. Τα μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων
130
Η ακολουθία αυτή φανερώνει ότι μετά τον ενταφιασμό δε χάνεται η σκέψη των ζωντανών για τους νεκρούς. Γιατί υπάρχει ζωή και πέραν του τάφου. Κατά την λειτουργία των μνημοσύνων μοιράζονται στους εκκλησιαζόμενους κεριά, πού ανάβουν. Τα κεριά αυτά φανερώνουν το σεβασμό μας προς τους νεκρούς. Φανερώνουν ακόμη και το φως του Χριστού που ποθούμε να δει ο νεκρός στη μετά θάνατο ζωή. Μοιράζονται και κόλλυβα. Τα κόλλυβα αποτελούνται από βρασμένο στάρι και είναι σύμβολα της Αναστάσεως. Γιατί, καθώς το στάρι πού θάφτεται στην γη φυτρώνει, έτσι και τα σώματά μας, αν και θάβονται, θα αναστηθούν. ΥΜΝΟΙ ΨΑΛΛΟΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ( Ψάλλονται περιοδικών τις Κυριακές όλου του χρόνου ) Απολυτίκιο ήχος α΄ «Του λίθου σφραγεiσθέντος υπό των Ιουδαίων, και στρατιωτών φυλασσόντων το Άχραντόν σου σώμα, ανέστης τριήμερος Σωτήρ, δομούμενος τω κόσμω την ζωήν. Δια τούτο αι Δυνάμεις των ουρανών, εβόων σοι Ζωοδότα. Δόξα τη Αναστάσει σου Χριστέ Δόξα τη Βασιλεία σου Δόξα τη Οικονομία σου, μόνε φιλάνθρωπε». Απολυτίκιο ήχος β΄ «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η άθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον Ζωοδότα Χριστέ ό Θεός ημών, δόξα σοι». Απολυτίκιο ήχος γ΄
131
«Ευφραινέσθω τα ουράνια, αγαλλιάσθω τα επίγεια, ότι εποίησε κράτος, εν βραχίονι αυτού ο Κύριος επάτησε τω θανάτω τον θάνατον, πρωτότοκος των νεκρών εγένετο, εκ κοιλίας Άδου, ερρύσατο ημάς, και παρέσχε τω κόσμω το μέγα έλεος». Απολυτίκιο ήχος δ΄ «Το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα, εκ του Αγγέλου μαθούσαι αι του Κυρίου Μαθήτριαι, και την προγονικήν απόφασιν απορρίψασαι, τοις Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον‧ εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός ο Θεός, δωρούμενος τω κόσμω το μέγα έλεος. Απολυτίκιο ήχος πλάγιος δ΄ «Αγελικαι Δυνάμεις επί το μνήμα σου, και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν και ίστατο Μαρία εν τω τάφω, ζητούσα το άχραντόν Σου Σώμα. Εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ’ αυτού υπήντησας τη Παρθένω δωρουμένος την ζωήν. Ο αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε δόξα σοι». Από τις καταβασίες της Θεοτόκου Ωδή γ΄ «Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν στερέωσον και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον». Ωδή στ' «Την θείαν ταυτήν και πάντιμον τελούντες εορτήν οι θεόφρονες της Θεομήτορος, δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν, τον εξ αυτής τεχθεντα Θεόν δοξάζοντες». Από τις καταβασίες των Χριστουγέννων «Χριστός γεννάται δοξάσατε
132
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφρόσυνη, ανυμνήσατε λαοί, ότι δεδόξασται». «Μυστήριον ξένον, ορώ και παράδοξον ουρανόν το σπήλαιον. Θρόνον Χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλήθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, όν ανυμνούντες μεγαλύνομεν ». ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ « Την κοινήν Ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός, όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν, Ωσαννά εν τοις Υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ Κοντάκιο «Ει και εν τάφω κατήλθες αθάνατε, αλλά τον Άδου καθείλες την δύναμιν και ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός, γυναιξί Μυροφόροις φθεγξάμενος χαίρετε, και τοις σοις * Αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν». ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς, τη επαγγελία του αγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αυτών δια της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου.
133
ΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ «Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη και το φως σου, Κύριε, εσημειώθη εφ' ημάς εν επιγνώσει υμνούντας Σε, Ήλθες, εφάνης, το φως το απρόσιτον». ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Κοντάκιο «Ο των όλων Κύριος περιτομήν υπομένει και βροτών τα πταίσματα, ως αγαθός περιτέμνει δίδωσι την σωτηρίαν σήμερον κόσμω χαίρει δε εν τοις Υψίστοις και ο τον Κτίστου ιεράρχης και φώσφορος, ο Θείος μύστης Χριστού Βασίλειος». ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΑ «Μετεμορθώθης εν τω όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα σοι». ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ' αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις. Ο Υιός του Θεού, Υιός της Παρθένον γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν. Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου». ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε, Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
134
1. «Κύριε, ο το Πανάγιόν σου Πνεύμα εν τη τρίτη ώρα τοις Αποστόλοις σου καταπέμψας τούτο, Αγαθέ, μη αντανέλης αφ' ημών, αλλ' εγκαίνισον ημίν τοις δεομένοις σου». (Η ανωτέρω ευχή διαβάζεται την γ' ώρα (9η πρωινή) 2. Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος, Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλαιος, ο πολυεύσπλαγχνος, ο τους δίκαιους αγαπών και τούς αμαρτωλούς ελεών, ο πάντας καλών προς σωτηρίαν δια της επαγγελίας των μελλόντων αγαθών, αυτός, Κύριε, προσδέξαι και ημών εν τη ώρα ταύτη τας εντεύξεις, και ιθύνον την ζωήν ημών προς τας εντολάς Σου. Τας ψυχάς ημών αγίασον, τα σώματα άγνισον, τους λογισμούς διόρθωσον, τας έννοιας κάθαρον, και ρύσαι ημάς από πάσης θλίψεως, κακών και οδύνης. Τείχισον ημάς αγίοις σου αγγέλοις, ίνα τη παρεμβολή αυτών φρουρούμενοι και οδηγούμενοι καταντήσω μεν εις την ενότητα της πίστεως και εις την επίγνωσιν της απροσίτου σου δόξης ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Η ευχή αυτή λέγεται στην ακολουθία της πρώτης ώρας. 3. «Εύφρανας ημάς, Κύριε, εν τοις ποιήμασι σου, και εν τοις έργοις των χειρών σου ηγαλλιασάμεθα. Εσημειώθη εφ' ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε. Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν ημών από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου ενεπλήσθημεν. Εν ειρήνη επί τω αυτώ κοιμηθησόμεθα και υπνώσω μεν ότι σύ, Κύριε, κατά μάνας επ’ ελπίδι κατώκισας ημάς». Η ευχή αυτή είναι μια από τις ευχές του τραπεζίου και την απαγγέλλουν οι χριστιανοί έπειτα από το δείπνο. 4. «Δέσποινα προσδέξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως». Ευχή από την ακολουθία του μικρού παρακλητικού κανόνα. «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σέ ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξαν με υπό την σκέπην σου». Είναι εωθινή προσευχή, όπως έχομε και εωθινό Ευαγγέλιο, δοξαστικό, που ψάλλεται στο τέλος των Αίνων κ.λπ.
135
Πίνακας περιεχομένων ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ.................................................................... 54 1. ΓΕΝΙΚΑ ............................................................................................................................... 78 2. Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ .......................................................................................... 78 3. Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ .................................................................................................. 82 4. Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ ............................................................................................. 83 5. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ .......................................................................................... 87 1. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ................................................................................................... 91 Η ιστορία του ................................................................................................................... 91 Ρυθμοί των ναών ............................................................................................................ 91 α΄ Ρυθμός της βασιλικής ................................................................................................ 91 β΄ Η βασιλική με τρούλο ................................................................................................ 92 γ΄ Ο βυζαντινός ρυθμός ................................................................................................. 92 δ' Ο ρωμανικός ή λομβαρδικός ρυθμός ...................................................................... 93 ε΄ Ο γοτθικός ρυθμός ...................................................................................................... 93 Τα μέρη του ναού ............................................................................................................ 93 α΄ Νάρθηκας ..................................................................................................................... 93 β' Ο κυρίως ναός .............................................................................................................. 94 γ΄ Το Άγιο Βήμα ................................................................................................................ 94 2. ΣΥΜΒΟΛΑ, ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΑ .................................................................................. 95 3. ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ............................................................................................. 100 1. ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ....................................................................................................................... 103 α΄ Δεσποτικές εορτές ................................................................................................... 103 1. ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ............................................................................................................. 115 3. ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ............................................................................................. 129
136